Γιατί γεννιέται ένα άλλο οικονομικό σύστημα

Γιατί γεννιέται ένα άλλο οικονομικό σύστημα

Το σύστημα ελεύθερου εμπορίου που κυριάρχησε τις τελευταίες οκτώ δεκαετίες δεν ήταν ένα τυχαίο ιστορικό φαινόμενο. Δημιουργήθηκε ως πολιτικοοικονομικό εργαλείο στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου, με σκοπό την ενίσχυση της δυτικής συμμαχίας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως ηγετική δύναμη του δυτικού κόσμου, ανέλαβαν τον ρόλο του εγγυητή της διεθνούς οικονομικής τάξης, συχνά εις βάρος της δικής τους βραχυπρόθεσμης οικονομικής ευημερίας.

Ωστόσο, οι γεωπολιτικές ισορροπίες έχουν αλλάξει ριζικά, και μαζί τους αλλάζει και η οικονομική αρχιτεκτονική του πλανήτη.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια στρατηγική ενίσχυσης των συμμάχων τους μέσω εμπορικών ελλειμμάτων.

Ουσιαστικά, άνοιξαν τις αγορές τους σε ευρωπαϊκά και ιαπωνικά προϊόντα, επιτρέποντας σε αυτές τις οικονομίες να ανακάμψουν ταχύτατα. Η λογική ήταν σαφής: μια οικονομικά ισχυρή Ευρώπη και Ιαπωνία θα αποτελούσαν ανάχωμα στη σοβιετική επιρροή.

Αυτό σήμαινε ότι οι ΗΠΑ, αν και παγκόσμιος εξαγωγέας Δημοκρατίας και ασφάλειας, δεχόντουσαν επί δεκαετίες τεράστιες εκροές κεφαλαίων. Το 2024, για παράδειγμα, οι αμερικανικές εισαγωγές ανήλθαν στα $4,11 τρισ., ενώ οι εξαγωγές στα $3,19 τρισ., δημιουργώντας εμπορικό έλλειμμα $1,21 τρισ. Η χρηματοδότηση αυτής της διαφοράς γινόταν με δανεισμό, καθιστώντας την αμερικανική οικονομία ολοένα και πιο επιβαρυμένη.

Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου άφησε τη Ρωσία στρατιωτικά και οικονομικά αποδυναμωμένη. Παρά τις προσπάθειες του Πούτιν να ανακτήσει επιρροή, η αποτυχία του στην Ουκρανία κατέδειξε ότι η Μόσχα δεν μπορεί να αποτελέσει υπαρξιακή απειλή για την Ευρώπη.

Η πιθανότητα μιας ρωσικής κυριαρχίας στην ήπειρο, σενάριο που θα της παρείχε πρόσβαση στα λιμάνια του Ατλαντικού, οπότε θα μπορούσε να είναι απειλή για τις ΗΠΑ, έχει ουσιαστικά εκλείψει.

Αυτή η εξέλιξη επιτρέπει στις ΗΠΑ να επανεξετάσουν τη δέσμευσή τους στην Ευρώπη και να επικεντρωθούν σε νέες προκλήσεις, κυρίως στην Ασία και στον Ινδο-Ειρηνικό ωκεανό.

Η Κίνα αποτελεί πλέον τον κύριο γεωπολιτικό αντίπαλο των ΗΠΑ. Επί δεκαετίες, η Ουάσιγκτον διατηρούσε μεγάλα εμπορικά ελλείμματα με το Πεκίνο, ελπίζοντας ότι η οικονομική συνεργασία θα αποτρέψει μια στενή κινεζο-σοβιετική συμμαχία. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη στρατηγική αδυναμία της Ρωσίας, αυτό το επιχείρημα δεν ισχύει πλέον.

Η πολιτική των ΗΠΑ, με την επιβολή υψηλών δασμών στα κινεζικά προϊόντα, σηματοδότησε μια καμπή. Το μήνυμα ήταν σαφές: οι ΗΠΑ διαθέτουν μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών από την Κίνα και δεν θα διστάσουν να χρησιμοποιήσουν την οικονομική τους ισχύ για να αναδιαμορφώσουν τις σχέσεις τους.

Η Ταϊβάν δεν είναι απλώς ένα νησί με προηγμένη τεχνολογία. Είναι στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων στον Ειρηνικό και για την παγκόσμια παραγωγή ημιαγωγών. Εάν η Κίνα την καταλάμβανε, θα αποκτούσε άμεση πρόσβαση σε κρίσιμες θαλάσσιες διαδρομές και θα ενίσχυε δραματικά την επιρροή της ελέγχοντας κρίσιμα λιμάνια του Ειρηνικού που θα ήταν απειλή για τις ΗΠΑ.

Για τις ΗΠΑ, η αποτροπή μιας κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν αποτελεί όχι μόνο στρατιωτικό, αλλά και οικονομικό στόχο, καθώς η κατάληψη θα έθετε σε κίνδυνο ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα υψηλής τεχνολογίας.

Οι ΗΠΑ πλέον δεν έχουν την πολυτέλεια να χρηματοδοτούν εμπορικά ελλείμματα άνω του 1,2 τρισ. δολαρίων ετησίως. Η δημοσιονομική πίεση, (τα τελευταία 5 χρόνια οι δαπάνες του δημοσίου αυξήθηκαν κατά 40%, και το δημόσιο χρέος κατά 65%, το 20% των εσόδων δαπανάτε για τόκους του δημοσίου χρέους), οι αυξανόμενες ανάγκες για εσωτερικές επενδύσεις και η επιθυμία μείωσης του χρέους ($36 τρισ.) οδηγούν σε ανάπτυξη μιας στρατηγικής για  σταδιακή συρρίκνωση του εμπορικού ελλείμματος.

Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες που επωφελούνταν από τις αμερικανικές εισροές κεφαλαίων -μεταξύ αυτών πολλές ευρωπαϊκές και ασιατικές- θα βρεθούν αντιμέτωπες με χαμηλότερη ζήτηση για τα προϊόντα τους και πιθανή ύφεση.

Παρά τις αλλαγές στην οικονομική στρατηγική, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να βλέπουν τον εαυτό τους ως προστάτη του ελεύθερου δημοκρατικού συστήματος. Με οικονομία που αντιστοιχεί περίπου στο 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, η Ουάσιγκτον έχει την ισχύ να ηγηθεί μιας διεθνούς προσπάθειας προστασίας των δημοκρατικών επιτευγμάτων του δυτικού πολιτισμού, με μια στρατηγική αποτροπής αυταρχικών καθεστώτων με επεκτατικές φιλοδοξίες – είτε πρόκειται για την Τουρκία, τη Ρωσία, το Ιράν, την Κίνα κλπ., που απειλούν και εισβάλουν σε άλλες χώρες.

Αυτή η ηθική επιταγή δεν είναι απλώς ιδεολογική· είναι και πραγματική. Η σταθερότητα του διεθνούς εμπορίου, η ασφάλεια των θαλάσσιων δρόμων και η προστασία των επενδύσεων εξαρτώνται από την ύπαρξη ενός συστήματος που βασίζεται σε κανόνες.

Η Ευρώπη, βλέποντας την απειλή της Ρωσίας να μειώνεται αλλά όχι να εξαφανίζεται, επιταχύνει την ανάπτυξη αποτρεπτικών δυνάμεων. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτέλεσε καμπανάκι αφύπνισης για τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που συνειδητοποίησαν ότι ο κόσμος δεν είναι «αγγελικά πλασμένος» και ότι η στρατιωτική εξάρτηση από τις ΗΠΑ δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.

Η συνεργασία με την Ουάσιγκτον παραμένει στενή, αλλά η Ευρώπη προσπαθεί να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία στην άμυνα και την ασφάλεια.

Η μετάβαση σε ένα νέο οικονομικό σύστημα θα έχει πολλαπλές συνέπειες: α) Μείωση εμπορικών ροών προς τις ΗΠΑ - Οι εξαγωγικές χώρες θα χρειαστεί να βρουν νέες αγορές ή να ενισχύσουν την εσωτερική τους κατανάλωση ή να ιδρύσουν εργοστάσια στις ΗΠΑ, β) Αναδιάρθρωση αλυσίδων εφοδιασμού - Η τάση για «friend-shoring» και «near-shoring» θα ενισχυθεί, με την παραγωγή να μεταφέρεται εντός ή σε χώρες-συμμάχους γ) Νέες εμπορικές συμμαχίες - Περιφερειακά μπλοκ, όπως, ο Ινδικός δρόμος του μεταξιού IMEC, θα αποκτήσουν μεγαλύτερη βαρύτητα και δ) Αύξηση γεωοικονομικού ανταγωνισμού - Η Κίνα, η Ινδία και άλλες αναδυόμενες δυνάμεις θα επιδιώξουν να εκμεταλλευτούν τα κενά που αφήνει η αμερικανική αναδίπλωση.

Το τέλος του μοντέλου ελεύθερου εμπορίου όπως το γνωρίσαμε δεν σημαίνει κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης, αλλά μια μετάβαση σε ένα πιο επιλεκτικό, γεωπολιτικά προσανατολισμένο σύστημα. Οι ΗΠΑ, απαλλαγμένες από τον φόβο μιας πανίσχυρης Ρωσίας, επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση της Κίνας και στην αναδιάρθρωση των ελλειμματικών εμπορικών τους σχέσεων.

Η διαδικασία αυτή θα είναι αργή και γεμάτη προκλήσεις. Ωστόσο, είναι αναπόφευκτη, καθώς αντικατοπτρίζει την ανάδυση ενός νέου οικονομικού συστήματος βασισμένο στη σκληρή πραγματικότητα του κρατικού συμφέροντος και τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα του 21ου αιώνα. Η πρόκληση για τον δυτικό κόσμο θα είναι να ισορροπήσει μεταξύ οικονομικού ρεαλισμού και της ηθικής επιταγής διατήρησης των αξιών που στήριξαν την παγκόσμια σταθερότητα επί οκτώ δεκαετίες όπου αποδείχθηκε ότι δεν υπάρχει μακροχρόνια ευημερία χωρίς Αρχές, χωρίς αξίες και διεθνή συνεργασία. Η Δύση συνειδητοποιεί ότι δεν είναι αρκετό οι χώρες να είναι πλούσιες αλλά πρέπει να έχουν και πολιτισμική συνοχή.

Δεν είναι αρκετό να έχουν τεχνολογία, αλλά πρέπει να έχουν και αξίες. Δεν είναι αρκετό να έχουν στρατιωτική ισχύ αλλά πρέπει να έχουν και όραμα αποτροπής της διάλυσης των δημοκρατιών από αυταρχικά καθεστώτα που αξιοποιούν την αδράνεια των δημοκρατιών εξ αιτίας της ανεκτικότητας ως μια βασική αρχή της δημοκρατίας. 


* Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων.