Τα χθεσινά ρεπορτάζ του διεθνούς οικονομικού Τύπου αναφέρθηκαν διεξοδικά στο γεγονός πως οι διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές βρέθηκαν σε νέα ιστορικά υψηλά. Το Bloomberg ανέφερε πως ο δείκτης MSCI All-Country World Index κατάφερε να ξεπεράσει το υψηλό όλων των εποχών που είχε σημειώσει τον Φεβρουάριο.
Αυτός ο δείκτης βρίσκεται τώρα περίπου 20% πάνω από τα χαμηλά που σημείωσε στις αρχές του Απριλίου, στην σκιά της αναταραχής που προκάλεσαν οι ανακοινώσεις Τραμπ για τους δασμούς.
Παρόμοιας τάξης μεγέθους είναι και η αντίστοιχη ανάκαμψη των μεγάλων χρηματιστηριακών δεικτών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Κοιτώντας όμως συνολικά τα πράγματα από την αρχή του 2025, υπάρχει μία πολύ σημαντική διαφορά αποδόσεων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές αγορές, ειδικά αν μετρήσουμε την απόδοση με νόμισμα αναφοράς το αμερικανικό δολάριο.
Πάλι στο Bloomberg, βλέπουμε πως ο πιο γενικός ευρωπαϊκός χρηματιστηριακός δείκτης, ο Stoxx Europe 600, σημειώνει μέσα στο 2025 απόδοση κατά 18% περίπου ανώτερη από αυτήν του πιο αντιπροσωπευτικού αμερικανικού, του S&P 500.
Η διαφορά απόδοσης είναι λιγότερο εντυπωσιακή αν χρησιμοποιήσουμε μόνο την ονομαστική τιμή κάθε δείκτη, εξακολουθεί όμως να είναι σαφής η υπεροχή της ευρωπαϊκής αγοράς, η οποία έχει καλύτερη απόδοση κατά 7% περίπου.
Αυτή η διαφορά αποδόσεων γίνεται ακόμα πιο σημαντική αν δούμε πως είναι η μεγαλύτερη, με νόμισμα αναφοράς το δολάριο ΗΠΑ, από το 2007.
Από τότε μέχρι τώρα, οι ευρωπαϊκές αγορές είχαν καλύτερες αποδόσεις μόνο 5 φορές, με μεγαλύτερη αυτή του 2009 που ήταν κοντά στο 8%.
Τα υπόλοιπα χρόνια, η αμερικανική υπεροχή ήταν συντριπτική και η καλύτερη επίδοση καταγράφηκε πέρυσι, όταν η απόδοσή των αμερικανικών αγορών ήταν κατά 22% καλύτερη των ευρωπαϊκών.
Τι έχει αλλάξει λοιπόν φέτος και οι ουραγοί έγιναν οδηγοί, ύστερα από χρόνια υστέρησης, και μάλιστα σε πείσμα των περισσότερων χρηματιστηριακών στρατηγικών αναλυτών που πρόβλεπαν στο τέλος του 2024 και την αρχή του 2025 πως η αμερικανική υπεροχή θα συνεχιζόταν και φέτος;
Η αλήθεια είναι πως έχουν αλλάξει πολλά πράγματα σε πολλούς σημαντικούς τομείς.
Ίσως αυτές οι αλλαγές να μην έγιναν και τόσο ξαφνικά αλλά οι επενδυτές αποφάσισαν να τις λάβουν υπόψη τους όταν έγιναν πιο ορατές. Πριν περάσουμε όμως στις αλλαγές, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε πως οι ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές είχαν γίνει πολύ πιο φθηνές από τις αμερικανικές, ύστερα από τόσα χρόνια υστέρησης απέναντί τους.
Αυτό έκανε πολύ πιο εύκολη την απόβαση μεγάλων επενδυτών από τις ΗΠΑ και αλλού στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, εν μέσω των αλλαγών με τις οποίες θα ασχοληθούμε αμέσως.
Οι αλλαγές αυτές είναι δύο κατηγοριών. Αυτές που έχουν γίνει μέσα στην Ευρώπη και αυτές που έχουν ξεκινήσει από τις ΗΠΑ. Μέσα στην Ευρώπη άλλαξαν και εξακολουθούν να αλλάζουν πολλά πράγματα.
Η κυβερνητική αλλαγή στην Γερμανία και η βούληση της νέας ηγεσίας της χώρας να επιδιώξει την επιτάχυνση της οικονομικής της ανάπτυξης ήταν κάτι που άρεσε πολύ στους επενδυτές.
Η εγκατάλειψη της άκαμπτης στάσης της χώρας στον τομέα του δημοσίου χρέους συνιστά μία πολύ μεγάλη αλλαγή. Η προοπτική ενίσχυσης της γερμανικής οικονομίας, της επιτάχυνσης των επενδύσεων στον βιομηχανικό, τον τεχνολογικό και τον αμυντικό τομέα έχει αποτελέσει πόλο έλξης για τους διεθνείς επενδυτές, αλλά και για τους Ευρωπαίους που επένδυαν μαζικά στις ΗΠΑ.
Η πρόθεση και άλλων ευρωπαϊκών κρατών να κινηθούν με παρόμοιο τρόπο έκανε αυτομάτως πιο ελκυστικές τις μετοχές των ευρωπαϊκών εταιρειών, καθώς βελτιώνονται οι προοπτικές ανάπτυξής τους αλλά και τις αγορές ομολόγων, καθώς η ευρωπαϊκή αγορά εταιρικών και κρατικών δανειακών τίτλων αναμένεται να μεγαλώσει πολύ σε μέγεθος.
Πέρα από αυτά, καλό έχει κάνει και η μεγάλη μείωση του κόστους χρήματος σε σχέση με τις ΗΠΑ, καθώς η ΕΚΤ έχει ήδη προχωρήσει σε σημαντικές μειώσεις και μάλλον δεν έχει ολοκληρώσει ακόμα την σχετική διαδικασία.
Εκτός όμως από τη σημαντική βελτίωση των πραγμάτων στην Ευρώπη, οι μεγάλοι διεθνείς επενδυτές, το λεγόμενο έξυπνο χρήμα, έχουν και άλλους λόγους να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους στην Ευρώπη, και οι περισσότεροι έχουν σχέση με τον πρόεδρο Τραμπ και την πολιτική του.
Η επιθετική εμπορική του πολιτική, ο τρόπος με τον οποίον ασκεί την εξουσία, η τάση του να αμφισβητεί το ισχύον νομικό και θεσμικό πλαίσιο, οι ανοικτές απειλές εναντίον επιχειρήσεων και επιχειρηματιών που δεν συμφωνούν μαζί του, η πίεση προς τις ανεξάρτητες αρχές και ιδίως προς την Fed είναι λίγα μόνο από τα στοιχεία που δημιουργούν προβληματισμό στους επενδυτές, κυρίως τους διεθνείς αλλά ακόμα και τους Αμερικανούς.
Προβληματισμό έχει δημιουργήσει και η δημοσιονομική πολιτική που φαίνεται πως θα ακολουθήσει, με τους φόβους για περαιτέρω διεύρυνση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους να μεγαλώνουν με την πάροδο του χρόνου. Οι πιέσεις στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα είναι χαρακτηριστικές αυτού του προβληματισμού.
Μέσα σε όλα αυτά έρχονται και κινήσεις όπως αυτή της απειλής αντιποίνων (με την μορφή της έκτακτης φορολόγησης) κατά των διεθνών επενδυτών που προέρχονται από κράτη που δεν «φέρονται καλά στις ΗΠΑ».
Το περίφημο πλέον τμήμα 899 του φορολογικού νομοσχεδίου μπορεί να εξαφανιστεί πριν την ψήφισή του στη Γερουσία αλλά κανείς επενδυτής δεν πρόκειται να το ξεχάσει σύντομα.
Μεγάλο ρόλο στην αποθάρρυνση των επενδυτών από το να αυξήσουν τις επενδυτικές τους τοποθετήσεις στις ΗΠΑ έχει παίξει βέβαια και η αδυναμία που δείχνει το αμερικανικό δολάριο από τον Φεβρουάριο και μετά, σχεδόν αμέσως αφού φάνηκε πως οι προεκλογικές απειλές του Τραμπ για κήρυξη εμπορικού πολέμου ήταν έτοιμες να γίνουν πράξη.
Οι επενδυτές ψήφισαν με την τσέπη τους πουλώντας δολάρια, όταν αντιλήφθηκαν την τελική κατεύθυνση της συνολικής πολιτικής του Αμερικανού προέδρου αλλά είναι βέβαιο πως στην αδυναμία του δολαρίου έχει παίξει ρόλο και η υποψία πως η αμερικανική κυβέρνηση ίσως να επιθυμεί την αδυναμία του εθνικού της νομίσματος.
Αυτό μπορεί να ισχύει μπορεί και όχι, αλλά ο μεγάλος κίνδυνος για το δολάριο και όσους το κατέχουν είναι η σταδιακή απώλεια της πρωτοκαθεδρίας του στο παγκόσμιο νομισματικό στερέωμα.
Λογικά δεν μπορεί να επιθυμεί κάτι τέτοιο η αμερικανική κυβέρνηση αλλά αυτό δεν αποτελεί κάποια εγγύηση.
Όπως αναφερόταν σε χθεσινό άρθρο του εκδοτικού συμβουλίου (Editorial Board) του Bloomberg, η κακή διαχείριση της κατάστασης από την αμερικανική πλευρά μπορεί τελικά να έχει ως αποτέλεσμα την σταδιακή εξασθένηση της θέσης του δολαρίου ως βασικού αποθεματικού νομίσματος παγκοσμίου και την επακόλουθη μείωση της ισχύος της αμερικανικής οικονομίας.
Όλες οι παραπάνω αλλαγές, φόβοι, ανησυχίες και προβληματισμοί έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση την, για πολλά χρόνια, αυτονόητη προτίμηση των διεθνών επενδυτών στις αμερικανικές αγορές.
Πριν περίπου έναν μήνα, ο Brian Swint του Barron’s, σε άρθρο του με θέμα τις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές, επισήμανε πως οι εμπορικοί πόλεμοι του Ντόναλντ Τραμπ και οι απροκάλυπτες επιθέσεις του εναντίον του Τζέι Πάουελ της Fed έχουν υπονομεύσει την σταθερότητα και την ελκυστικότητα των αμερικανικών χρηματιστηριακών αγορών.
Στην εισαγωγή του άρθρου, ο Swint έγραψε τα εξής, τα οποία πιστεύουμε πως εξηγούν με πολύ απλό τρόπο την προτίμηση των διεθνών κεφαλαίων για τις ευρωπαϊκές αγορές: «Η Ιαπωνία είναι πολύ μικρή. Η Κίνα είναι πολύ αυταρχική. Αυτό αφήνει την Ευρώπη, με τις φθηνές μετοχές της και τις βαθιές αγορές ομολόγων, ως την βασική εναλλακτική λύση απέναντι στις ΗΠΑ».
Όπως λένε και οι Αμερικανοί δικηγόροι μετά την αγόρευσή τους (τουλάχιστον στις ταινίες), I rest my case!