Γιατί δεν λάμπει ο χρυσός -  Πού στρέφονται οι επενδυτές

Γιατί δεν λάμπει ο χρυσός - Πού στρέφονται οι επενδυτές

Θεωρητικά, η περίοδος που διανύουμε από την αρχή του χρόνου θα έπρεπε να έχει στρέψει μεγάλο αριθμό επενδυτών προς το πιο γνωστό επενδυτικό καταφύγιο εδώ και πολλούς αιώνες, τον χρυσό. Δύο από τους πιο παραδοσιακούς λόγους για τη στροφή των επενδυτών, και γενικότερα των πολιτών, προς τη σιγουριά του χρυσού, φαίνεται πως είναι μαζί μας. Έντονες πληθωριστικές τάσεις και σοβαρότατες γεωπολιτικές εντάσεις που έχουν εξελιχθεί σε πόλεμο.

Ο πληθωρισμός βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο μετά τη δεκαετία του ογδόντα, τουλάχιστον στις μεγάλες δυτικές χώρες και οι σχέσεις μεταξύ των μεγάλων παγκόσμιων δυνάμεων είναι στο χειρότερο σημείο τους από το τέλος του ψυχρού πολέμου, και μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας και μεταξύ της Δύσης και της Κίνας.

Παρ’ όλα αυτά, ο χρυσός δεν μπορεί να κινηθεί ανοδικά. Εκτός από ένα απότομο ανοδικό ξέσπασμα που έκανε λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, όταν πλησίασε τα 2.000 δολάρια/ουγγιά, η πορεία του μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2022 είναι μάλλον απογοητευτική, αφού βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο που ήταν την πρώτη ημέρα του χρόνου, λίγο πάνω από τα 1.800 δολάρια/ουγγιά. Η εξήγηση γι’ αυτό βρίσκεται στα ανοδικά επιτόκια και την αλλαγή νομισματικής πολιτικής των μεγάλων κεντρικών τραπεζών των δυτικών χωρών.

Όπως ξέρουμε, ο χρυσός δεν δίνει καμία απόδοση στους κατόχους του, με αποτέλεσμα να γίνεται λιγότερο ελκυστικός όταν αρχίζει να αντιμετωπίζει εντονότερο ανταγωνισμό από άλλες σίγουρες, ή «σίγουρες», επενδύσεις, όπως τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Η πολιτική πολύ χαμηλών επιτοκίων που εφάρμοσαν για χρόνια οι κεντρικές τράπεζες είχε ως αποτέλεσμα και τις πολύ χαμηλές ετήσιες αποδόσεις αυτών των ομολόγων, κάτι που δεν ισχύει πλέον. Κάποιος βέβαια μπορεί να πει πως αυτή η παρατήρηση έρχεται σε αντίθεση με την αρχική μας τοποθέτηση, σύμφωνα με την οποία ο πληθωρισμός είναι φίλος του χρυσού.

Στην πραγματικότητα δεν έρχεται ακριβώς σε αντίθεση, αλλά οφείλουμε μία διευκρίνιση: ο πληθωρισμός ευνοεί τον χρυσό όταν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις πιστέψουν πως οι κεντρικές τράπεζες έχουν χάσει τη μάχη με τον πληθωρισμό. Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα. Μπορεί να υπάρχουν σοβαρά παράπονα για τη «καθυστέρηση» των ηγετών των κεντρικών τραπεζών στην αντιμετώπιση του ραγδαία αυξανόμενου πληθωρισμού, αλλά οι αγορές δεν πιστεύουν πως ο πληθωρισμός θα κινείται ανεξέλεγκτα για πολύ καιρό ακόμα.

Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα δούμε μία εντελώς διαφορετική συμπεριφορά από τον χρυσό, η οποία ίσως να θυμίζει την ξέφρενη άνοδό του τη δεκαετία του 1970. Ανεξάρτητα όμως από τους λόγους για τους οποίους ο χρυσός δεν ανεβαίνει, αυτό δεν παύει να είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός. Περίπου τα ίδια ισχύουν και για τα υπόλοιπα πολύτιμα μέταλλα, το ασήμι, την πλατίνα και το παλλάδιο, τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν και ένα άλλο εμπόδιο στην άνοδό τους, δηλαδή το γεγονός πως έχουν και αρκετές βιομηχανικές χρήσεις.

Το παλλάδιο και η πλατίνα χρησιμοποιούνται στην αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία δεν έχει ακόμα καταφέρει να επιστρέψει σε κανονικά επίπεδα παραγωγής. Το ασήμι, του οποίου οι βιομηχανικές χρήσεις καλύπτουν σχεδόν το 50% της ζήτησης, έχει να αντιμετωπίσει την ανησυχία πολλών επενδυτών για την πιθανότητα σημαντικής μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας εξ αιτίας της σημαντικής ανόδου των επιτοκίων.

Εφόσον λοιπόν οι επενδυτές σνομπάρουν, προς το παρόν τουλάχιστον, τον χρυσό και τα υπόλοιπα πολύτιμα μέταλλα, πώς ακριβώς προσπαθούν να προστατευθούν από τις αρκούδες που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στις διεθνείς αγορές και παίρνουν όλο και περισσότερο θάρρος; Πέρα από το προφανές, δηλαδή τη διακράτηση μετρητών ύστερα από πωλήσεις μετοχών και ομολόγων, ή την τοποθέτηση του προϊόντος των πωλήσεων σε βραχυπρόθεσμα έντοκα γραμμάτια των ΗΠΑ και κάποιων ευρωπαϊκών χωρών, δεν είναι εύκολο να πούμε κάτι πιο γενικό.

Μπορούμε όμως να αναφερθούμε σε μερικές χαρακτηριστικές και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Ξεκινούμε από τον επενδυτικό κλάδο που βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ενώ πριν δύο χρόνια ήταν σχεδόν στα αζήτητα. Μιλάμε φυσικά για τον κλάδο της ενέργειας και τις επιχειρήσεις που ασχολούνται με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Το πιο γνωστό και δημοφιλές διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο (ETF) που επενδύει σε ενεργειακές εταιρείες, το αμερικανικό Energy Select Sector SPDR (XLE NYSE) σημειώνει άνοδο της τάξης του 45%. Μεμονωμένες εταιρείες όπως οι Αμερικανοί γίγαντες Exxon Mobil (XOM NYSE) και Chevron (CVX NYSE) και άλλες σχετικά μικρότερες όπως η ConocoPhillips (COP NYSE) και η EOG Resources (EOG NYSE) έχουν σημειώσει παρόμοια ή και μεγαλύτερη άνοδο.

Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε την καλή τους πορεία, απλώς τις αναφέρουμε για να δείξουμε πως πολλοί επενδυτές έχουν καταφύγει σε αυτές για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της εποχής. Εδώ βέβαια πρέπει να επισημάνουμε πως όσο και δύσκολο να φαίνεται αυτή τη στιγμή, θα έρθει η ώρα που η τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα σταματήσουν να ανεβαίνουν συνεχώς, και τότε αυτές οι επιλογές θα πάψουν να είναι τόσο ασφαλείς όσο φαίνονται αυτή τη στιγμή.

Μία άλλη εναλλακτική επενδυτική λύση που προτείνουν ειδικοί αναλυτές αναφέρεται στις προνομιούχες μετοχές που έχουν εκδοθεί από αμερικανικές εταιρείες. Ειδικοί της Citi, μιλώντας στο Barron’s, επισημαίνουν πως τέτοιου τύπου μετοχές, οι οποίες έχουν και χαρακτηριστικά τίτλων σταθερού εισοδήματος, είναι δηλαδή κάτι ανάμεσα από μετοχή και ομόλογο, έχουν υποστεί απώλειες μέσα στο 2022, με αποτέλεσμα οι ετήσιες μερισματικές τους αποδόσεις να έχουν πλησιάσει το επίπεδο του 6%, συνυπολογιζομένων και των φορολογικών επιβαρύνσεων.

Ο κίνδυνος σε αυτή την περίπτωση έχει να κάνει με την πιθανότητα να δούμε ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων από αυτές που φαντάζεται η αγορά αυτές τις μέρες. Σε μία τέτοια περίπτωση, η τιμή των προνομιούχων μετοχών θα υποχωρήσει ακόμα περισσότερο. Μία άλλη λύση, που είδαμε στο ίδιο αμερικανικό έντυπο, η οποία δίνει μεγάλες ετήσιες αποδόσεις αλλά έχει και μεγαλύτερο κίνδυνο είναι τα mReits, δηλαδή εταιρείες που αγοράζουν στεγαστικά ομόλογα που έχουν εκδοθεί από ομοσπονδιακές υπηρεσίες.

Οι εταιρείες αυτού του τύπου χρησιμοποιούν και μόχλευση, δανείζονται δηλαδή προκειμένου να αγοράσουν και άλλα ομόλογα, προσπαθώντας να πετύχουν ακόμα μεγαλύτερες αποδόσεις. Αυτή την περίοδο τα μερίσματα που μοιράζουν ξεπερνούν σε ετήσια απόδοση το 10%, σε μεγάλο βαθμό λόγω της πτώσης των τιμών που έχει προκαλέσει η αύξηση των επιτοκίων. Ο κίνδυνος εδώ προέρχεται φυσικά από τη χρήση μόχλευσης.

Πέρα από τις επενδύσεις που αναφέραμε παραπάνω, οι επενδυτές αναζήτησαν και αναζητούν ακόμα, μετοχές επιχειρήσεων που έχουν υποστεί πολύχρονη ταλαιπωρία και αυτή τη στιγμή έχουν πολύ χαμηλές αποτιμήσεις για το μέγεθος και την οικονομική τους κατάσταση. Αυτός ο συνδυασμός κάνει τέτοιες μετοχές πολύ ανθεκτικές σε δύσκολες περιόδους όπως η τωρινή. Η αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Bristol-Myers Squibb (BMY NYSE), η μετοχή της οποίας έχει σημειώσει άνοδο της τάξης του 17% από την αρχή του χρόνου και η γερμανική φαρμακευτική/αγροτεχνολογική εταιρεία Bayer (BAYN XETRA) η οποία έχει ανεβεί κατά 33% είναι δύο τέτοιες περιπτώσεις.

Η αναφορά μας σε αυτές τις επενδύσεις είναι βέβαια ενδεικτική. Προφανώς, υπάρχουν και πολλές άλλες, στις οποίες έχουν ήδη στραφεί οι επενδυτές και οι χρηματιστηριακοί αναλυτές προσπαθώντας να αποφύγουν τη συνεχή πτώση των τιμών των βασικών χρηματιστηριακών δεικτών και των περισσότερων ομολόγων. Από τη συμπεριφορά του, μπορούμε να συμπεράνουμε με σχετική ασφάλεια πως ο χρυσός δεν έχει καταφέρει ακόμα να συμπεριληφθεί σε αυτές τις επενδύσεις. Αν η Fed και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να πείθουν τις αγορές πως τελικά θα καταφέρουν να ελέγξουν τον πληθωρισμό, αυτή η κατάσταση μάλλον δε θα αλλάξει. Στην αντίθετη περίπτωση, κάποια στιγμή θα δούμε μία απότομη εκτίναξη του, η οποία θα χαροποιήσει ιδιαίτερα τους πιστούς οπαδούς του.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.