Στην αρχή της χρονιάς, επικρατούσε στις διεθνείς αγορές μια σαφής απαισιοδοξία σχετικά με την πορεία του ευρώ. Οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές ήταν σχεδόν βέβαιοι πως το parity με το αμερικανικό δολάριο δεν θα αργούσε πολύ (στην περίπτωση της ισοτιμίας μεταξύ των δύο αυτών νομισμάτων, parity έχουμε όταν ένα ευρώ ισούται με ένα αμερικανικό δολάριο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 μέχρι τώρα, αυτό έχει συμβεί πολύ λίγες φορές, καθώς το κοινό νόμισμα των χωρών της Ευρωζώνης συνήθως αξίζει αρκετά περισσότερο από το αμερικανικό). Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ, η αδυναμία της ευρωπαϊκής σε σχέση με την αμερικανική οικονομία, η κυριαρχία των αμερικανικών τεχνολογικών επιχειρήσεων, η απειλή των δασμών, η έλλειψη κοινής πολιτικής γραμμής μεταξύ των βασικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν μερικές από τις αιτίες που επικαλούνταν οι αναλυτές που πρόβλεπαν πως το ευρώ θα αδυνάτιζε ακόμα περισσότερο απέναντι στο δολάριο.
Όπως φάνηκε όμως από τα μέσα Ιανουαρίου και έπειτα, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς το ευρώ έχει ανεβεί κατά περισσότερο από 10% σε σχέση με το αμερικανικό νόμισμα. Την 13η Ιανουαρίου, ένα ευρώ μπορούσε να μετατραπεί σε περίπου 1,02 δολάρια και τέσσερις μήνες μετά έχουμε φθάσει κοντά στα 1,14 δολάρια για κάθε ευρώ. Όσοι γνωρίζουν πως λειτουργούν οι διεθνείς αγορές συναλλάγματος ξέρουν πως αυτή η κίνηση είναι πολύ μεγάλη και όχι πολύ συνηθισμένη για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα.
Όσοι κινήθηκαν αντίθετα στην επικρατούσα αντίληψη των αρχών της χρονιάς και αντί να περιφρονήσουν το ευρώ επένδυσαν σε αυτό, έχουν αποκομίσει πολύ σημαντικά κέρδη. Είτε το έκαναν αυτό γιατί διαφωνούσαν με τις αναλύσεις των περισσότερων ειδικών είτε γιατί είδαν εγκαίρως τα σήματα που έστελνε η τεχνική ανάλυση, είναι προφανές πως έκαναν μία πολύ καλή επενδυτική κίνηση.
Η κίνηση αυτή ήταν ακόμα πιο προσοδοφόρα για τους Αμερικανούς διαχειριστές που τόλμησαν να αγοράσουν ευρωπαϊκές μετοχές, καθώς αυτή την στιγμή δεν κερδίζουν μόνο από την άνοδο του ευρώ απέναντι στο δολάριο αλλά και από την σαφώς πιο καλή πορεία των μεγάλων ευρωπαϊκών χρηματιστηριακών δεικτών σε σχέση με τους αντίστοιχους αμερικανικούς. Ακόμα πιο μεγάλα είναι τα κέρδη για όσους διάλεξαν και τους σωστούς κλάδους στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, δηλαδή κυρίως τις αμυντικές μετοχές και τις τράπεζες.
Αυτές οι αποδόσεις όμως ανήκουν στο παρελθόν και αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνει στη συνέχεια. Για το πρώτο πεντάμηνο του 2025, η επιλογή του ευρώ αντί του δολαρίου ήταν η κυρίαρχη επενδυτική κίνηση, το πιο επιτυχημένο play όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί.
Δεν υπάρχει όμως καμία εγγύηση πως αυτό θα συνεχίσει για το υπόλοιπο της χρονιάς. Μπορεί οι αναλυτές να έχουν αλλάξει πλέον άποψη και πολλοί από αυτούς να έχουν γίνει πλέον «οπαδοί» του ευρώ, αλλά αυτό δεν εξασφαλίζει την συνέχιση της ανάκαμψης του ευρώ απέναντι στο δολάριο.
Πρώτα απ’ όλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το δολάριο ΗΠΑ δεν πήγε καθόλου καλά απέναντι σχεδόν σε όλα τα σημαντικά διεθνή νομίσματα, άρα η επιτυχία του ευρώ δεν είναι τόσο μεγάλη όσο μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε πως η πολιτική που ασκεί ο Αμερικανός πρόεδρος φέρνει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις περιπέτειες του δολαρίου.
Η πολύ επιθετική εμπορική πολιτική που ασκεί και η πιθανότητα σημαντικής μείωσης των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των ΗΠΑ και πολλών χωρών από όλο τον κόσμο σίγουρα αποτέλεσαν παράγοντα που μείωσε την ζήτηση για δολάρια. Καλό στο δολάριο δεν έκανε ούτε ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζει ο Αμερικανός πρόεδρος τους θεσμούς στην χώρα του, ούτε ο τρόπος με τον οποίον φέρεται σε διεθνές επίπεδο και ειδικά στις παραδοσιακές συμμάχους των ΗΠΑ.
Αρνητικό ρόλο πρέπει να έχει παίξει και η δημοσιονομική πολιτική που προσπαθεί να ακολουθήσει, καθώς η προοπτική αύξησης των ελλειμμάτων αδυνατίζει τα αμερικανικά ομόλογα και αποτελεί αντικίνητρο για την αγορά δολαρίων. Σημαντικό ρόλο έχουν παίξει επίσης οι εκτιμήσεις πως η αμερικανική κυβέρνηση δεν νοιώθει και πολύ άσχημα με το αδυνάτισμα του δολαρίου. Είναι πολύ δύσκολο να πούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην συνέχεια.
Το σίγουρο είναι πως οι traders στην αγορά συναλλάγματος θα έχουν πολλές ακόμα ευκαιρίες για να προχωρήσουν σε κερδοφόρες κινήσεις παρακολουθώντας την ειδησεογραφία και την συμπεριφορά της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου στις οθόνες τους. Καθώς το ευρώ βρίσκεται πολύ πιο κοντά στα ιστορικά χαμηλά του απέναντι στο δολάριο απ’ ότι στα υψηλά του (το 2008 και το 2011 είχε φθάσει κοντά στα 1,50 δολάρια), δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί μία περαιτέρω ενίσχυσή του απέναντι στο αμερικανικό νόμισμα.
Για να είμαστε ειλικρινείς, όλα μπορεί να συμβούν σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα στην ισοτιμία ευρώ/δολαρίου και η μελέτη των οικονομικών και πολιτικών ειδήσεων, καθώς και η χρήση της τεχνικής ανάλυσης θα βοηθήσουν αποφασιστικά όσους θέλουν να δοκιμάσουν να εκμεταλλευθούν τις επόμενες ευκαιρίες που κρύβει αυτή την τόσο σημαντική συναλλαγματική ισοτιμία.
Όμως, η φετινή επανάκαμψη του ευρώ φέρνει στο προσκήνιο και ένα ζήτημα πολύ πιο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Θα μπορέσει το ευρώ να απειλήσει κάποια στιγμή την πρωτοκαθεδρία του αμερικανικού δολαρίου; Σε αυτό αναφέρθηκε τη Δευτέρα που μας πέρασε η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μιλώντας στο Βερολίνο.
Διαβάζοντας σχετικό άρθρο του Bloomberg, βλέπουμε πως η επικεφαλής της ΕΚΤ εκτιμά πως η απρόβλεπτη πολιτική του Αμερικανού προέδρου προσφέρει μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία στο ευρώ να ενισχύσει τη διεθνή παρουσία του και στην Ευρωζώνη να απολαύσει και αυτή κάποια από τα πλεονεκτήματα που μέχρι τώρα απολαμβάνουν αποκλειστικά οι ΗΠΑ.
Η Λαγκάρντ υποστηρίζει πως αν οι εθνικές κυβερνήσεις της Ευρωζώνης καταφέρουν να λύσουν προβλήματα τα οποία εμποδίζουν διαχρονικά την «απελευθέρωση» του οικονομικού δυναμικού της, τότε μπορεί να ανταμειφθούν με την μείωση του κόστους δανεισμού αλλά και με την προστασία από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις και πιθανές κυρώσεις.
Η Λαγκάρντ αναφέρθηκε σε παλαιότερα επεισόδια που η αμερικανική οικονομική πολιτική δημιούργησε διεθνή αναταραχή και κλόνισε την διεθνή εμπιστοσύνη προς το δολάριο, τονίζοντας πως τότε δεν υπήρχε ένας διεθνής «ανταγωνιστής» όπως είναι τώρα το ευρώ.
Όπως είπε, για να ενισχυθεί ο διεθνής ρόλος του ευρώ, θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Ένωση να παραμείνει προσηλωμένη στις αρχές του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου, να ενισχύσει τις αμυντικές δυνατότητές της, να προχωρήσει γρήγορα στην ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς και στην ενίσχυση της αγοράς ομολόγων για να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων. Επίσης, θα πρέπει να πείσει τους διεθνείς επενδυτές για την προσήλωσή της στη λειτουργία ενός πολύ ισχυρού νομικού και θεσμικού πλαισίου.
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί αν όλα αυτά που είπε η Κριστίν Λαγκάρντ μπορούν να παίξουν ρόλο στις επενδυτικές αποφάσεις τους. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο ίσως όχι. Μακροπρόθεσμα όμως, αν η Ευρωζώνη κινηθεί σύμφωνα με τις προτροπές της, η επένδυση στο ευρώ θα αποτελέσει ίσως την πιο σημαντική επενδυτική απόφαση των επόμενων ετών, καθώς θα τεθούν οι βάσεις για τον προβιβασμό της Ευρωζώνης και των χρηματιστηριακών της αγορών στην υψηλότερη παγκόσμια κατηγορία, εκεί δηλαδή που βρίσκονται εδώ και χρόνια οι αμερικανικές αγορές, χωρίς παρέα και χωρίς ανταγωνισμό.
Ας μην βιαζόμαστε πολύ όμως. Όπως τόνισε και η Κριστίν Λαγκάρντ, θα πρέπει να δουλέψουμε πολύ σκληρά και μεθοδικά για να πετύχουμε αυτόν τον στόχο.