Οι αγορές κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν συνηθίσει να επηρεάζονται σε ιδιαίτερα σημαντικό βαθμό από τις εξαγγελίες του προέδρου Τραμπ σχετικά με την επιβολή δασμών. Οι αυξομειώσεις των ποσοστών των δασμών, η επιβολή και η αναβολή τους, οι ανακοινώσεις περί «δασμολογικής εκεχειρίας» και οι εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις συνθέτουν ένα ευμετάβλητο υπόβαθρο πάνω στο οποίο κινούνται οι αγορές. Και δεν είναι λίγοι αυτοί, που παρομοιάζουν το υπόβαθρο, με κινούμενη άμμο.
Οι δασμοί δεν είναι από τη φύση τους ξεκομμένοι από το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον. Αφού η υιοθέτηση τους, επηρεάζει τις εμπορικές συναλλαγές, τη βιομηχανική παραγωγή, την απασχόληση, τον πληθωρισμό, την ανάπτυξη, τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών και την πορεία των επιχειρήσεων των οποίων οι μετοχές διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια.
Έτσι οι χρηματιστηριακοί αναλυτές, οι τραπεζίτες και οι επενδυτές, παρακολουθούν με αγωνία και ενδιαφέρον τις καθημερινές παρεμβάσεις του προέδρου των ΗΠΑ στα ψηφιακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς μέσω αυτών προαναγγέλλονται οι αποφάσεις του. Παρεμβάσεις που αναιρούν τις αμέσως προηγούμενες, που διαψεύδουν ερμηνείες που έχουν δοθεί, ανατρέποντας με αυτόν τον τρόπο τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίζονται τόσο οι εκτιμήσεις των αναλυτών όσο και κινήσεις των επενδυτών.
Τώρα πλέον στο παιχνίδι μπαίνουν και οι δικαστικές αποφάσεις. Οι οποίες δεν είναι τελεσίδικες. Εφεσιβάλλονται, ανατρέπονται και αναβάλλονται.
Έτσι είδαμε μια ημέρα το Δικαστήριο Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ (U.S. Court of International Trade / USCIT) να αποφασίζει πρόσφατα κατά των δασμών που έχει επιβάλει ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, κρίνοντας ότι υπήρξε υπέρβαση των νομικών του εξουσιών, βάσει του Νόμου περί Διεθνών Έκτακτων Οικονομικών Εξουσιών (International Emergency Economic Powers Act / IEEPA). Με δυο λόγια το συγκεκριμένο ομοσπονδιακό δικαστήριο αποφάσισε ότι οι δασμοί που επέβαλε ο πρώην πρόεδρος υπερέβαιναν τις εξουσίες του και ότι μόνο το Κογκρέσο έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει τέτοιου είδους αποφάσεις. Εξαφανίστηκαν οι δασμοί;
Όχι. Διότι την επόμενη ημέρα και αφού κυβέρνηση Τραμπ άσκησε έφεση, ένα ομοσπονδιακό εφετείο ενέκρινε την επείγουσα αίτηση για προσωρινή επαναφορά / διατήρηση των δασμών, μέχρι να εξετασθεί η υπόθεση εις βάθος και να εξαχθεί η τελική απόφαση. Επομένως, προς το παρόν οι δασμοί παραμένουν σε ισχύ, αλλά η τελική απόφαση θα εξαρτηθεί από τις επόμενες νομικές εξελίξεις, για όσο καιρό θα συνεχίζεται η νομική διαμάχη. Ημερομηνίες «κλειδιά» σε αυτήν την υπόθεση είναι η 5η Ιουνίου, όπου μέχρι τότε οι ενάγοντες που αμφισβητούν τους δασμούς θα πρέπει να παρουσιάσουν τις θέσεις τους και η 9η Ιουνίου όπου αναμένεται να καταθέσει τις δικές της και η κυβερνητική πλευρά.
Επομένως, οι συγκεκριμένες ημερομηνίες προστίθενται στο επενδυτικό καλαντάρι, το οποίο περιλαμβάνει και τις ημερομηνίες λήξης των διαπραγματεύσεων σχετικά με τους δασμούς ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση και των διαπραγματεύσεων με άλλες χώρες όπως για παράδειγμα με Καναδά και Μεξικό, αλλά και με επιχειρήσεις που διαθέτουν παραγωγικές μονάδες εκτός ΗΠΑ και κυρίως στο έδαφος της Κίνας, όπως για παράδειγμα η Apple.
Την Παρασκευή, ο πρόεδρος Τραμπ αιφνιδίασε εκ νέου τις αγορές με δυο τρόπους. Ο πρώτος ήταν η ανακοίνωση επιβολής δασμών ύψους 50% στον εισαγόμενο χάλυβα, τη στιγμή που αυτό το θέμα βρισκόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ο δεύτερος ήταν η προώθηση της εξαγοράς της US Steel, από τη βασική της ανταγωνίστρια, την ιαπωνική Nippon Steel.
H αύξηση των δασμών του χάλυβα από το 25% στο 50% θέτει εν αμφιβόλω την ευόδωση συνολικά των εμπορικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ, αφού οι εξαγωγές χάλυβα προς τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα κρίσιμες για την Ευρώπη.
Παράλληλα η «προώθηση» της ιαπωνικής εξαγοράς της US Steel, αλλάζει παντελώς την υπάρχουσα κατάσταση. Όπως είχαμε αναλύσει στο άρθρο «H μάχη του χάλυβα και η μετοχή ασανσέρ της US Steel» εδώ, ο προηγούμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν λίγο πριν από την αποχώρηση του από τον Λευκό Οίκο, είχε αποφασίσει να μπλοκάρει την εξαγορά της US Steel από τη Nippon Steel of Japan έναντι $14 δισ. Και αυτό διότι Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες (ICFIUS) ανησυχούσε ότι, μετά την εξαγορά, η Nippon Steel θα μπορούσε να μειώσει την παραγωγική ικανότητα της U.S. Steel, γεγονός που θα αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.
Βέβαια, προηγουμένως ο Τζο Μπάιντεν είχε μπλοκάρει και την εξαγορά της US Steel, από την Cleveland-Cliffs. Η οποία είχε επανέλθει για την US Steel με νέα πρόταση εξαγοράς από κοινού με τη Nucor. Και τώρα με απόφαση Τραμπ, η US Steel περνάει στα χέρια της Nippon Steel.
Ίσως, όμως το πρόβλημα με τα αμερικανικά ομόλογα, να είναι μεγαλύτερο και από τις δικαστικές διαμάχες για τους δασμούς και από τις αποφάσεις που λαμβάνονται στο πόδι.
Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα φανερό στις αγορές του Τόκιο, ωστόσο και η Νέα Υόρκη δεν απέχει πολύ από το βιώσει το ίδιο σενάριο. Η Μαίρη Βενέτη στο άρθρο της «Φόβοι για χρεοκοπίες ασφαλιστικών με φόντο τα ομόλογα», εδώ, μας εξήγησε ότι εμφανίζεται μειωμένη ζήτηση από τους παραδοσιακούς αγοραστές για μακροπρόθεσμα ομόλογα, όπως είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής. Μας περιέγραψε ότι στο τρέχον περιβάλλον αυξανόμενων αποδόσεων και συνεχών αυξήσεων των επιτοκίων, η συνέχιση της συσσώρευσης μακροπρόθεσμων ομολόγων αυξάνει τους κινδύνους υποτίμησης των περιουσιακών τους στοιχείων.
Δε θα αποτελέσει έκπληξη η εμφάνιση παρόμοιου φαινομένου και στις ΗΠΑ. Ήδη αρκετοί θεσμικοί επενδυτές ρευστοποιούν ομόλογα μακρινών λήξεων, προκειμένου να τα αντικαταστήσουν με assets υψηλότερης απόδοσης. Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα οδεύουν προς την πρώτη μηνιαία απώλεια για φέτος, με φόντο τις απρόβλεπτες πολιτικές κινήσεις του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, που έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Και με την ανησυχία να έχει «κτυπήσει κόκκινο» μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου για τις φοροελαφρύνσεις στο Κογκρέσο.
Η Wall Street βρίσκεται σήμερα περικυκλωμένη από τρεις διαφορετικές εστίες προβλημάτων, τις οποίες δεν είχε συνηθίσει να αντιμετωπίζει πριν από τη δεύτερη θητεία Τραμπ. Εστίες προβλημάτων που δεν έχουν να κάνουν με αριθμούς και οικονομικά δεδομένα. Διότι ουδείς μπορεί να προβλέψει τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τις βιαστικές αποφάσεις του προέδρου Τραμπ και την εξέλιξη του προβλήματος με το αμερικανικό χρέος και τη συμπεριφορά των κατόχων των ομολόγων.