Deutsche Bank: Στη δίνη της τραπεζικής κρίσης η Ευρώπη
Shutterstock
Shutterstock

Deutsche Bank: Στη δίνη της τραπεζικής κρίσης η Ευρώπη

Ο σεισμός με επίκεντρο της αμερικανικές περιφερειακές τράπεζες φαίνεται μέχρι στιγμής ότι ήταν ο κύριος σεισμός για τις ΗΠΑ, όμως λόγω ισχύος έχει ενεργοποιήσει πολλά γειτονικά ρήγματα.

Η διάσωση έκτακτης ανάγκης της Credit Suisse από την UBS, στον απόηχο της κατάρρευσης της αμερικανικής Silicon Valley Bank και άλλων δύο περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ φαίνεται ότι έπληξε σοβαρά την τραπεζική πίστη. 

Παρά την αμεσότητα των παρεμβάσεων των ρυθμιστικών αρχών, οι επενδυτές εξακολουθούν να ανησυχούν για τη μετάδοση της κρίσης και στον υπόλοιποι τραπεζικό ιστό. 

Οι ανησυχίες αυτές επιδεινώθηκαν από την περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής αυτή την εβδομάδα από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, την Τράπεζα της Αγγλίας, την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας και την Κεντρική Τράπεζα της Νορβηγίας.

Μετά την ενεργοποίηση του «ρήγματος» λοιπόν της Credit Suisse και μετά την ανακοίνωση των αποφάσεων για νέες αυξήσεις επιτοκίων, η επενδυτική κοινότητα αυτή την εβδομάδα επικεντρώθηκε στο κατά πόσο η Deutsche Bank θα μπορούσε να είναι η επόμενη μεγάλη τράπεζα που θα αντιμετωπίσει προβλήματα. 

Μάλιστα ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων στην αγορά εκδήλωσε αυτή την ανησυχία, εκτινάσσοντας τη ζήτηση για τα προϊόντα ασφάλισης έναντι ενός τέτοιου σεναρίου. 

Τι συνέβη;

Τα CDS είναι παράγωγα που επιτρέπουν την αντιστάθμιση έναντι αθέτησης υποχρεώσεων ενός συγκεκριμένου δανειολήπτη. Σε απλά ελληνικά, ασφαλίζουν τους κατόχους ομολόγων έναντι της αθέτησης των χρεών μιας τράπεζας. Ο κάτοχος του CDS λαμβάνει αποζημίωση σε περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Όταν η αθέτηση υποχρεώσεων λοιπόν ενός εκδότη χρέους θεωρείται πιθανή από την αγορά, τότε αυξάνεται η ζήτηση για CDS, άρα και η τιμή τους. 

Η τιμή λοιπόν αυτών ακριβώς των προϊόντων που αντιπροσωπεύουν το κόστος ασφάλισης της μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας έναντι χρεοκοπίας, εμφάνισαν αυτή την εβδομάδα έντονο άλμα, συμπαρασύροντας σε ελεύθερη πτώση όχι μόνο την τιμή της μετοχής της Deutsche Bank- έκλεισε εν τέλει με απώλειες 8,5% και αθροιστικά έχει χάσει το 1/5 της κεφαλαιοποίησης της αυτόν τον μήνα-και τα ομόλογα ΑΤ1 που έχει εκδώσει η τράπεζα, αλλά και τη συντριπτική πλειοψηφία των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών, με τον τραπεζικό κλάδο SX7P του πανευρωπαϊκού Stoxx να οδηγείται σε ισχυρές απώλειες που κάποια στιγμή ξεπέρασαν και το 5% αν και κατάφερε να «μαζέψει» ελαφρώς στο -3,78%.

Δεδομένου ότι τα ομόλογα AT1 δέχονται γενικά πιέσεις από τότε που η Credit Suisse απομείωσε 17 δισ. δολάρια από τα συγκεκριμένα ομόλογά στο πλαίσιο της αναγκαστικής εξαγοράς από την UBS το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, η Deutsche Bank προσπάθησε να αποκλιμακώσει τις ανησυχίες, ανακοινώνοντας την εξόφληση στις 24 Μαΐου του 2023 των ομολογιακών δανείων μειωμένης εξασφάλισης κατηγορίας 2 -Tier 2- σταθερού επιτοκίου ύψους 1.500.000.000 δολαρίων ΗΠΑ με ημερομηνία λήξης 2028, στο 100% της ονομαστικής τους αξίας μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους. 

Στο σημείο αυτό να διευκρινήσουμε ότι το συγκεκριμένο ομόλογο είχε εκδοθεί με προνόμιο ανάκλησης, ήτο το δικαίωμα που έχει ο εκδότης να το ανακαλέσει για εξόφληση πριν την ωρίμανση του, καταβάλλοντας συνήθως ένα πριμ ανάκλησης -call premium- στους επενδυτές. Χθες μάλιστα ήταν η πρώτη μέρα που η Deutsche Bank είχε το δικαίωμα να ανακοινώσει την απόφαση της για ανάκληση και το έπραξε θέλοντας να δώσει στην επενδυτική κοινοτητα ένα μήνυμα ισχύος και εμπιστοσύνης στον ισολογισμό της, το οποίο όμως προς το παρόν έπεσε στο «κενό».

Στο κενό φαίνεται ότι έπεσε και η ανακοίνωση της Deutsche Bank ήδη από τη Δευτέρα ότι η έκθεσή της σε ομόλογα τύπου Additional Tier 1 της Credit Suisse είναι «κοντά στο 0». Μάλιστα ήταν από τα πρώτα τραπεζικά ιδρύματα που ανακοίνωσαν την έκθεση τους στα ΑΤ1 ομόλογα της CS.

Τι πυροδότησε τον πανικό της Παρασκευής;

Το κλίμα ήταν ήδη σημαντικά επιβαρυμένο από την Πέμπτη, όταν δημοσίευμα του Bloomberg News ανέφερε ότι τόσο η Credit Suisse όσο και η UBS είναι μεταξύ των τραπεζών που αποτελούν αντικείμενο έρευνας του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης για το αν βοήθησαν Ρώσους ολιγάρχες να διαφύγουν των διεθνών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Δεν αποκλείεται η είδηση αυτή να λειτούργησε αντανακλαστικά, για τους εξής λόγους:

-Πριν λίγες εβδομάδες είχε ανακοινωθεί η συμφωνία για επέκταση της παρακολούθησης της τράπεζας, καθώς το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ εντείνει τους ελέγχους γύρω από τους ισχυρισμούς του πρώην επικεφαλή του τμήματος βιωσιμότητας της DWS ότι η εταιρεία επενδύσεων υπερεκτίμησε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποίησε κριτήρια βιώσιμης επένδυσης για τη διαχείριση των επενδύσεων. 

Υπενθυμίζουμε ότι Όμιλος DWS είναι μια γερμανική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και λειτουργούσε ως μέρος της Deutsche Bank μέχρι το 2018, έτος κατά το οποίο έγινε ξεχωριστή οντότητα μέσω μιας αρχικής δημόσιας προσφοράς στο Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης. 

Υπόψιν ότι η DWS απέρριψε τους ισχυρισμούς για το λεγόμενο greenwashing, αλλά σύμφωνα με δημοσίευμα στις 11 Μαρτίου στο Reuters, η Deutsche Bank συμφώνησε με το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ να παρατείνει την παραμονή ενός ειδικού μόνιτορ, αφού δεν ανέφερε έγκαιρα τους ισχυρισμούς που αφορούσαν τη μονάδα κεφαλαίων της DWS.

-Η Deutsche Bank έχει περάσει από διάφορες αναδιαρθρώσεις και αλλαγές ηγεσίας προκειμένου να επανέλθει σε σταθερές βάσεις. Ένα μέρος της αγοράς προφανώς θεωρεί ότι καμία από αυτές τις προσπάθειες δεν έχει πραγματικά αποδώσει. 

Είναι όμως πράγματι έτσι; 

Ή η νέα κλιμάκωση των χρηματιστηριακών πιέσεων στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο με αιχμή του δόρατος τη Deutsche Bank εντάσσεται στο πλαίσιο του speculation για το «ποιος είναι ο επόμενος αδύναμος κρίκος»; 

Σημειωτέον ότι τις τελευταίες δύο εβδομάδες οι short sellers σημείωσαν κέρδη άνω των 100 εκατομμυρίων δολαρίων ποντάροντας στην πτώση της μετοχής της Deutsche Bank σύμφωνα με την εταιρεία οικονομικών δεδομένων Ortex.

Είναι η Deutsche Bank η επόμενη Credit Suisse;

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο τραπεζικών ιδρυμάτων και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ως στήλη δεν θεωρούμε καθόλου «σίγουρο» το στοίχημα ότι η Deutsche Bank θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με την Credit Suisse, αν και ο συνδυασμός πτώσης των μετοχών και η αύξηση του κόστους των CDS αποτέλεσε επίσης προοίμιο της εξαγοράς της ελβετικής Credit Suisse από την ανταγωνίστριά της UBS.

Η πτώση της τιμής της μετοχής και η έκρηξη της τιμής των CDS της Deutsche Bank θεωρούνται από πολλούς ως σημάδι ότι η τράπεζα μπορεί να έχει πρόβλημα. 

Καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι και η καλύτερη τράπεζα του κόσμου μπορεί να έχει πρόβλημα αν όλοι οι καταθέτες της πάνε τη Δευτέρα το πρωί και ζητήσουν την ανάληψη των καταθέσεων τους. 

Μετά την παραδοχή ότι η τραπεζική πίστη είναι το Α και το Ω για την επιβίωση όλων των τραπεζικών ιδρυμάτων, ας να δούμε κάποιες λεπτομέρειες από την τελευταία ανακοίνωση αποτελεσμάτων της Deutsche Bank.

Η τράπεζα ανακοίνωσε κέρδη για δέκατο συνεχόμενο τρίμηνο μετά την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ που ξεκίνησε το 2019, με στόχο τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της κερδοφορίας. 

Φυσικά η αύξηση των επιτοκίων έπαιξε το ρόλο της στην κερδοφορία, όπως και το γεγονός ότι η τράπεζα κατάφερε να μειώσει τα έξοδα της κατά 5% σε ετήσια βάση. Σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, η μείωση των δαπανών είναι ένα ισχυρό κατόρθωμα και η γερμανική τράπεζα ανταμείφθηκε με μια απότομη βελτίωση της κερδοφορίας

Συγκεκριμένα, τα καθαρά κέρδη του τελευταίου τριμήνου του 2022 ανήλθαν σε 1,8 δισ. ευρώ με τα ετήσια καθαρά κέρδη να φτάνουν στα 5 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 159% έναντι του 2021. Πρόκειται για τα μεγαλύτερα κέρδη από το 2007.

Ως εκ τούτου, η Deutsche πρότεινε μέρισμα για τους μετόχους 30 σεντς ανά μετοχή, έναντι 20 σεντς ανά μετοχή το 2021.

Την ίδια στιγμή η τράπεζα διαθέτει κεφαλαιακά αποθέματα που υπερβαίνουν κατά πολύ τις κανονιστικές απαιτήσεις.

Ο δείκτης CET1 — ένα μέτρο της τραπεζικής φερεγγυότητας — διαμορφώθηκε στο 13,4% στο τέλος του 2022, ενώ ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας ήταν 142% και ο καθαρός δείκτης σταθερής χρηματοδότησής του διαμορφώθηκε στο 119%. (σ.σ: Bέβαια η αγορά πλέον φαίνεται ότι απαιτεί κάποιες διευκρινήσεις πάνω στους δείκτες ρευστότητας για όλες τις τράπεζες, όπως τις περιέγραψε ο κ. Μάνος Χατζηδάκης του στο άρθρο για τα απόνερα του deal Credit Suisse –UBS). 

Στον αντίποδα η Credit Suisse ανέφερε καθαρή ζημία 7,3 δισεκατομμυρίων CHF για το 2022 και καθαρή ζημία 1,6 δισεκατομμυρίων CHF για το προηγούμενο έτος. 

Πέραν λοιπόν των σκανδάλων των τελευταίων ετών που έπληξαν τη φήμη της ελβετικής τράπεζας, όταν μια οικονομική οντότητα χάνει χρήματα με αυτόν τον ρυθμό, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι καταθέτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους και ότι η κεφαλαιακή θέση διαβρώνεται με την πάροδο του χρόνου.

Αν και οι τράπεζες μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα ακόμη και αν είναι κερδοφόρες, μια τράπεζα που δημιουργεί ζημίες κινδυνεύει σαφώς περισσότερο από μια τράπεζα που δημιουργεί κέρδη. Βλέπετε, η τράπεζα που παράγει κέρδη ενισχύει την κεφαλαιακή της θέση με την πάροδο του χρόνου και έτσι οι καταθέτες είναι λιγότερο διατεθειμένοι να πάρουν τα χρήματά τους σε σχέση με μια τράπεζα που δημιουργεί ζημίες. 

Αυτός είναι ο λόγος που και η ίδια η αγορά δεν αποδίδει το ίδιο ρίσκο στη Deutsche Bank με εκείνο της Credit Suisse, τουλάχιστον επί του παρόντος. 

Καταρχάς, η Deutsche Bank σε αντίθεση με την Credit Suisse δεν υποφέρει από μια διαρκή και πολυετή πτώση της τιμής της μετοχής της.

Τα τελευταία πέντε χρόνια, η μετοχή της γερμανικής τράπεζας έγραψε απώλειες πέριξ του 25% ενώ όσον αφορά τη Credit Suisse, όλος ο πλούτος των μετόχων εξαφανίστηκε. 

Δεύτερον, το κόστος των CDS έχει αυξηθεί επίσης αρκετά, όμως δεν είναι τόσο υψηλό όσο το αντίστοιχο κόστος των CDS της Credit Suisse πριν από την εξαγορά της.

Τα CDS της Credit Suisse κορυφώθηκαν περίπου 5 φορές πιο υψηλά από το επίπεδο που διαπραγματεύονται αυτή τη στιγμή τα CDS της Deutsche Bank. Με άλλα λόγια, η αγορά τιμολογούσε μια πολύ υψηλότερη πιθανότητα αθέτησης για την Credit Suisse την προηγούμενη εβδομάδα, από ότι τιμολογεί αυτή τη στιγμή για την γερμανική τράπεζα.

Η ψήφος εμπιστοσύνης και οι προτάσεις από τη Σύνοδο Κορυφής

Οι αναταράξεις των ευρωπαϊκών τραπεζών και όχι μόνο αποτέλεσαν ένα από τα κύρια θέματα της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες. Σε απόλυτο συντονισμό οι 27 ηγέτες των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας , δήλωσαν την εμπιστοσύνη τους στην ανθεκτικότητα και τα δυνατά θεμελιώδη μεγέθη του τραπεζικού κλάδου. 

Ο καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς τόνισε στις δηλώσεις του την κερδοφορία της Deutsche Bank χάρη στην οποία δεν υπάρχει λόγος «να αμφισβητείται το μέλλον της», ενώ ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμμανουέλ Μακρόν δήλωσε με νόημα ότι η θεμελιώδης εικόνα είναι αυτή που υποδεικνύει ότι «η Ευρωζώνη είναι η ζώνη όπου οι τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές».

Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου, οι ευρωπαϊκές τράπεζες διέπονται από πολύ απαιτητικούς κανόνες και μεγάλη διαφάνεια , γι’αυτό και βρίσκονται σε πολύ διαφορετική κατάσταση σε σχέση με αυτές των ΗΠΑ. Τελείωσε δε τις δηλώσεις του με μια χαρακτηριστική η φράση «Δεν υπάρχει σύγκριση. Τα θεμελιώδη μεγέθη στις τράπεζες της Ευρωζώνης είναι στερεά». 

Το πιο σημαντικό όμως της διήμερης αυτής συνάντησης είναι η πρωτοβουλία της EKT να ζητήσει από τους ηγέτες να προωθήσουν την ολοκλήρωση του σχεδίου της τραπεζικής ένωσης. 

Το σχέδιο αυτό ξεκίνησε το 2012, αλλά ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί. Λείπει ίσως ο πιο πολύτιμος κρίκος, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων (EDIS) που θα ενισχύσει ή και θα αντικαταστήσει ακόμα τα υπάρχοντα και διαφορετικά μεταξύ τους εθνικά συστήματα.

Η Κριστίν Λαγκάρντ πέραν από την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης ζήτησε να επισπευστούν οι εργασίες για την Ένωση Κεφαλαιαγορών στην Ευρώπη, ώστε οι εταιρείες, που σήμερα βασίζονται κυρίως σε τραπεζικά δάνεια, να έχουν καλύτερη πρόσβαση σε κεφάλαια προκειμένου να ανταγωνιστούν την Κίνα και τις ΗΠΑ στις «πράσινες» τεχνολογίες» που απαιτούνται για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.

Κάθε κρίση μας φέρνει πιο κοντά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

Η εισαγωγή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων - EDIS - αποτελεί το τελευταίο στοιχείο που λείπει για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης κάτω από την πανευρωπαϊκή αρχή εποπτείας των τραπεζών της ευρωζώνης και μια ενιαία αρχή εξυγίανσης με ένα ειδικό ταμείο για την εξυγίανση χρεοκοπημένων δανειστών.

Σήμερα οι περισσότερες χώρες της ΕΕ διαθέτουν κάποια μορφή εθνικής ασφάλισης που εγγυάται τις καταθέσεις έως 100.000 ευρώ . Αν όμως μια κρίση στον τραπεζικό τομέα αποδειχθεί υπερβολικά μεγάλη ώστε να την αντιμετωπίσει μια χώρα μόνη της, δεν υπάρχει κανένα σύστημα σε επίπεδο ΕΕ ώστε να λειτουργήσει διασυνοριακά και να δώσει μια συνολική λύση, εξασφαλίζοντας την ίδια στιγμή ότι η κρίση δεν θα αποκτήσει συστημικές συνέπειες .

Κατά μια τραγική ειρωνία, δεδομένων των πρόσφατων εξελίξεων με τον γερμανικό τραπεζικό κολοσσό, το κύριο τροχοπέδη για την σύσταση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων ήταν μέχρι σήμερα οι αντιρρήσεις της Γερμανίας, η οποία ανησυχούσε ότι αν οι εγγυήσεις καταθέσεων αμοιβαιοποιηθούν σε επίπεδο ΕΕ, θα κινδύνευε να πληρώνει τις καταθέσεις των χρεοκοπημένων τραπεζών σε άλλες χώρες. 

Το σημερινό αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον και πάνω από όλα η εξαιρετικά εύθραυστη εμπιστοσύνη των επενδυτών και πάνω από όλα των καταθετών, είναι πολύ πιθανόν να κάμψουν τις αντιρρήσεις της Γερμανίας προκειμένου να δημιουργηθούν οι δικλείδες ασφαλείας που θα μας προστατέψουν από τις μακροχρόνιες και δυνητικά σοβαρές επιπτώσεις εντός και εκτός του τραπεζικού τομέα της τρέχουσας αναταραχής.

Φαίνεται ότι η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επιτυγχάνεται μόνο μέσα από σημαντικές κρίσεις, όπως έγινε και με την υγειονομική κρίση της Covid 19, η οποία οδήγησε την Ευρώπη στα πρώτα στην ουσία ευρωομόλογα προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης, ή την ενεργειακή κρίση χάρη στην οποία τον Απρίλη θα πραγματοποιηθούν οι πρώτες «κοινές αγορές» φυσικού αερίου. 

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.