DBRS: Τι κληρώνει για την ελληνική οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

DBRS: Τι κληρώνει για την ελληνική οικονομία

Στις 18 Μαρτίου 2022 ο αμερικανικός εδώ και λίγα χρόνια, μετά την εξαγορά του από την Morningstar, οίκος αξιολόγησης DBRS, αναβάθμισε την ελληνική οικονομία σε «ΒΒ (high)», ανεβάζοντάς την έτσι στο τελευταίο σκαλί πριν την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα. Ακολούθησε τον Σεπτέμβριο η επιβεβαίωση της αξιολόγησης με «σταθερές» προοπτικές, με την DBRS να θέτει δύο προϋποθέσεις για να μας δώσει το εισιτήριο για την κορυφαία κατηγορία. 

Σύμφωνα με την ίδια την DBRS, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας θα αναβαθμιστεί αν συμβεί κάτι από τα ακόλουθα ή συνδυασμός αυτών: α) συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που δίνουν ώθηση στις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές και β) προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία που διατηρεί το λόγο του χρέους με το ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά.

Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις ικανοποιούνται σε μεγάλο βαθμό σήμερα, κάτι που επιβεβαίωσε στις 3 Μαρτίου ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης Scope Ratings, αν και ο παράγοντας εκλογές συντηρεί ένα βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη σύνθεση και τη δημοσιονομική στρατηγική της επόμενης κυβέρνησης. Η Scope αναφέρθηκε στη μεγάλη μείωση τόσο του χρέους ως προς το ΑΕΠ που βρίσκεται σε εξέλιξη όσο και του δημοσιονομικού ελλείμματος. Εστίασε επίσης στη μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών, στην ενισχυμένη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και στην ενεργοποίηση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων

Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη ότι πανευρωπαϊκά οι οικονομικές προοπτικές έχουν βελτιωθεί σημαντικά σε σύγκριση με τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν κυριαρχούσαν τα σενάρια για χειμώνα με δελτίο στο ρεύμα και ύφεση. Η ελληνική οικονομία ξεπέρασε τις προσδοκίες με ανάπτυξη 5,9% το 2022 και τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία προμηνύουν καλύτερη του αναμενόμενου επίδοση και φέτος.

Σκεφτείτε ότι η Scope Ratings προβλέπει ανάπτυξη 1,3% το 2023 αλλά πριν μία εβδομάδα τοποθετούσε την ανάπτυξη του 2022 στο 4,9% και ήρθαν τα επίσημα στοιχεία που ανέβασαν τον πήχη στο 5,9%. Παράλληλα, η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης συνεχίζεται χωρίς καθυστερήσεις.

Όλα αυτά, διαμορφώνουν σταδιακά τις προϋποθέσεις για να δοθεί εντέλει στην Ελλάδα η επενδυτική βαθμίδα, μία εξέλιξη που θα αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες να αγοράσουν ελληνικά assets μακροπρόθεσμοι επενδυτές, όπως κρατικά επενδυτικά ταμεία, συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλοι. Πριν από λίγες ημέρες, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, προχώρησε στην εκτίμηση ότι η επενδυτική βαθμίδα θα ανακτηθεί μέσα στο 2023, πιθανότατα αμέσως μετά τις εκλογές, υπό την προϋπόθεση ότι η νέα κυβέρνηση θα δεσμευτεί για δημοσιονομική πειθαρχία. Δεν απέκλεισε όμως και την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου πριν τις εκλογές. 

Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν τεράστια έκπληξη να μας έδινε απόψε το βράδυ η DBRS το εισιτήριο για την επενδυτική βαθμίδα. Το πιθανότερο είναι να δούμε αναβάθμιση των προοπτικών από «σταθερές» σε «θετικές», που σημαίνει ότι ο οίκος βάζει την Ελλάδα στον προθάλαμο της αναβάθμισης στην επενδυτική βαθμίδα μέσα στους επόμενους 12-18 μήνες. 

Κρατήστε τις εξής ημερομηνίες: 9 Ιουνίου και 20 Οκτωβρίου. Αυτές είναι οι επικρατέστερες για να δούμε το ελληνικό αξιόχρεο να αναβαθμίζεται στην επενδυτική βαθμίδα. Στις 9 Ιουνίου είναι προγραμματισμένη η δεύτερη για το 2023 αξιολόγηση από την Fitch και στις 20 Οκτωβρίου είναι η σειρά της S&P. Η Standard & Poor’s, θα ανακοινώσει την πρώτη για φέτος αξιολόγηση στις 21 Απριλίου και αυτή είναι η μοναδική ρεαλιστική ευκαιρία για αναβάθμιση της οικονομίας πριν τις εκλογές. 

Το θέμα του δημοσίου χρέους είναι πολύ σημαντικό γιατί, όπως τόνισε ο Γ. Στουρνάρας, σε εννέα χρόνια από σήμερα οι πληρωμές τόκων που βρίσκονται τώρα σε περίοδο χάριτος, δε θα δημιουργήσουν νέα κρίση χρέους. Η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει το χρέος της κατά 24,7% μεταξύ γ’ τριμήνου 2021 και γ’ τριμήνου 2022, σημειώνοντας την καλύτερη επίδοση στην Ευρώπη. Ωστόσο, στο 178,2% ο λόγος χρέους/ΑΕΠ είναι με διαφορά ο υψηλότερος στην Ευρώπη. Ακολουθεί η Ιταλία με 147,3% και η Πορτογαλία με 120,1%, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι στο 85%. Το χαμηλότερο χρέος προς ΑΕΠ στην ΕΕ εμφανίζει η Εσθονία με 15,8%, ακολουθεί η Βουλγαρία με 15,8% και το Λουξεμβούργο με 24,6%.