Το μεγαλύτερο IPO στην Ευρώπη με ελληνικό άρωμα
Shutterstock
Shutterstock
CVC

Το μεγαλύτερο IPO στην Ευρώπη με ελληνικό άρωμα

Σχεδόν δύο χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε η σχετική πληροφορία, φαίνεται πως η μεγάλη ευρωπαϊκή εταιρεία private equity που ειδικεύεται στις εξαγορές εταιρειών είναι έτοιμη να κάνει το μεγάλο βήμα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Bloomberg, το οποίο παρακολουθεί από κοντά τη σχετική υπόθεση εδώ και χρόνια, η διοίκηση της εταιρείας πιθανότατα θα ανακοινώσει πολύ σύντομα, ίσως και μέχρι το τέλος της τρέχουσας εβδομάδας, την απόφασή της να εισαγάγει τις μετοχές της στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ.

Παρά το γεγονός πως δεν είναι ακόμα γνωστές οι σχετικές λεπτομέρειες, θεωρείται εξαιρετικά πιθανό να δούμε τις μετοχές της CVC Capital Partners να διαπραγματεύονται στο Euronext Amsterdam μέσα στον Νοέμβριο.

Στο ρεπορτάζ του διεθνούς πρακτορείου αναφέρεται πως η CVC δεν προβληματίζεται ιδιαίτερα από το επισφαλές κλίμα των διεθνών αγορών και τις ανησυχίες για επιδείνωση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, είναι όμως έτοιμη να ματαιώσει τα σχέδιά της αν το κλίμα χειροτερέψει απότομα.

Αν όμως προχωρήσει, η αρχική δημόσια εγγραφή (IPO) της αναμένεται να είναι η μεγαλύτερη φέτος στην Ευρώπη και μία από τις μεγαλύτερες στην ιστορία για επιχειρήσεις με παρόμοιο αντικείμενο. Η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας θα καθοριστεί βέβαια από το ενδιαφέρον που θα δείξουν οι επενδυτές, αναμένεται όμως να είναι ανώτερη των 15 δισ.δολαρίων και θα μπορούσε να φτάσει μέχρι τα 20 δισ. Η τελευταία εκτίμηση είχε γίνει σε προηγούμενο άρθρο του διεθνούς πρακτορείου για το θέμα, πριν περίπου έναν μήνα. 

Η CVC είναι μία από τις πιο γνωστές επιχειρήσεις στην Ευρώπη που ασχολείται με το private equity και εξειδικεύεται στον τομέα των εξαγορών επιχειρήσεων τις οποίες ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα μεταπωλεί, συνήθως με μεγάλα κέρδη αφού ενδιαμέσως βελτιώνονται οι επιδόσεις των εταιρειών που έχει εξαγοράσει.

Αυτή την περίοδο διαχειρίζεται περίπου 160 δισ. ευρώ (169 δισ. δολάρια) τα οποία ανήκουν σε πελάτες της. Τον Ιούλιο που μας πέρασε συγκέντρωσε 26 δισ. ευρώ από πελάτες για τη δημιουργία ενός ακόμα fund με σκοπό τις εξαγορές εταιρειών. Αυτό είχε θεωρηθεί από τις αγορές ως μία πολύ επιτυχημένη κίνηση, αφού πολλοί ανταγωνιστές της δυσκολεύονταν να μαζέψουν μικρότερα ποσά από υποψήφιους πελάτες ενώ η CVC συγκέντρωσε ένα δις ευρώ παραπάνω από τα αρχικά της σχέδια, μέσα στο αρχικό χρονοδιάγραμμα. 

Η εταιρεία δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1980 μέσα στη Citibank από επαγγελματίες εξειδικευμένους στο Venture Capital. Το 1993 το τμήμα αποσπάστηκε από την τράπεζα και έτσι δημιουργήθηκε η εταιρεία, η οποία στη συνέχεια μεγάλωσε, απέκτησε καλή φήμη και έγινε μία από τις μεγαλύτερες και πιο επιτυχημένες στον χώρο. Σημαντικό ρόλο στην εδραίωση της θέσης της στη βιομηχανία διαχείρισης κεφαλαίων έχουν παίξει οι καλές αποδόσεις που δίνει στους επενδυτές που την έχουν εμπιστευθεί, η εξαιρετικά οργανωμένη μέθοδος που ακολουθεί πριν αγοράσει κάποια επιχείρηση και οι ελάχιστες αποτυχίες.

Σε περσινό αφιέρωμα του Bloomberg αναφερόταν πως το ποσοστό απωλειών ήταν μικρότερο του 1%, κάτι που αν καταλαβαίνουμε καλά σημαίνει πως το 99% των εταιρειών που έχει εξαγοράσει μεταπωλήθηκε με κέρδος. Κάποιες από τις επενδύσεις της ήταν τόσο επιτυχημένες που έκαναν μεγάλη εντύπωση στον κόσμο της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας. Ίσως η πιο γνωστή από αυτές να είναι η αγορά της Formula 1 το 2006.

Όταν την πούλησε στην Liberty Media σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, οι επενδυτές που είχαν χρηματοδοτήσει την εξαγορά είδαν τα χρήματά τους να πενταπλασιάζονται. Πολύ επιτυχημένη ήταν και η εξαγορά της ωρολογοποιίας Breitling, αφού σε τρία χρόνια από την αγορά πλειοψηφικού μεριδίου η αξία της επιχείρησης τριπλασιάστηκε. 

Η CVC είναι μία από τις λίγες εταιρείες Private Equity που έχουν κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους στην Ελλάδα. Οι πρώτες μεγάλες κινήσεις έγιναν από το 2017 και μετά στον χώρο της παροχής υπηρεσιών υγείας με την εξαγορά του νοσοκομείου Metropolitan, του ομίλου Υγεία και του ΙΑΣΩ General και κάποιων άλλων μικρότερων. Οι δραστηριότητες αυτές έχουν συγκεντρωθεί στο σχήμα Hellenic Healthcare Group (HHG).

Σημαντική είναι η παρουσία της στον τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης μετά την εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής το 2021. Η CVC έχει πατήσει γερά το πόδι της και στον χώρο της βιομηχανίας τροφίμων αφού στο τέλος του 2020 εξαγόρασε τη Vivartia που ελέγχει πλήθος επιχειρήσεων που σχετίζονται με τα γαλακτοκομικά και τους χυμούς, τα κατεψυγμένα προϊόντα και τη βιομηχανία εστίασης.

Παρουσία στη χώρα μας έχει και στον τομέα της διαχείρισης χώρων ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής (μαρίνες) ύστερα από την εξαγορά των σχετικών δραστηριοτήτων της τουρκικής Dogus το 2020. Πέρα από αυτά, έχει άμεση παρουσία στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου αφού από το 2020 συμμετέχει στη γνωστή εταιρεία Skroutz και έμμεση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αφού κατέχει από το 2021 το 10% του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ μετά από τη συμμετοχή της στη μεγάλη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης. 

Παρά το γεγονός πως η CVC είναι μία από τις γνωστότερες επιχειρήσεις στον τομέα του Private Equity στην Ευρώπη και στον κόσμο, η χρηματιστηριακή αξία που αναμένεται να της δώσουν οι επενδυτές εφόσον προχωρήσει η δημόσια εγγραφή της και η εισαγωγή της στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ, δεν την κατατάσσει ανάμεσα στις μεγαλύτερες παγκοσμίως.

Ρίχνοντας μία ματιά είναι εύκολο να δούμε πως η μεγαλύτερη απ’ όλες, η αμερικανική Blackstone (BX NYSE) έχει χρηματιστηριακή αξία κοντά στα 128 δισεκατομμύρια δολάρια, η KKR (KKR NYSE) κοντά στα 68 δις, η Apollo Global Investments (APO NYSE) λίγο κάτω από 50 δισ. και η Ares Management (ARES NYSE) περίπου 33 δισ. δολάρια (όλες οι παραπάνω είναι αμερικανικές). Αρκετά μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία από τα 15 με 20 δισ. ευρώ (16 με 21 δισ. δολάρια) που αναμένεται να έχει η CVC έχει η σουηδική EQT (EQT STOCKHOLM), η αξία της οποίας είναι κοντά στα 22,5 δις δολάρια.

Αυτό ίσως να μην σημαίνει πολλά πράγματα, γιατί οι εταιρείες αυτές έχουν δραστηριότητες και σε άλλους τομείς της βιομηχανίας Private Equity εκτός από αυτόν των εξαγορών επιχειρήσεων που είναι η ειδικότητα της CVC. Μπορεί όμως να εξηγεί ορισμένες πρόσφατες κινήσεις της, όπως την προ μηνός συμφωνία για την εξαγορά της DIF Capital Partners, μίας ολλανδικής εταιρείας που διαχειρίζεται κεφάλαια πελατών της ύψους 16 δισ. ευρώ και τα επενδύει στον τομέα των έργων υποδομής και την προ διετίας εξαγορά της Glendower η οποία διαχειριζόταν κεφάλαια πελατών της ύψους 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η Glendower επενδύει τα κεφάλαια των πελατών της αγοράζοντας μερίδια από επενδύσεις τις οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει άλλες εταιρείες private equity (secondaries market). Οι δύο αυτές κινήσεις δείχνουν πολύ καθαρά την επιθυμία της CVC να εμπλουτίσει το χαρτοφυλάκιό της και με άλλου τύπου επενδύσεις έτσι ώστε να μπορεί να προσφέρει στους πελάτες της ένα πιο πλήρες φάσμα υπηρεσιών.

Αυτή η κίνηση φαίνεται αρκετά λογική, καθώς την έχουν ήδη κάνει οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές της και η ίδια κινδυνεύει να βρεθεί σε μειονεκτική θέση καθώς το ευρύ φάσμα υπηρεσιών είναι κάτι που οι μεγάλοι πελάτες όπως τα γιγαντιαία συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες φαίνεται πως προτιμούν.

Χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς οδηγεί τη CVC προς το χρηματιστήριο, υποθέτουμε πως η απόφασή της να εισαχθεί γίνεται με στόχο τη σημαντική μεγέθυνσή της έτσι ώστε η χρηματιστηριακή της αξία να μπορεί σε μερικά χρόνια να γίνει συγκρίσιμη με αυτές των μεγάλων αμερικανικών που είδαμε νωρίτερα.

Αν έχουμε δίκιο, αυτό σημαίνει πως μετά την εισαγωγή της θα δούμε και άλλες εξαγορές μικρότερων επιχειρήσεων, επιτάχυνση της προσπάθειας διαφοροποίησης των παρεχόμενων υπηρεσιών και νέες προσπάθειες συγκέντρωσης κεφαλαίων στον τομέα εξειδίκευσής της, δηλαδή στις εξαγορές επιχειρήσεων. Μέσα στους επόμενους μήνες θα αρχίσει να φαίνεται αν έχουμε δίκιο ή όχι.