Χρηματιστήρια: Γιατί φέτος δεν ισχύει το ρητό «sell in May»

Χρηματιστήρια: Γιατί φέτος δεν ισχύει το ρητό «sell in May»

Αν ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, είχε φύγει με… άδεια χέρια από τη Γενεύη στις 11 Μαΐου και δεν είχε ανακοινώσει την εμπορική συμφωνία με την Κίνα, θα ήταν πολύ πιθανό να ίσχυε το παλιό ρητό «sell in May». Στο ίδιο σενάριο, κανείς δε θα μπορούσε να εγγυηθεί το πότε θα επέστρεφαν οι επενδυτές στα χρηματιστήρια αφού η ανασφάλεια εξαιτίας του εμπορικού πολέμου θα είχε φτάσει στο ζενίθ, έχοντας μάλιστα προκαλέσει ένα από τα μεγαλύτερα sell-off στην ιστορία. 

Η συμφωνία της Γενεύης περιορίζει σημαντικά την αβεβαιότητα γύρω από τους δασμούς. Ο S&P 500 δεν έχει απλώς καταφέρει να αντισταθμίσει τις απώλειες που προκάλεσε η καταιγίδα των δασμών, αλλά βρίσκεται μία ανάσα από νέα ιστορικά υψηλά. 

Για την ιστορία, να πούμε ότι το χρηματιστηριακό ρητό «πούλησε τον Μάιο και φύγε» (sell in May and go away), βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι μετοχές συνήθως υποαποδίδουν στο εξάμηνο έως τον Οκτώβριο. Επομένως, οι επενδυτές θα ήταν καλύτερα να «γυρίσουν» τα χρήματά τους σε ομόλογα ή ακόμη και σε μετρητά στις αρχές Μαΐου με σκοπό να αγοράσουν ξανά μετοχές όταν θα έχουν υποχωρήσει οι τιμές, συνήθως στις αρχές του φθινοπώρου. 

Βέβαια, οι εποχές έχουν αλλάξει από τότε που βγήκε το ρητό και οι αγορές δεν επηρεάζονται τόσο από παράγοντες όπως οι καλοκαιρινές διακοπές και το πότε καταβάλλονται τα μπόνους των επιχειρηματικών στελεχών. 

Μελέτες δείχνουν ότι ενώ εντοπίζεται κάποια εποχικότητα, μακροπρόθεσμα οι μετοχές κινούνται ανοδικά και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αν και με αυξημένη μεταβλητότητα. Για τους πιο προληπτικούς, το διάστημα μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου έχει συνδεθεί με γεγονότα που άλλαξαν την ιστορία των αγορών, όπως το κραχ του 1929 που ξεκίνησε μήνα Οκτώβριο και η Μαύρη Δευτέρα που σημειώθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1987.

Για τους λάτρεις των στατιστικών, σε πρόσφατη έκθεσή της η Deutsche Bank ανέφερε ότι από το 1987 η στρατηγική που θέλει τους επενδυτές να ρευστοποιούν τον Μάιο και να εισέρχονται εκ νέου στην αγορά τον Σεπτέμβριο, δίνει μέση ετήσια απόδοση 9%, όταν η διακράτηση των μετοχών δίνει 7,4%. Παρ’ όλα αυτά, όσοι πούλησαν τον Μάιο και επανήλθαν μετά το καλοκαίρι έχασαν έναντι της διακράτησης στα 24 από τα 38 συνολικά χρόνια που εξετάστηκαν. 

Που βρισκόμαστε σήμερα; Την περασμένη Τρίτη 13 Μαΐου ο S&P 500 έκλεισε στις 5.886 μονάδες, 5 μονάδες υψηλότερα από το κλείσιμο του 2024. Ήταν η πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο που ο δείκτης ολοκλήρωσε τις συναλλαγές με κέρδη μέσα στο 2025. Αυτό λέει πολλά διότι ενώ το πρόσφατο ράλι ανακούφισης είναι πολύ ισχυρό, οι μετοχές επέστρεψαν εκεί που βρίσκονταν πριν δυόμιση μήνες.

Από τις 22 Απριλίου και μετά, τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια ανακάμπτουν με πολύ εντυπωσιακό τρόπο από το ιστορικών διαστάσεων sell-off που πυροδότησαν οι δασμοί του Τραμπ. Είναι ενδεικτικό ότι ο S&P 500 έχει ολοκληρώσει με κέρδη στις 16 από τις τελευταίες 20 συνεδριάσεις, με αποτέλεσμα να απέχει μόλις 3,6% από το ιστορικό υψηλό του Φεβρουαρίου. Ακόμη και ο Nasdaq που έφτανε να καταγράφει απώλειες 25% από το ιστορικό υψηλό του Δεκεμβρίου, πλέον απέχει 5% από ένα νέο ρεκόρ. 

Στο σενάριο που η αβεβαιότητα συνεχίσει να περιορίζεται μέσω της σύναψης εμπορικών συμφωνιών μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών, οι επενδυτές σύντομα θα εστιάσουν ξανά στα προβλήματα της οικονομίας. Όμως με τον μεγαλύτερο κίνδυνο, αυτόν της μεγάλης αναταραχής - και μάλιστα διαρκείας – στο παγκόσμιο εμπόριο, να έχει απομακρυνθεί, εστία ακραίας αβεβαιότητας δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι θα δούμε ένα νέο μεγάλο ράλι στους επόμενους μήνες. 

Ακόμα και στο σενάριο πλήρους αποκλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων, οι δασμοί θα συνεχίσουν κατά πάσα πιθανότητα να είναι υψηλότεροι από πριν, καθώς οι συνομιλίες αφορούν τους δασμούς που ανακοινώθηκαν κατά την Ημέρα Απελευθέρωσης. Θα συνεχίσουν, δηλαδή, να εκφράζονται φόβοι για ύφεση, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η αναστάτωση που έχει προκληθεί στο παγκόσμιο εμπόριο δημιουργεί προβλήματα που θα χρειαστούν πολύ χρόνο για να ξεπεραστούν. 

Αυτός ο Μάιος, λοιπόν, είναι διαφορετικός. Ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς σε επίπεδο επενδυτικού κλίματος, σαν να έπρεπε να επαληθευτεί το ρητό αλλά στην πορεία η συμφωνία ΗΠΑ-Κίνας προσέφερε ανακούφιση. Όσοι, λοιπόν, δεν είναι προληπτικοί και εξετάζουν ήρεμα τις εξελίξεις, καταλαβαίνουν ότι ο «τυφώνας» για τις αγορές πέρασε, αλλά ο ουρανός δύσκολα θα ξαναγίνει τόσο καθαρός, όσο ήταν κατά τη διάρκεια του ιστορικού ράλι της τελευταίας διετίας.