Η UBS, η Nestlé, η ΑΒΒ, η Roche, η Novartis, η Rolex, η Patek Philippe, η Cartier, η Lindt και η Toblerone είναι ισχυρότατα ελβετικά brand names, με παγκόσμια ακτινοβολία. Ειδικά η UBS, (Union Bank of Switzerland) η οποία λόγω ονόματος και μεγέθους, είναι ταυτισμένη με την Ελβετική τραπεζική σιγουριά.
Οπότε η κυκλοφορία και μόνο της φήμης, ότι η UBS σκέφτεται να μεταφέρει την έδρα της στις Ηνωμένες Πολιτείες επέφερε ένα δυνατό κτύπημα κάτω από τη ζώνη στην επιχειρηματική, οικονομική και κοινωνική υπερηφάνεια της Ελβετίας.
Σε έναν κόσμο όπου οι τράπεζες φαντάζουν εύθραυστες και δεν είναι λίγοι αυτοί που τις παρομοιάζουν με γίγαντες με γυάλινα πόδια αφού το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό ρίσκο έχει αυξηθεί αισθητά, η UBS, η ελβετική «βασίλισσα» της παγκόσμιας τραπεζικής, στέκεται στο χείλος μιας κρίσιμης απόφασης. Σύμφωνα με αποκλειστική είδηση της New York Post η οποία δημοσιεύτηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο της μεταφοράς της έδρας της στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως αντίδραση στις αυστηρές οδηγίες της ελβετικής κυβέρνησης προς την κατεύθυνση νέων κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Πρόκειται για μια κίνηση που πραγματικά θυμίζει στρατηγική παρτίδα στο σκάκι. Η Ζυρίχη απειλεί να επιβάλει «τιμωρητικές» κεφαλαιακές ρυθμίσεις, και η UBS απαντά με το όπλο της απειλής της εξόδου από τη χώρα, κοιτάζοντας προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αλλά πίσω από τις δηλώσεις και τις διαπραγματεύσεις, κρύβεται ένα βαθύτερο ερώτημα: Μπορεί μια χώρα να κρατήσει τον «εθνικό της θησαυρό» δεσμευμένο σε ένα περιβάλλον αυστηρών ρυθμίσεων, χωρίς να τον πνίξει επιχειρηματικά;
Όλα είχαν ξεκινήσει τον Μάρτιο του 2023, όταν η UBS είχε διασώσει την καταρρέουσα Credit Suisse μέσω μιας επείγουσας και πιεστικής συγχώνευσης, που είχε σχεδιασθεί από κοινού από την ελβετική κυβέρνηση και την Ελβετική Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας (FINMA). Η συμφωνία, αξίας μόλις 3 δισ. ελβετικών φράγκων (περίπου $3,65 δισ.), απέτρεψε μια νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με την Ελβετική Κεντρική Τράπεζα Swiss National Bank (SNB) να παρέχει σε ρευστότητα πάνω από 100 δισ. ελβετικά φράγκα και την κυβέρνηση να παρέχει εγγυήσεις για απώλειες και ζημίες έως 9 δισ. ελβετικά φράγκα,
Μετά τη συγχώνευση των δύο μεγαλύτερων ελβετικών τραπεζών, η νέα UBS απέκτησε έναν ισολογισμό μεγαλύτερο και από το μέγεθος του ελβετικού ΑΕΠ. Και έτσι μετατράπηκε στον υπερτραπεζίτη της χώρας. Ελέγχοντας το 35% των ελβετικών καταθέσεων, το 31% των επιχειρηματικών δανείων και το 26% των στεγαστικών δανείων. Ωστόσο, αυτή η πρωτοκαθεδρία συνοδεύτηκε από την επίσκεψη των φαντασμάτων της Credit Suisse. Αποκαλύπτοντας αδυναμίες στο σύνολο του ελβετικού τραπεζικού συστήματος, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στη FINMA για την καθυστερημένη αντίδρασή της. Μια κοινοβουλευτική έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για την UBS, η οποία μετατράπηκε σε μια τράπεζα «πολύ μεγάλη για να πέσει» (too big to fail), απαιτούνται αυστηρότερες εγγυήσεις. Στον απόηχο της έκθεσης, η κυβέρνηση προχώρησε σε 31 μέτρα – μεταρρυθμίσεις, που θα πρέπει να εφαρμοστούν μέσα στην επόμενη 10ετία, με έμφαση στην κάλυψη των ξένων θυγατρικών της UBS με κεφάλαια «υψηλής ποιότητας».
Τον Ιούνιο του 2025, η ελβετική κυβέρνηση, υπό την Πρόεδρο Karin Keller-Sutter, έριξε την βόμβα. Εξειδίκευσε τους νέους κανόνες που απαιτούν από την UBS να ενισχύσει κεφαλαιακά πλήρως στο 100% τις θυγατρικές της στο εξωτερικό, από το 60% που είναι σήμερα, ώστε να καλύψει πιθανές απώλειες στο εξωτερικό. Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση $26 δισ. των κεφαλαίων υψηλής ποιότητας (CET1), και σε μείωση κατά $8 δισ. των ομολόγων AT1. Η UBS υπολογίζει ότι, με στόχο το CET1 στο 12,5%-13%, απαιτούνται επιπλέον $24 δισ., πέρα από τα $18 δισ. που ήδη απαιτούνται από την συγχώνευση με την Credit Suisse.
Οι προτάσεις αυτές, που θα συζητηθούν και θα νομοθετηθούν στο ελβετικό κοινοβούλιο μέχρι το τέλος του 2025, αποκλίνουν από τα διεθνή πρότυπα όπως αυτά της Επιτροπής της Βασιλείας. Όμως σύμφωνα με την κυβέρνηση στοχεύουν να κάνουν την UBS πιο ανθεκτική, μειώνοντας την ανάγκη για κρατική παρέμβαση και ενίσχυση σε ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις, παρόμοιες με αυτήν της Credit Suisse. Η κυβέρνηση τονίζει ότι το CET1 ratio της UBS θα πρέπει να ανέβει στο 17%. Ποσοστό υψηλότερο από το αντίστοιχο των βασικών ανταγωνιστριών τραπεζών όπως είναι η JP Morgan με 15,8% και η Goldman Sachs με 15,3%. Ωστόσο, η UBS κρίνει ότι η συγκεκριμένη απόφαση θα ασκήσει υπερβολική πίεση στην τράπεζα. Γεγονός που με τη σειρά του θα αυξήσει τα κόστη για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, περιορίζοντας αναγκαστικά τις απαραίτητες επενδύσεις και τη διανομή μερισμάτων προς τους μετόχους.
Έτσι η UBS δεν έμεινε αδρανής. Ο CEO Sergio Ermotti προειδοποίησε για υπερβολική αντίδραση της κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντας τις προτάσεις τιμωρητικές και υπερβολικές σε πρόσφατη συνέντευξη του στο Bloomberg TV. «Θέλουμε να συνεχίσουμε να είμαστε μια επιτυχημένη παγκόσμια τράπεζα με έδρα στην Ελβετία», δήλωσε, προσθέτοντας ότι η τράπεζα προσφέρει πολλά όχι μόνο στους Ελβετούς, αλλά και σε πελάτες από όλο τον κόσμο, που αισθάνονται το Ελβετικό τραπεζικό σύστημα ως καταφύγιο ασφάλειας και σιγουριάς. Ο Sergio Ermotti, τόνισε την ανάγκη προστασίας των μετόχων (shareholders) και των ενδιαφερομένων (stakeholders), απορρίπτοντας την στρατηγική της συρρίκνωσης, ως λύσης. Καταλήγοντας, ότι η δύναμή της UBS είναι η παγκόσμια παρουσία της και ότι η μείωση του μεγέθους της δεν υπάρχει καν σαν επιλογή, ούτε στο μυαλό της διοίκησης, ούτε των μετόχων.
Τον Ιούλιο, η UBS ενημέρωσε το ανώτερο και ανώτατο προσωπικό της ότι η πιθανότητα μεταφοράς έδρας αυξάνεται. Με το Λονδίνο ως προτιμώμενη εναλλακτική λόγω παρόμοιου κανονιστικού πλαισίου, αλλά μεγαλύτερης ευελιξίας. Ωστόσο σήμερα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της New York Post, η εστίαση στρέφεται στις ΗΠΑ. Υψηλόβαθμα στελέχη της τράπεζας έχουν συναντηθεί ήδη με αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ γι’ αυτήν την στρατηγική αλλαγή, σε ένα πιο ευέλικτο ρυθμιστικό περιβάλλον και πιο χαλαρό κανονιστικό πλαίσιο. Μια αλλαγή που θα περιλαμβάνει πιθανότατα εξαγορά ή συγχώνευση με μια αμερικανική τράπεζα μεσαίου μεγέθους, όπως είναι η PNC Financial Services με κεφαλαιοποίηση στα $79 δισ. και η Bank of New York Mellon με κεφαλαιοποίηση στα $74 δισ.
Προς το παρόν, οι χρηματιστηριακοί αναλυτές βλέπουν τη εκδήλωση της σκέψης για μεταφορά της έδρας της UBS στο εξωτερικό ως ένα προειδοποιητικό πυροτέχνημα για να πιεσθεί η κυβέρνηση σε συμβιβασμό, αλλά δεν αποκλείουν να πρόκειται περί μιας πραγματικής απειλής. Διότι μια έξοδος της UBS από τη χώρα θα κοστίσει δισεκατομμύρια και θα πλήξει την ελβετική φήμη ως κέντρου πλούτου.
Αν η UBS φύγει, η Ελβετία, θα χάσει όχι μόνο φορολογικά έσοδα και θέσεις απασχόλησης, αλλά και το εθνικό της brand name στην παγκόσμια τραπεζική. Για τις ΗΠΑ, μια τέτοια κίνηση θα ενίσχυε τον πρόεδρο Τραμπ, σε μια εποχή εμπορικών πολέμων και δασμών. Για την UBS θα σήμαινε πρόσβαση σε μια μεγαλύτερη αγορά με χαλαρότερο ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο.
Η UBS διαπραγματεύεται την μετανάστευση της στις ΗΠΑ με την ελβετική κυβέρνηση, ζητώντας μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Ωστόσο προς το παρόν η κυβέρνηση παραμένει ανένδοτη, με αποτέλεσμα την παράταση της αβεβαιότητας. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Ελβετία πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα στην απαιτούμενη τραπεζική ασφάλεια και στην ανταγωνιστικότητα. Η Ελβετία χρειάζεται μια ισχυρή UBS, όχι μια πνιγμένη τράπεζα, οι μέτοχοι της οποίας όταν χρειάστηκε, είχαν ήδη «βάλει πλάτη», όπως στην περίπτωση της συγχώνευσης με την Credit Suisse, στην προσπάθεια αποφυγής της κατάρρευσης της δεύτερης μεγαλύτερης ελβετικής τράπεζας.