Καλά προετοιμασμένες αποδείχθηκε ότι είναι οι ελληνικές συστημικές τράπεζες απέναντι στη μείωση των βασικών επιτοκίων με βάση όσα είδαμε στα αποτελέσματα του α’ τριμήνου. Από το δ’ τρίμηνο του 2024 έως το τέλος του α’ τριμήνου του 2025 έχουν μεσολαβήσει τέσσερις μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ αθροιστικού μεγέθους 100 μονάδων βάσης.
Η μείωση στα δύο τρίμηνα στο επιτοκιακό περιθώριο των τραπεζών ήταν μόλις 30 μονάδες βάσης (14 στο α’ τρίμηνο) αποτέλεσμα της α) επιτάχυνσης της πιστωτικής επέκτασης, β) του ισχυρού εισοδήματος από τα ομόλογα και γ) της αποκλιμάκωσης των καταθετικών επιτοκίων με τη λήξη μέρους των προθεσμιακών καταθέσεων. Στην εικόνα θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι το α’ τρίμηνο του 2025 έχει μία ημέρα λιγότερη από το α’ τρίμηνο του 2024 και δύο ημέρες λιγότερες από το δ’ τρίμηνο του 2024. Άρα σε συγκρίσιμη βάση η φθορά είναι ακόμα μικρότερη. Ως εκ τούτου τα έσοδα από τόκους διατηρήθηκαν με άνεση πάνω από τα δύο δισ. ευρώ εμφανίζοντας μέση μείωση 5%.
Ως προς τη δεύτερη βασική κατηγορία εσόδων που αφορά τις προμήθειες, από τα μέσα Ιανουαρίου ενσωματώθηκε η μείωση ή η κατάργηση τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες συναλλαγών. Το γεγονός αυτό είχε περιορισμένη επίδραση στα έσοδα των προμηθειών τα οποία εμφάνισαν μείωση 7,5% σε σχέση με το δ’ τρίμηνο κατά το οποίο ωστόσο είχαν προσμετρηθεί έσοδα από προμήθειες ασφαλιστικών εργασιών που αφορούν μόνο το συγκεκριμένο τρίμηνο. Πρόκειται για το πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο στο οποίο οι προμήθειες διαμορφώνονται άνω των 500 εκατ. ευρώ με τις τράπεζες να αναφέρουν ότι το συγκεκριμένο έσοδο εφόσον διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα και στο τρέχον τρίμηνο θα είναι από τις πρώτες κατηγορίες που θα αναθεωρηθούν θετικά στο δεύτερο μισό της χρονιάς.
Πώς εξελίσσονται τα έσοδα από τόκους και το επιτοκιακό περιθώριο
Πώς εξελίσσονται τα έσοδα από προμήθειες και η απόδοση τους επί του ενεργητικού
Στον τομέα του οργανικού κόστους το τρίμηνο κινήθηκε σε επίπεδα κάτω του 1 δισ. ευρώ φέρνοντας τον σχετικό λόγο εσόδων προς έξοδα στα επίπεδα του 34,4% αυξημένο μεν σε σχέση το α’ τρίμηνο του 20024 (31,6%) αλλά σε επίπεδα εντός της περιμέτρου των επιχειρηματικών πλάνων για το σύνολο της χρονιάς.
Οι πιστωτικές απομειώσεις διαμορφώθηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα ως ποσοστό των δανείων (0,48%) ή μόλις 204 εκατ. ευρώ. Οι καθυστερήσεις (NPEs) διαμορφώθηκαν σε 2,97% ελαφρώς αυξημένες από το Q4:24 (2,96%) με την κάλυψη να διαμορφώνεται σε 70,9%.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα δάνεια τα οποία βρίσκονται σε καθυστέρηση για τα οποία οι τράπεζες δεν έχουν σχηματίσει πρόβλεψη είναι 1,49 δισ. ευρώ χωρίς να υπολογίζονται οι εμπράγματες καλύψεις ενώ τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών είναι 25,8 δισ. ευρώ με τον βασικό δείκτη φερεγγυότητας στο 16,7% με αρκετή απόσταση ασφαλείας από το εποπτικό όριο του 13%.
Τα καλά νέα ωστόσο του τριμήνου αφορούσαν κυρίως τη χορήγηση νέων δανείων. Για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες η καθαρή πιστωτική επέκταση στο α’ τρίμηνο διαμορφώθηκε σε 3,2 δισ. ευρώ (Τράπεζα Πειραιώς 1,1 δισ. ευρώ, Eurobank 1,2 δισ. ευρώ, Εθνική Τράπεζα 0,3 δισ. ευρώ, Alpha Bank 0,6 δισ. ευρώ) με το μεγαλύτερο μέρος των εκταμιεύσεων να αφορά επιχειρηματικά δάνεια.
Ήδη για την Τράπεζα Πειραιώς και την Eurobank έχει καλυφθεί περισσότερο από το 30% του στόχου καθαρής πιστωτικής επέκτασης για φέτος δημιουργώντας περιθώριο για ανοδική αναθεώρηση εφόσον οι τάσεις επιμείνουν μετά το εξάμηνο. Τα νέα δάνεια εκτός από την αύξηση της προβλεψιμότητας της πορείας του επιτοκιακού περιθωρίου προσέθεσαν προμήθειες φακέλου βελτιώνοντας έτσι όλες τις γραμμές των αποτελεσμάτων. Για το σύνολο της χρονιάς οι συστημικές τράπεζες έχουν ανακοινώσει στόχους πιστωτικής επέκτασης 11,6 δισ. ευρώ. Μάλιστα οι τράπεζες ανέφεραν ότι δεν παρατηρούνται τάσεις ανακοπής της ζήτησης για νέα δάνεια διατηρώντας την αισιοδοξία τους για την επίτευξη των στόχων της πιστωτικής επέκτασης.
Η καθαρή κερδοφορία ξεπέρασε τις αρχικές εκτιμήσεις φθάνοντας τα 1,12 δισ. ευρώ έναντι 1,09 δισ. ευρώ πέρυσι έχοντας επιβαρύνσεις από εθελούσιες εξόδους, μη οργανικές συναλλαγές και ασφαλιστικές προβλέψεις. Τέλος, η Εθνική Τράπεζα έχει αναμενόμενο ποσοστό από τη διανομή κερδών στο 60% ενώ οι υπόλοιπες τρεις βρίσκονται στο 50%.
Στο επόμενο χρονικό διάστημα θα υπάρξουν εξοικονομήσεις κόστους από τη λειτουργική ενοποίηση της Ελληνικής με την Eurobank, αυξημένα έσοδα από την ενδεχόμενη ολοκλήρωση της εξαγοράς της Εθνικής Ασφαλιστικής και η υλοποίηση της Snappi από την Τράπεζα Πειραιώς αλλά και την εξαγορά των Axia και Astrobank από την Alpha Bank. Άρα μπροστά υπάρχει περιθώριο νέων βελτιώσεων και εσόδων που θα λειτουργήσει ως καταλύτης σε νέες αναθεωρήσεις.
Πώς διαμορφώθηκαν οι βασικές γραμμές των αποτελεσμάτων του α’ τριμήνου
Συμπερασματικά, οι τράπεζες διατήρησαν τα κεκτημένα της περσινής περιόδου αυξάνοντας τον βαθμό εμπιστοσύνης της αγοράς σε μια περίοδο που είχαν να αντιμετωπίσουν τη φθορά του βασικού τους εσόδου. Το μέσο ΡΕ των τραπεζών για τη φετινή χρονιά βρίσκεται στις 7,2 φορές ενώ για το 2026 υποχωρεί στο 7,0.
Με βάση τα αυξημένα μερίσματα που αναμένουμε για τη χρήση του 2025 η μέση μερισματική απόδοση βρίσκεται στο 5,2% ενώ η διαπραγμάτευση εξακολουθεί να γίνεται κάτω από την αξία της εμπράγματης καθαρής θέσης (0,88x). Με αυτά τα δεδομένα η διαπραγμάτευση δεν είναι απαιτητική και υπάρχει ακόμα αρκετό ανοδικό περιθώριο τηρουμένης της επίτευξης των στόχων των επιχειρηματικών πλάνων.