Φωτογραφία αρχείου
Eurobank: Πώς προέκυψε πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό
Φωτογραφία αρχείου

Eurobank: Πώς προέκυψε πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό

Σε πρωτογενές έλλειμμα 5,94 δισ. ευρώ, στόχευε αρχικά ο Κρατικός Προϋπολογισμός αλλά η εκτέλεση απέφερε έστω και οριακά, πρωτογενές πλεόνασμα 19 εκατ. ευρώ, μέχρι το τέλος Αυγούστου υπερβαίνοντας τις προσδοκίες.

Η επιτυχία ήρθε και από τα δύο σκέλη, περισσότερο όμως από τα έσοδα, όπου τα καθαρά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού στο οκτάμηνο έφθασαν τα 39,23 δισ. ευρώ σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, αυξημένα κατά 5,69 δισ. ευρώ ή 17%, χάρη στην υπεραπόδοση των φόρων. Αντίστοιχα οι δαπάνες συγκτρατήθηκαν σημαντικά.

Τους παράγοντες που συνέβαλαν στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, αναλύει το εβδομαδιαίο report της Eurobank. Όπως αναφέρει:

Τα καθαρά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού στο 8μηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου ανήλθαν στα €39,232 δισ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, υπερβαίνοντας τον στόχο, όπως αποτυπώνεται στην εισηγητική έκθεση προϋπολογισμού 2022, κατά €5,695 δισ. ή 17,0%. 

Το εν λόγω αποτέλεσμα προήλθε κατά κύριο λόγο από τη συνιστώσα των φόρων. Αναλυτικά, οι φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών, οι τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας και ο φόρος εισοδήματος υπεραπόδοσαν έναντι των στόχων τους κατά €1,602 δισ. ή 8,5%, €1,383 δισ. ή 198,4% και €1,760 δισ. ή 19,6% αντίστοιχα. Σημειώνουμε ότι η υπέρβαση των φόρων επί αγαθών και υπηρεσιών αντανακλά την υπεραπόδοση του ΦΠΑ (€1,449 δισ. ή 11,6%), αποτέλεσμα που δύναται να εξηγηθεί από τρείς παράγοντες: 

  •  την καλύτερη του αναμενομένου πορεία της οικονομίας, 
  •  τον αυξημένο πληθωρισμό και 
  • τη συνεχή διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. 

Τέλος, η υπέρβαση των τακτικών φόρων ακίνητης περιουσίας συνδέεται με την είσπραξη των τεσσάρων από τις οκτώ δόσεις του ΕΝΦΙΑ οι οποίες είχαν προβλεφθεί ότι θα εισπραχθούν την περίοδο από το Σεπτέμβριο μέχρι και το Δεκέμβριο 2022.

Στο σκέλος των δαπανών Κρατικού Προϋπολογισμού, σημειώθηκε οριακή συγκράτηση έναντι του στόχου κατά €192 εκατ. ή 0,4% στο 8μηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2022 (€43,337 δισ. έναντι €43,529 δισ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση). 

Οι κατηγορίες δαπανών με τη μεγαλύτερη μείωση έναντι των στόχων τους ήταν οι πιστώσεις υπό κατανομή (πλην Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων – ΠΔΕ και Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας - ΤΑΑ, €1,712 δισ. ή 100%), οι αποκτήσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων (€803 εκατ. ή 31,8% λόγω του ετεροχρονισμού των πληρωμών των εξοπλιστικών προγραμμάτων) και οι δαπάνες Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ, €111 εκατ. ή 8,2%). 

Αντιθέτως, οι κατηγορίες δαπανών με τις υψηλότερες υπερβάσεις έναντι των στόχων τους ήταν οι μεταβιβάσεις (€1,089 δισ. ή 5,5%), οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών (€410 εκατ. ή 59,3%) και οι δαπάνες Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ, €783 εκατ. ή 18,8%).

Βάσει των παραπάνω στοιχείων, το ισοζύγιο ΚΠ στο 8μηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2022 ανήλθε σε έλλειμμα €4,105 δισ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, έναντι του στόχου για έλλειμμα €9,992 δισ. Αντιστοίχως, το πρωτογενές αποτέλεσμα ΚΠ, δηλαδή το ισοζύγιο ΚΠ εξαιρουμένων των τόκων, διαμορφώθηκε σε οριακό πλεόνασμα €19 εκατ. έναντι του στόχου για έλλειμμα €5,942 δισ. 

Η καλύτερη του αναμενομένου πορεία της οικονομίας, η αύξηση του πληθωρισμού και η διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών άσκησαν θετική επίδραση στα φορολογικά έσοδα του 8μηνου Ιανουαρίου-Αυγούστου 2022 (υπέρβαση έναντι του στόχου κατά €5,512 δισ. ή 18,2%) με αποτέλεσμα το δημοσιονομικό ισοζύγιο να παρουσιάσει σημαντική βελτίωση έναντι του στόχου.

Οι προκλήσεις παραμένουν

Ωστόσο οι προκλήσεις παραμένουν. Ο υψηλός πληθωρισμός (τελευταία παρατήρηση στο 11,2% YoY τον Αύγουστο 2022 από 1,2% YoY τον Αύγουστο 2021) ναι μεν ωθεί προς τα κάτω τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, εντούτοις αυτό αφορά στη βραχυχρόνια περίοδο. 

Στην περίπτωση που ο υψηλός πληθωρισμός γίνει επίμονος (μεσοπρόθεσμη περίοδος), ενεργοποιούνται δυνάμεις που, ceteris paribus, επιβραδύνουν ή αντιστρέφουν την πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός οδηγεί: 

  •  σε μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και σε αύξηση της αβεβαιότητας με αρνητικές επιδράσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ως εκ τούτου, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης μειώνεται μεσοπρόθεσμα, το ίδιο και ο ονομαστικός.
  •  σε σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και σε άνοδο των επιτοκίων. Το προφίλ του ελληνικού δημοσίου χρέους αποτελεί ασπίδα προστασίας (μεγάλη διάρκεια, με το μεγαλύτερο τμήμα με σταθερό επιτόκιο και προς το επίσημο τομέα), ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο για τον ιδιωτικό τομέα. Η αύξηση του κόστους δανεισμού επιβαρύνει τον εισοδηματικό περιορισμό των νοικοκυριών και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων με επιπτώσεις στη ζήτηση και τα δημόσια έσοδα.
  •  σε περαιτέρω δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που δύνανται να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.