Τα οικονομικά των μικρών δεδομένων

Τα οικονομικά των μικρών δεδομένων

Του Jim Harper

Καθώς γράφω αυτό το άρθρο, με ζεσταίνει μια σόμπα πέλλετ, μια συσκευή που μετατρέπει το συμπιεσμένο πριονίδι σε θερμότητα, βοηθώντας έτσι την οικογένειά μου να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη άνεση τους δύσκολους χειμώνες του Νιου Χαμσάιρ. Τα οικονομικά της θέρμανσης από σόμπες πέλλετ είναι μια καλή αναλογία για την κατανόηση μιας τρέχουσας διαμάχης στην οικονομία της πληροφορίας: Ποιος πληρώνει ποιον για τα μικρά κομμάτια που την τροφοδοτούν; Οι άνθρωποι ωφελούνται όταν οι εταιρίες συλλέγουν και επεξεργάζονται εκ νέου κάτι που ειδάλλως θα ήταν άχρηστο. Αυτό ισχύει και για υλικά και τα ψηφιακά απορρίμματα. Θα πρέπει οι άνθρωποι να πληρώνονται κιόλας γι’ αυτό; Οι γραμμές που ακολουθούν μπορεί να βοηθήσουν τους μη ειδικούς αναγνώστες να κατανοήσουν το ζήτημα.

Στην αρχή του χρόνου, θέλοντας να ενισχύσουμε την άνεσή μας, προσλάβαμε μια υπηρεσία κοπής δέντρων για εκκαθαρίσει μια μικρή έκταση από τα δέντρα που εμπόδιζαν τις ακτίνες του ήλιου να φτάσουν και να ζεστάνουν το σπίτι μας. Η υπηρεσία αυτή έκανε τη δουλειά με έκπτωση καθώς μπορούσε να πουλήσει ένα μέρος των δέντρων που έκοψε ως ξυλεία. Το πριονίδι, ένα υποπροϊόν αυτής της επεξεργασίας ήταν στο παρελθόν άχρηστη ύλη που μαζευόταν σε σωρούς πίσω από τα ξυλουργεία και προσέθετε κόστος στην παραγωγή της ξυλείας.

Κατά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 αναπτύχθηκε ένα σύστημα για τη μετατροπή του πριονιδίου (και άλλων μορφών βιομάζας) σε θερμότητα: η σόμπα πέλλετ. Το πριονίδι που μετατρεπόταν σε πέλλετ και πουλιόταν σε συσκευασίες των 20 κιλών μπορούσε να απαλλάξει από τη παρουσία του τα ξυλουργεία καθώς το αγόραζαν άνθρωποι για να το κάψουν σε ειδικές σόμπες. Έτσι μπόρεσα να κόψω τα δέντρα από το σπίτι μου με μια μικρή έκπτωση, και η “άχρηστη ύλη” από την επεξεργασία των δέντρων μου πάει πλέον σε μια πηγή θέρμανσης που είναι ανταγωνιστική ως προς την τιμή της σε σχέση με άλλα καύσιμα και ανώτερη σε ό,τι αφορά τα περιβαλλοντικά της χαρακτηριστικά.

Η Shoshana Zuboff, στο βιβλίο της “The Age of Surveillance Capitalism: The Fight for a Human Future at the New Frontier of Power” (Η καπιταλισμός της εποχής της επιτήρησης: Η πάλη για ένα ανθρώπινο μέλλον στο νέο σύνορο της εξουσίας), καταγράφει μια αξιόλογη ιστορία για την ανακάλυψη της άχρηστης ύλης που παράγεται από την προσφορά δεδομένων στους ανθρώπους στο διαδίκτυο και τον παγκόσμιο ιστό. “Όταν έγινε αντιληπτό ότι η ‘εξάτμιση δεδομένων” που μπούκωνε τους σέρβερ της Google μπορούσε να συνδυαστεί με τις ισχυρές αναλυτικές δυνατότητές της εταιρίες για να παραγάγει προβλέψεις καταναλωτικής συμπεριφοράς” γράφει η Zuboff “αυτά τα προϊόντα πρόβλεψης έγιναν η βάση μιας εξαιρετικά επικερδούς διαδικασίας πωλήσεων που γέννησε νέες αγορές μελλοντικής συμπεριφοράς”.

Για τη συγγραφέα, η πρόσβαση της Google στην προσωπική πληροφορία μεταμόρφωσε τις σύγχρονες αγορές μετακινώντας τες από την εξυπηρέτηση των ανθρώπων στην προσφορά των ανθρώπων ως αντικειμένων στους διαφημιστές και τους πωλητές. Το βιβλίο παρέχει ένα μεγάλο και επείγον επιχείρημα: “Εσύ είσαι το προϊόν”. Παρ’ όλα αυτά, η Zuboff σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζει τα οφέλη που αποκομίζουν οι καταναλωτές από αυτά τα συστήματα.

Αν όμως βάλουμε λίγο στην άκρη τα συμπεράσματά της, μπορούμε να δούμε πώς ένα άχρηστο υλικό που συσσωρευόταν όπως το πριονίδι παράγει πράγματα που οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν. Δισεκατομμύρια απειροελάχιστα κομμάτια πληροφορίας για τους ανθρώπους επεξεργάζονται και είτε προσφέρονται πίσω σ’ αυτούς άμεσα με τη μορφή πιο προσωποιημένων προϊόντων πληροφορίας, είτε ως άλλα χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες όπως εργαλεία αναζήτησης, χάρτες, οδηγίες ναυπήγησης, και κάθε είδους μορφή πληροφορίας, διάδρασης και διασκέδασης.

Αυτές οι δυναμικές δεν υπάρχουν απλώς “στο διαδίκτυο”. Το σύστημα αναφοράς πίστωσης συλλέγει δισεκατομμύρια απειροελάχιστα κομμάτια πληροφορίας, που από μόνα τους είναι άχρηστα, και τα επανασυσκευάζει σε προϊόντα πληροφορίας που μειώνουν τον κίνδυνο του δανεισμού και το κόστος της πίστωσης για εκατομμύρια καταναλωτές κάθε χρόνο. Κάποιοι από αυτούς τους καταναλωτές μπορούν έτσι να αγοράσουν σπίτια που μπορούν στη συνέχεια να ζεστάνουν με χαμηλού κόστους, φιλικές προς την οικονομία σόμπες πέλλετ.

Αυτό που συμβαίνει στην οικονομία της πληροφορίας είναι σχεδόν εντελώς υπόρρητο. Κανείς δεν υπογράφει μια συμφωνία ώστε τα δεδομένα του να επεξεργαστούν σε νέα πράγματα αξίας. Συνήθως δεν αλλάζει χέρια κανένα χρήμα γι’ αυτό. Οι άνθρωποι απλώς παίρνουν προϊόντα πληροφορίας χωρίς να πληρώσουν. Όταν μου έκοψαν τα δέντρα από το σπίτι, δεν κάναμε μια ξεχωριστή συμφωνία για το τι θα συμβεί με το πριονίδι που θα παραχθεί στο ξυλουργείο.

Υπάρχουν όμως προτάσεις να καταστεί υποχρεωτικό ένα “μέρισμα δεδομένων”, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση θα κάνει τις υπόρρητες συναλλαγές ρητές με τη μορφή πληρωμών, υπό τεράστια διαχειριστικά κόστη. Στη χειρότερη περίπτωση, θα λειτουργήσει ως ένα στρεβλωτικό σύστημα μεταβίβασης πλούτου που είναι ελκυστικό μόνο επειδή οι άνθρωποι θα βλέπουν χρήμα ενώ ταυτόχρονα θα χάνουν πρόσβαση σε δωρεάν, καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες.

Η προσωπική πληροφορία δεν είναι πριονίδι. Μπορεί να επηρεάσει έναν άνθρωπο πολύ μετά αφού αυτή έφυγε από το οικόπεδό του και πήγε προς επεξεργασία. Υπάρχουν συνεπώς εύλογες ανησυχίες που πρέπει να απαντηθούν, όπως για τον έλεγχο που οι άνθρωποι μπορεί να εκχωρούν χωρίς τη βούλησή τους και τους κανόνες δίκαιης, ακριβούς και προσήκουσας λειτουργίας υπηρεσιών όπως η αναφορά της πιστωτικής κατάστασης, η έρευνα και η εμφάνιση των κοινωνικών μέσων. Δεν θα πρέπει όμως αυτό να μας κάνει να ξεχνάμε ότι κάτι που προηγουμένως ήταν άχρηστο υλικό γίνεται πλέον χρήσιμο και επωφελές για τους ανθρώπους. Κι αυτό ισχύει τόσο για τα πέλλετ, όσο και για τα δεδομένα.

Ο Jim Harper είναι επισκέπτης ερευνητής στο American Enterprise Institute (ΑΕΙ).

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 16 Φεβρουαρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.