Η χώρα – λέει – συγκλονίζεται από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Σάμπως και δεν το ξέραμε ότι τα μαϊμού βοσκοτόπια ταΐζουν ψήφους, κομματάρχες και ρουσφέτια. Το κράτος δεν χρηματοδοτεί την παραγωγή, αλλά την παρακμή – με έντυπα, επιδοτήσεις και drone που χαρτογραφούν τη διαφθορά από ψηλά.
Αλλά το μεγαλύτερο σκάνδαλο δεν πετάει πάνω από χωράφια. Στρογγυλοκάθεται μέσα στις αίθουσες των Λυκείων. Εκεί όπου το 90% των μαθητών της Γ’ Λυκείου παίρνει 18 και 19 στο απολυτήριο και ούτε 12.000 μόρια στις πανελλαδικές.
Έχουμε αριστεία με το κιλό και ουσία με το σταγονόμετρο. Μαθητές-πελάτες, σε σχολεία-θερμοκήπια επιείκειας. Χωρίς απαιτήσεις, χωρίς κόπο. Μόνο με «κατανόηση» και ψυχολογική προσέγγιση — γιατί «δεν πρέπει να τραυματιστεί η παιδική ψυχή».
Η «προοδευτική» διάβρωση του εκπαιδευτικού συστήματος ξεκίνησε με το ΠΑΣΟΚ του «όλοι στο πανεπιστήμιο», συνεχίστηκε με τη γελοιότητα του «κάθε χωριό και ΑΕΙ», και ολοκληρώθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ που βάφτισε τα ΤΕΙ πανεπιστήμια. Το αποτέλεσμα; Αγράμματοι πτυχιούχοι και άνεργοι «αριστούχοι».
Το σχολείο έχει γίνει ο ΟΠΕΚΕΠΕ της γνώσης. Μοιράζει «βαθμολογικές επιδοτήσεις» για να μη δυσαρεστηθεί κανείς. Δημιουργεί εικονική αξιοκρατία, για να αισθάνονται όλοι «ίσοι» ― έστω και στην αποτυχία.
Αναρωτιόμαστε γιατί τα παιδιά δεν μπορούν να γράψουν μια σωστή περίοδο, γιατί τα ΑΕΙ είναι πάρκινγκ νεότητας, γιατί δεν παράγουμε ούτε μηχανικούς, ούτε γιατρούς, ούτε δασκάλους της προκοπής. Η απάντηση είναι απλή: δεν απαιτούμε τίποτα, αλλά επιβραβεύουμε τα πάντα.
Η εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν παράγει γνώση. Παράγει ψευδαισθήσεις. Κι όταν αυτές καταρρέουν, το κόστος μεταφέρεται στην κοινωνία: με κατάθλιψη, ψυχοθεραπεία και μια οικονομία γεμάτη «πτυχιούχους» που δεν μπορούν να βρουν δουλειά ούτε στον καθρέφτη.
Όσο κοιτάμε τα drones πάνω από τα βοσκοτόπια κι όχι την νοητική ερημοποίηση της νέας γενιάς, τόσο θα ζούμε σε μια χώρα όπου οι τίτλοι είναι ψεύτικοι, αλλά οι συνέπειες πολύ αληθινές.
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι οι ψεύτικες επιδοτήσεις.
Είναι οι ψεύτικοι άνθρωποι που φτιάχνουν.
Επιστολές αναγνωστών…
ΟΠΕΚΕΠΕ
Κ. Στούπα,
Οι Έλληνες γεωργοί, κτηνοτρόφοι και οι επαγγελματίες του εμπορίου αγροτικών προϊόντων, από το 1981 και μετά, είχαν έναν και μόνο στόχο: πώς θα ξεγελάσουν τις Βρυξέλλες και θα τα «οικονομήσουν» χοντρά.
Θυμάμαι κάθε Ιούνιο, επί εποχής πράσινης δραχμής, να στήνονται συσκέψεις – όχι για το πώς θα αυξηθεί η παραγωγή ή η ανταγωνιστικότητα, αλλά για το πώς θα στηθεί η κομπίνα.
Και δεν ήταν μόνο το περίφημο καλαμπόκι, κύριοι του ΠΑΣΟΚ. Ήταν οι επιδοτήσεις για τα καπνά, το βαμβάκι, τα σιτηρά, τις λεύκες, και ό,τι άλλο δήλωνε «καλλιέργεια». Για τα καπνά, μάλιστα, φάγαμε πρόστιμο 11,5 δισεκατομμύρια δραχμές.
Όταν ο τότε υπουργός Γεωργίας τόλμησε να ζητήσει να πληρώσουν και οι καπνέμποροι, αυτοί του απάντησαν – κατάμουτρα – πως αν τολμήσει να τους ακουμπήσει, θα κλείσουν τις επιχειρήσεις τους και να πάει ο ίδιος να αγοράσει, να επεξεργαστεί και να εξάγει τα ελληνικά καπνά. Είχαν βγάλει ήδη αρκετά για να ζήσουν μέχρι και τα τρισέγγονά τους.
Αν έχει το θάρρος, ας βγει ο τότε υπουργός να το διαψεύσει.
Και φτάνουμε στο σήμερα. Ξαφνικά, όλοι ξύπνησαν αγανακτισμένοι με τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Όχι γιατί ανακάλυψαν την κομπίνα ― αυτή είναι διαχρονική ― αλλά γιατί τους βολεύει να χτυπήσουν τον Μητσοτάκη. Άσχετος και ανίκανος στα εθνικά, λένε… αλλά ικανότατος στα μαγειρέματα του ΟΠΕΚΕΠΕ!
Και ξέρετε τι είναι το πιο γελοίο; Αυτοί που σήμερα ουρλιάζουν για τις επιδοτήσεις, χθες ωρύονταν για τις υποκλοπές. Τώρα που δεν τους συμφέρει, το θέμα έγινε καπνός. Χθες ήταν «το τέλος της Δημοκρατίας», σήμερα «δεν είναι της παρούσης».
Αει στο κόρακα, λιλιπούτειοι πολιτικοί της αντιπολίτευσης.
Ανίκανοι να κυβερνήσουν, ικανοί μόνο να ψαρεύουν στα θολά νερά της μικροπολιτικής και της υποκρισίας.
Με τιμή,
Μ.Τ.