Τη θέση ότι o υποψήφιος για τη δημαρχία της Ν. Υόρκης, Ζόχραν Μαμντάνι, προωθεί διά των social media μια ατζέντα, η οποία δεν αποτελεί το κυρίαρχο αφήγημα της αμερικανικής πολιτικής ζωής, αναλύει ο αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, σε συνέντευξή του στο Liberal.
Ο κ. Σαρηγιαννίδης εκτιμά πως ο Μαμντάνι, αν και φαίνεται πως παίζει αποτελεσματικά το επικοινωνιακό παιχνίδι, δείχνει πως οι πολιτικές του επιλογές είναι ξένες ακόμη και για ένα μεγάλο μέρος των Δημοκρατικών. Σημειώνει πως η ενασχόληση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «τον καθιστά δημοφιλή και βασικό παίκτη σε επίπεδο επικοινωνιακής πολιτικής, αλλά μόνο με την επικοινωνία δεν κερδίζονται εκλογές».
Σε ό,τι αφορά τη στάση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, σημειώνει πως σε περίπτωση εκλογής του Μαμντάνι, ο Αμερικανός πρόεδρος θα κάνει σίγουρα αρκετά δύσκολη τη ζωή του νέου δημάρχου, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των οικονομικών του Μητροπολιτικού Δήμου της Νέας Υόρκης.
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Τι θα σημαίνει, σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας για τις αμερικανικές πόλεις, μια ενδεχόμενη εκλογή του Ζόχραν Μαμντάνι ως δημάρχου σε ένα μητροπολιτικό κέντρο όπως η Νέα Υόρκη;
Πιστεύω ότι μια ενδεχόμενη νίκη του Μαμντάνι θα μπορούσε να δείξει, πρώτα απ’ όλα, ότι ο Τραμπ δεν είναι ανίκητος και δεν ηγεμονεύει πολιτικά. Θα αποτελούσε, ενδεχομένως, εκείνο το πολιτικό ρεύμα που θα μπορούσε να εκληφθεί ως «αντι-Τραμπ» από την άλλη πλευρά. Δεν μιλώ για μια θεωρία των «δύο άκρων», γιατί ο Ζοχράν Μαμντανί δεν διαθέτει τέτοιο πολιτικό και ιδεολογικό μέγεθος, αλλά σίγουρα - ειδικά στη Νέα Υόρκη - υπάρχει μια λογική αντίδρασης απέναντι στον Τραμπ, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται για ένα πλειοψηφικό ρεύμα.
Ο ίδιος ο Μαμντάνι είναι, θα λέγαμε, σοσιαλιστής αριστερός για τα δεδομένα των ΗΠΑ· ωστόσο, για τα ίδια τα αμερικανικά δεδομένα θεωρείται ριζοσπαστική αριστερά. Όταν μιλάμε για «αριστερά» στις ΗΠΑ, δεν εννοούμε την ίδια αριστερά όπως την κατανοούμε στην Ευρώπη· είναι μια πιο «ήπια» εκδοχή. Παρ’ όλα αυτά, για τα αμερικανικά δεδομένα προωθεί μια σοσιαλιστική ατζέντα, η οποία δεν αποτελεί το κυρίαρχο αφήγημα της αμερικανικής πολιτικής ζωής.
Αυτό, φυσικά, για τους Ρεπουμπλικανούς αλλά και για ένα μεγάλο μέρος των Δημοκρατικών είναι κάτι ξένο, πολύ διαφορετικό. Γι’ αυτό και η πολιτική καμπάνια που ακολουθεί ο Μαμντάνι θέτει στο επίκεντρο κοινωνικά - και όχι ιδεολογικά - ζητήματα. Ο Μαμντάνι φαίνεται ή θέλει να συστηθεί ως αντίπαλο δέος στον Τραμπ, ώστε να καρπωθεί την αντίδραση ή την απογοήτευση Αμερικανών ψηφοφόρων προς τον Τραμπ. Χρησιμοποιεί μια κοινωνική ατζέντα για να προσελκύσει τους ψηφοφόρους της Νέας Υόρκης και αποφεύγει τον πολιτικό λόγο που θα μπορούτσε να βάλει ευθέως στο αφήγημα του Make America Great Again, διότι καταλαβαίνει πως αυτό δεν τον συμφέρει πολιτικά.
Ο Μαμντάνι χρησιμοποίησε κατά κόρον τα social media στην προεκλογική του εκστρατεία. Είναι πράγματι, κύριε Καθηγητά, φορέας αντισυστημισμού; Σας ρωτώ γιατί ο ίδιος δεν ήταν εξ αρχής ο εκλεκτός των Δημοκρατικών στην κούρσα για τη Δημαρχία της Νέας Υόρκης.
Όχι. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ο εκλεκτός των Δημοκρατικών με βάση τις δημοσκοπήσεις. Και επειδή οι δημοσκοπήσεις δεν αποτυπώνουν πάντα το αποτέλεσμα, καθώς υπάρχει συχνά μια «σιωπηλή πλειοψηφία» ή έστω ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που παραμένει σιωπηλό - δεν θα εκπλαγώ αν τελικά δεν εκλεγεί ο Μαμντάνι και πάρει τη ρεβάνς εκείνος που μέχρι ένα σημείο φερόταν ως ο εκλεκτός των Δημοκρατικών, ο Κουόμο.
Κατά την άποψή μου, το ότι έχει παίξει αποτελεσματικά το επικοινωνιακό παιχνίδι, χρησιμοποιώντας πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, δεν σημαίνει απαραίτητα πως έχει εξασφαλίσει τη δημαρχία της Νέας Υόρκης. Τον καθιστά δημοφιλή και βασικό παίκτη σε επίπεδο επικοινωνιακής πολιτικής, αλλά μόνο με την επικοινωνία δεν κερδίζονται εκλογές. Ειδικά στις δημοτικές εκλογές χρειάζεται προσέγγιση «γειτονιά-προς-γειτονιά», πιο κοντά στον ψηφοφόρο και όχι μόνο σε έναν «ψηφιακό» κόσμο.
Νομίζω πως το έχουν αντιληφθεί και οι δύο βασικοί αντίπαλοι αυτή τη στιγμή στη Νέα Υόρκη - ο Κουόμο και ο Μαμντάνι - και πολιτεύονται στην πράξη γειτονιά-προς-γειτονιά, προσεγγίζοντας τους ψηφοφόρους. Εστιάζουν σε κοινωνικά θέματα όπως η στέγαση, η φορολόγηση των πλουσίων, η ακρίβεια, δηλαδή προβλήματα της καθημερινότητας, προσπαθώντας να τα παρουσιάσουν ως ζητήματα με τα οποία θα ασχοληθούν, εφόσον εκλεγούν.
Βέβαια, ο Μαμντάνι έχει να αντιμετωπίσει και τα εμπόδια που ενδέχεται να θέσει ο Ντόναλντ Τραμπ σε περίπτωση επανεκλογής του, ασκώντας αυστηρότερο έλεγχο στα οικονομικά του Δήμου της Νέας Υόρκης. Αυτό θα σήμαινε ότι ο δήμαρχος Μαμντάνι θα πρέπει να «κάνει μαγικά» για να βρει έσοδα - ενδεχομένως μέσω φορολογίας- ώστε να εξορθολογήσει τα οικονομικά του Δήμου και να υλοποιήσει την κοινωνική ατζέντα που υπόσχεται.
Με προλάβατε ως προς την ερώτηση... Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη πάρει θέση εναντίον του Μαμντάνι, στηρίζοντας τον πιο μετριοπαθή αντίπαλο και χαρακτηρίζοντάς τον «κομμουνιστή». Αν ο Μαμντάνι κερδίσει, τι είδους αντιπαράθεση ανάμεσα στο ομοσπονδιακό κέντρο και τη Δημαρχία της Νέας Υόρκης μπορούμε να περιμένουμε; Θα θυμίσει τις παλιές συγκρούσεις του Τραμπ με τις «μπλε» πόλεις ή θα είναι πιο ιδεολογική αντιπαράθεση;
Δύο πράγματα: Πρώτον, το να χαρακτηρίσει κάποιος στις ΗΠΑ έναν πολιτικό «κομμουνιστή», δεν σημαίνει ότι πράγματι είναι. Στις ραδιοφωνικές εκπομπές του Fox, ο Μπαράκ Ομπάμα παρουσιαζόταν ως «κομμουνιστής». Για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αυτό δεν ισχύει. Άρα, όσα λέει ο Τραμπ δεν πρέπει να τα εκλαμβάνουμε «τοις μετρητοίς» ούτε να τα ερμηνεύουμε με την ευρωπαϊκή/ελληνική εμπειρία. Η κατανόηση του «κομμουνισμού» στις ΗΠΑ είναι διαφορετική.
Δεύτερον, ο Τραμπ, αν θελήσει, μπορεί να περιορίσει τη χρηματοδότηση προς τον Δήμο της Νέας Υόρκης, αναγκάζοντας ενδεχομένως τον Μαμντάνι να μην υλοποιήσει όσα υπόσχεται (π.χ. φορολόγηση των πλουσίων) και προκαλώντας οικονομική ασφυξία στον Δήμο. Έτσι, θα περιόριζε τις δυνατότητες άσκησης κοινωνικής πολιτικής, όπως ο υποψήφιος την υπόσχεται. Αυτός είναι και ένας έμμεσος τρόπος να στρέψει τους Νεοϋορκέζους ψηφοφόρους προς τον επικρατέστερο αντίπαλο του Μαμντάνι, τον Κουόμο: ουσιαστικά τους λέει «αν ψηφίσετε τον Μαμντάνι, μην περιμένετε καλύτερες μέρες, γιατί δεν θα τον αφήσω να εφαρμόσει όσα λέει». Με άλλα λόγια, ανάμεσα σε δύο, κατά την αντίληψη του Τραμπ, «κακά», προτιμά το «λιγότερο κακό», δηλαδή έναν μετριοπαθή Δημοκρατικό με τον οποίο θα μποορούσε να συνεργαστεί όσο εκείνος δεν τον προκαλεί.
Ένα βασικό στοιχείο της εκστρατείας του Μαμντάνι είναι το κόστος ζωής, η στέγαση και η ιδέα για περισσότερες δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες. Έχει μιλήσει, για παράδειγμα, για μανάβικα που θα ανήκουν στη δικαιοδοσία και οικονομική διαχείριση του Μητροπολιτικού Δήμου. Είναι εφικτά όλα όσα «ευαγγελίζεται» ο Μαμντάνι, με βάση τον τρόπο λειτουργίας των ΗΠΑ και την οικονομική ελευθερία που βιώνει η χώρα;
Νομίζω πως αυτά που παρουσιάζει δεν είναι άγνωστα στον τρόπο ζωής των Αμερικανών ούτε αποτελούν πρωτότυπες λύσεις. Όλα, όμως, είναι θέμα διαχείρισης. Η οικονομική διαχείριση - είτε προέρχεται από τον Δήμο είτε από άλλο φορέα - είναι αυτή που τελικά αντιμετωπίζει τα ζητήματα που απασχολούν τον κόσμο.
Τώρα, αν πιστεύουν ότι με δημοτικά μανάβικα θα αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, εντάξει... είναι μια προσέγγιση με σαφές ιδεολογικό στίγμα, αλλά δεν σημαίνει ότι αποτελεί λύση. Φαντάζομαι ότι αντίστοιχες λύσεις έχουν προταθεί και αλλού στις ΗΠΑ, άλλες λειτούργησαν, άλλες όχι.
Η ακρίβεια, όμως, δεν αντιμετωπίζεται με «ασπιρίνες» σε δημοτικό επίπεδο· απαιτείται άσκηση συνολικής πολιτικής - από φοροελαφρύνσεις μέχρι βελτίωση εισοδημάτων και δομικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Επομένως, το να μιλάμε μόνο για συνοικιακά μανάβικα ως «θεραπεία» της ακρίβειας, είναι κάτι που βρίσκεται εκτός κοινωνικής πραγματικότητας και παραπέμπει περισσότερο σε επικοινωνιακή τακτική του υποψηφίου παρά σε ουσιαστική λύση.
Σας ανησυχεί το ενδεχόμενο πολώσεων στο εσωτερικό της πόλης – μεταξύ πιο συντηρητικών κύκλων, επιχειρηματικών συμφερόντων, θρησκευτικών κοινοτήτων – που μπορεί να αποδυναμώσουν τον ρόλο της Νέας Υόρκης ως παγκόσμιου κόμβου;
Για τεράστιες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, είναι δεδομένο ότι υπάρχουν διαφορετικές ομάδες πίεσης, συμφερόντων και ελίτ. Το να βρίσκεται μια τέτοια μητρόπολη σε διαρκή διαδικασία ζυμώσεων είναι απολύτως φυσιολογικό, και οι άνθρωποι εκεί έχουν μάθει να λειτουργούν έτσι. Δεν μιλάμε για μικρό μέγεθος, ώστε να περιμένουμε οριζόντιες πολιτικές που γίνονται πλειοψηφικά αποδεκτές και έχουν άμεσα αποτελέσματα.
Μητροπόλεις όπως η Νέα Υόρκη απαιτούν ευρύτερες συνθέσεις, πιο χαλαρές συνεργασίες που ικανοποιούν περισσότερες πλευρές και προσφέρουν το μεγαλύτερο δυνατό όφελος στο μεγαλύτερο δυνατό τμήμα του πληθυσμού. Κάπως έτσι δουλεύει το σύστημα και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Φυσικά, στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα τα προβλήματα, όπως η ακρίβεια, η στέγαση και η εγκληματικότητα εμφανίζονται σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Και τέτοιας κλίμακας ζητήματα δεν λύνονται με επικοινωνιακές τακτικές. Η επιτυχία στα social media δεν εγγυάται εκλογικό αποτέλεσμα ούτε την ικανότητα διακυβέρνησης που απαιτείται την «επόμενη μέρα» στο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης
* Ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
