Λ. Καμπουρίδης: Ο Ερντογάν και τα ανοιχτά μέτωπα του 2026
AP Photo/Francisco Seco
AP Photo/Francisco Seco

Λ. Καμπουρίδης: Ο Ερντογάν και τα ανοιχτά μέτωπα του 2026

Από τη Συρία και το Κουρδικό, μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο, τις ισορροπίες με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, το ρήγμα που βαθαίνει με το Ισραήλ και την ακροβασία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας, αλλά και το θερμό εσωτερικό πολιτικό τοπίο, τις έριδες γύρω από τη διαδοχή Ερντογάν και τη «θηλιά» που έχει περάσει το καθεστώς στην κεμαλική αντιπολίτευση, ο αμυντικός αναλυτής Λάζαρος Καμπουρίδης αποτυπώνει μιλώντας στο Liberal και την Ευαγγελία Μπίφη όλα τα μέτωπα που δοκιμάζουν και καθορίζουν την Τουρκία εντός και εκτός συνόρων.

Στο γύρισμα του χρόνου, ο κ. Καμπουρίδης, αντιστράτηγος ε.α. και συνεργάτης του αμερικανικού Ινστιτούτου Defense and Foreign Affairs, καταγράφει τις βασικές παραμέτρους της τουρκικής εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, όπως αυτές διαμορφώθηκαν το 2025 και εισέρχονται στο 2026, χαρτογραφώντας το συνολικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η Άγκυρα σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο διεθνές περιβάλλον και ενώ βλέπει την αμερικανική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο να αναβαθμίζει το γεωπολιτικό ρόλο και τη θέση της Ελλάδας στον ενεργειακό πεδίο, αλλά και τη συμμαχία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ να εδραιώνεται. Εξ ου και ο Λάζαρος Καμπουρίδης εκτιμά ότι θα εκδηλωθεί μία πιο επιθετική στάση εκ μέρους της Τουρκίας, η οποία θα περιοριστεί κυρίως σε επίπεδο ρητορικής.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πλέγμα εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων και η Άγκυρα καλείται να ισορροπήσει μεταξύ αντικρουόμενων στρατηγικών επιλογών, σε μια συγκυρία όπου η οικονομική πίεση παραμένει ασφυκτική και οι γεωπολιτικές της φιλοδοξίες συναντούν ολοένα περισσότερα όρια.

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης

Κύριε Καμπουρίδη, αν επιχειρούσαμε να σκιαγραφήσουμε το συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται σήμερα η Τουρκία, ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τα πολλαπλά ανοιχτά της μέτωπα εν όψει του 2026; 

Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν το νέο τοπίο ως προς τα ανοιχτά μέτωπα της Τουρκίας και την προοπτική του 2026. Ο πρώτος είναι η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο δεύτερος αφορά την προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε μια συνδιαλλαγή με τον φυλακισμένο Κούρδο ηγέτη, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, με στόχο την επίλυση του Κουρδικού ζητήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται μια σειρά από αλληλοσυνδεόμενες εξελίξεις: η όξυνση της σύγκρουσης με το Ισραήλ στη Συρία, η επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία, αλλά και η προσπάθεια της Άγκυρας να διασπάσει το τρίγωνο Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω της ανάπτυξης συνεργασιών με την Ιταλία και την κυβέρνηση της Τρίπολης στη Λιβύη.

Παράλληλα, παρατηρείται μια προσεκτική βελτίωση των σχέσεων με την Αίγυπτο, ενταγμένη στην ίδια στρατηγική εξισορρόπησης. Στο ίδιο πλέγμα εντάσσεται και το ζήτημα της Γάζας, όπου η Τουρκία φαίνεται να επιμένει, με σχεδόν εμμονικό τρόπο, στην επιδίωξη ρόλου για την «επόμενη μέρα».

Ταυτόχρονα, ανοίγει ένα νέο μέτωπο με τη Ρωσία, καθώς η Τουρκία εγκατέλειψε στην πράξη τη στάση ουδετερότητας που τηρούσε στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, λαμβάνοντας σαφέστερη θέση υπέρ της Ουκρανίας και προκαλώντας τη δυσαρέσκεια της Μόσχας. Το σύνολο αυτών των παραμέτρων συνθέτει το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται σήμερα η τουρκική εξωτερική πολιτική.

Στο εσωτερικό πεδίο, ιδιαίτερη σημασία έχει η στοχοποίηση και σύλληψη του βασικού πολιτικού αντιπάλου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του Εκρέμ Ιμάμογλου, καθώς και η μάχη για τη διαδοχή του ίδιου του Τούρκου προέδρου. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η προσπάθεια αποδυνάμωσης του υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, στην οποία φαίνεται να εμπλέκονται και πρόσωπα από το στενό οικογενειακό περιβάλλον του Ερντογάν.

Εστιάζοντας πρώτα στα καθ’ ημάς, ποια Τουρκία είχαμε απέναντί μας τη χρονιά που φεύγει και πώς εκτιμάτε ότι θα κινηθεί έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου μέσα στο 2026;

Κατά τη χρονιά που ολοκληρώνεται, η Τουρκία επιχείρησε να διατηρήσει χαμηλούς τόνους έναντι της Ελλάδας σε επιχειρησιακό επίπεδο, όχι όμως και σε επίπεδο ρητορικής. Παρατηρήθηκε όξυνση της ρητορικής σε ζητήματα όπως ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός και τα θαλάσσια πάρκα.

Απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία, ωστόσο, η Άγκυρα διατήρησε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους, με αφορμή την εγκατάσταση προηγμένων οπλικών συστημάτων ισραηλινής κατασκευής στο νησί.

Την ίδια στιγμή, η περαιτέρω ενίσχυση του τριγώνου Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, σε συνδυασμό και με την πρόσφατη τριμερή σύνοδο στην Ιερουσαλήμ, αποτυπώνει έναν αυξανόμενο εκνευρισμό της Τουρκίας και μια μετατόπιση της στάσης της έναντι Αθήνας και Λευκωσίας. Εκτιμώ ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί και το 2026, λαμβάνοντας πιο επιθετικά χαρακτηριστικά σε επίπεδο ρητορικής.

Η ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας και Κύπρου με το Ισραήλ -μέσω νέων οπλικών συστημάτων, κοινών ασκήσεων και συμφωνιών για επιχειρησιακούς σχηματισμούς- δημιουργεί στην Άγκυρα την αίσθηση ότι περιέρχεται σε θέση άμυνας. Αυτό προκαλεί έντονο προβληματισμό, χωρίς ωστόσο να μεταφράζεται σε άμεση επιχειρησιακή κλιμάκωση, δεδομένων των οικονομικών περιορισμών και των πολλαπλών ανοιχτών μετώπων της Τουρκίας.

Παρά ταύτα, το προηγούμενο έτος η Άγκυρα ανακοίνωσε νέους στρατιωτικούς σχηματισμούς: αποβατικές και αεροπορικές διοικήσεις, καθώς και ενισχυμένες ειδικές δυνάμεις σε όλο το τόξο Έβρου-Αιγαίου-Κύπρου. Αυτό καταδεικνύει ότι, παρά τη Διακήρυξη Φιλίας των Αθηνών του Δεκεμβρίου 2023, η Τουρκία συνεχίζει απρόσκοπτα την προπαρασκευή των ενόπλων της δυνάμεων, τόσο σε επίπεδο δομής όσο και μέσω καθαρά επιθετικών εξοπλιστικών προγραμμάτων που αφορούν άμεσα την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία.

Πώς εκλαμβάνει η Τουρκία το γεγονός ότι η Ελλάδα «ανέβηκε πίστα» στην ενεργειακή σκακιέρα;

Στο ενεργειακό πεδίο, ο εκνευρισμός της Τουρκίας είναι εμφανής. Η Άγκυρα διαπιστώνει ότι η νέα στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή αποδίδει αναβαθμισμένο ρόλο στην Ελλάδα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση ενεργειακών οικοπέδων από αμερικανικές εταιρείες, όπως η Exxon και η Chevron, αλλά και ως βασικό κόμβο μεταφοράς αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη μέσω του Κάθετου Διαδρόμου, με τη στήριξη τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ποιες προσδοκίες καλλιέργησε στην Άγκυρα η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και σε ποιο βαθμό αυτές διαψεύστηκαν; 

Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο δημιούργησε στην Άγκυρα την προσδοκία ότι θα ευνοηθούν κρίσιμα τουρκικά ζητήματα: από την ενέργεια έως τις επιδιώξεις στη Συρία και τα εξοπλιστικά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων των F-35, των F-16 και των κινητήρων για το μαχητικό KΑΑΝ.

Αυτό αποτυπώθηκε ξεκάθαρα κατά την επίσκεψη του Ερντογάν στον Λευκό Οίκο, όταν ο Τούρκος πρόεδρος μετέβη με υψηλές προσδοκίες, για να διαπιστώσει τελικά ότι οι όροι που έθεσε η αμερικανική πλευρά ήταν εξαιρετικά σκληροί. Ουσιαστικά ζητήθηκε από την Τουρκία να απεμπλακεί από τον ενεργειακό και οικονομικό βρόχο της Ρωσίας, κάτι που συνιστά εξαιρετικά δύσκολη επιλογή για την Άγκυρα.

Παράλληλα, όπως προκύπτει και από δηλώσεις του Αμερικανού πρέσβη στην Άγκυρα Τομ Μπάρακ, η Τουρκία δεν φαίνεται να καταλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που θα επιθυμούσε στη νέα αμερικανική στρατηγική. Αντιθέτως, ο κύριος ρόλος αποδίδεται στην Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ, αφήνοντας την Τουρκία εκτός βασικών σχεδιασμών.

Ιδιαίτερη σημασία αποδίδουν οι ΗΠΑ στη γραμμή Κασπία-Μέση Ανατολή-Ανατολική Μεσόγειος, γεγονός που προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια στην Άγκυρα. Εκτιμάται ότι αυτή η στάση δεν θα αλλάξει, καθώς επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το εβραϊκό λόμπι, αλλά και από το ανοιχτό μέτωπο Τουρκίας-Ισραήλ, το οποίο συνδέεται άμεσα με τη στήριξη της Τουρκίας στη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τις τουρκικές επιδιώξεις στη Συρία.

Η στρατηγική των ΗΠΑ στην περιοχή του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασία, με στόχο τον έλεγχο του διαδρόμου Ζανγκεζούρ στην Αρμενία -κάτι που θα ήθελε να αναλάβει η Τουρκία- δείχνει επίσης ότι η Άγκυρα μένει εκτός του ελέγχου των εξελίξεων σε αυτή την κρίσιμη περιοχή. Οι αμερικανικοί σχεδιασμοί δίνουν στην Τουρκία έναν δευτερεύοντα ρόλο.

Πώς συγκρούονται τα συμφέροντα Τουρκίας και Ισραήλ στη Συρία και ποια η διασύνδεση με το Κουρδικό ζήτημα;

Η Συρία παραμένει εξαιρετικά κρίσιμος γεωγραφικός χώρος, παρά το γεγονός ότι διαθέτει μεταβατικό πρόεδρο, ο οποίος μέχρι πρόσφατα ήταν διεθνώς επικηρυγμένος ως τρομοκράτης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη χώρα, καθώς επιδιώκουν να τη χρησιμοποιήσουν ως κόμβο για τα συμφέροντά τους στην ευρύτερη περιοχή.

Σε αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται με σαφήνεια η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ, η οποία έχει καταστεί ιδιαίτερα ορατή τα τελευταία τρία χρόνια. Η Τουρκία στηρίζει τον Αλ-Τζολάνι, προσβλέποντας στη συγκρότηση ενός ενιαίου συριακού κράτους χωρίς αυτόνομες περιοχές μειονοτήτων. Ωστόσο, οι Κούρδοι, οι Αλαουίτες και οι Δρούζοι, αντιλαμβανόμενοι τις πραγματικές προθέσεις του μεταβατικού καθεστώτος, θέτουν ως προτεραιότητα την απόκτηση κάποιας μορφής αυτονομίας.

Αυτό το αίτημα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα συμφέροντα της Τουρκίας και αποτελεί σημείο μετωπικής σύγκρουσης με το Ισραήλ. Οι εξελίξεις αναμένονται κρίσιμες, χωρίς να διαφαίνεται άμεση διαμόρφωση σταθερών ισορροπιών.

Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι Κούρδοι της Βόρειας Συρίας, της Ροζάβα, οι οποίοι υποστηρίζονται από τη Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ (CENTCOM) και φαίνεται να βρίσκονται εκτός της επιρροής του Αμπντουλάχ Οτσαλάν στο πλαίσιο της επίλυσης του Κουρδικού στην Τουρκία. Υποστηριζόμενοι τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από το Ισραήλ, επιμένουν στη δική τους γραμμή αυτονομίας, σε αντίθεση με τις προσπάθειες της Τουρκίας να τους οδηγήσει στην παράδοση του οπλισμού τους και την ενσωμάτωσή τους στον συριακό στρατό.

Οδεύουν οι σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ προς περαιτέρω επιδείνωση;

Αναφορικά με τις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ, μπορούμε να πούμε με σαφήνεια ότι το 2025 αποτέλεσε έτος έντονης επιδείνωσης. Η βασική αιτία είναι η ανοιχτή στήριξη της Τουρκίας προς τη Χαμάς, κάτι που κατέστη εμφανές και στο πλαίσιο της διαδικασίας υλοποίησης του σχεδίου Τραμπ για την «επόμενη μέρα» στη Γάζα. Πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας.

Εδώ πρέπει να σταθούμε σε δύο κομβικά σημεία. Το πρώτο αφορά μια ιστορικής σημασίας μεταβολή: για πρώτη φορά σε επίσημα θεσμικά κείμενα του Ισραήλ, η Τουρκία καταγράφεται ως η πρώτη απειλή για την ασφάλειά του. Μέχρι πρότινος, τη θέση αυτή κατείχε αποκλειστικά το Ιράν. Πλέον, η Τουρκία προστίθεται ρητά σε αυτό το επίπεδο απειλής.

Το δεύτερο σημείο, εξίσου καθοριστικό και με σαφή επιχειρησιακή διάσταση, σχετίζεται με τα «μαθήματα» που άντλησε η Άγκυρα μετά την ισραηλινή επίθεση κατά του Ιράν τον περασμένο Ιούνιο. Η επίθεση αυτή προκάλεσε βαθύ προβληματισμό στην τουρκική ηγεσία ως προς τις πραγματικές επιχειρησιακές δυνατότητες της ίδιας. Η Τουρκία αντιλήφθηκε ότι, σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση, υστερεί σε κρίσιμους τομείς έναντι του Ισραήλ.

Η συνεχής υποστήριξη της Άγκυρας προς τη Χαμάς, σε συνδυασμό με τη στήριξη του Κατάρ, προϊδεάζει ότι και το 2026 θα είναι χρονιά περαιτέρω επιδείνωσης των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ. Η Τουρκία επιμένει σε μια στάση που, στην πράξη, υπονομεύει το σχέδιο Τραμπ για τη Γάζα και την ευρύτερη ειρήνευση της περιοχής.

Δεδομένου ότι το ζήτημα παραμένει πλήρως ανοιχτό και ότι η Χαμάς δεν προχωρά σε αφοπλισμό, μένουν να φανούν τα επόμενα βήματα του Ισραήλ, εντός του 2026

Το Ισραήλ έχει καταστήσει απολύτως σαφές ότι δεν προτίθεται, σε καμία περίπτωση, να αποδεχθεί παρουσία τουρκικών δυνάμεων στη Γάζα, κάτι στο οποίο επιμένει η Άγκυρα.

Την ίδια στιγμή, η Χαμάς δείχνει ότι δεν έχει πρόθεση να εφαρμόσει τη δεύτερη φάση του σχεδίου Τραμπ, στάση που υποστηρίζεται από την Τουρκία. Εκτιμώ ότι και το επόμενο έτος θα δούμε νέες ισραηλινές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, καθώς η μόνη δύναμη που μπορεί να αφοπλίσει τη Χαμάς και να οδηγήσει σε μια μορφή σταθεροποίησης παραμένουν οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις.

Πώς κινείται συνολικά η Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο και ποια είναι τα όρια της στρατηγικής της στην περιοχή; 

Στην Ανατολική Μεσόγειο παρατηρούμε τη συνέχιση της τουρκικής επιθετικής στρατηγικής, η οποία, αξίζει να σημειωθεί, επεκτείνεται και στην Αφρική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σομαλία, όπου η Τουρκία έχει δημιουργήσει βάση για δοκιμές πυραυλικών συστημάτων, καθώς και δορυφορικό σταθμό. Παράλληλα, υπάρχει έντονη σύγκρουση της Άγκυρας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αναφορικά με την «επόμενη μέρα» στο Σουδάν.

Ταυτόχρονα, είδαμε μια προσπάθεια της Τουρκίας να συγκροτήσει ένα τριγωνικό σχήμα συνεργασίας με την Ιταλία και την κυβέρνηση της Τρίπολης στη δυτική Λιβύη, με στόχο τη διάσπαση του άξονα Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη για την Άγκυρα υπήρξε η αποτυχία προσέγγισης της Ανατολικής Λιβύης, της Βεγγάζης και του στρατάρχη Χαφτάρ. Εξίσου σημαντική ήταν η δημόσια δήλωση του Ακίλα Σάλεχ, προέδρου της εδρεύουσας στο Τομπρούκ Βουλής των Αντιπροσώπων, ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο στερείται νομιμοποίησης.

Θα πρέπει η Άγκυρα ξαναχτίσει τη στρατηγική της στην περιοχή;

Το τουρκολιβυκό μνημόνιο αποτελεί θεμέλιο λίθο του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» και, ως εκ τούτου, για την Τουρκία συνιστά μονόδρομο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Άμυνας της Τουρκίας, Γιασάρ Γκιουλέρ, σε συνέντευξή του προς Τούρκους δημοσιογράφους.

Η Άγκυρα επιμένει στο μνημόνιο, καθώς το θεωρεί τον μοναδικό τρόπο αντίδρασης απέναντι στον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραματίζουν η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, εκτιμώ ότι η τουρκική στρατηγική στη γραμμή Τουρκία-Λιβύη δύσκολα μπορεί να αποδώσει. Οι ενεργειακές επιδιώξεις της Τουρκίας νότια της Κρήτης ουσιαστικά ακυρώνουν, σε επίπεδο πρακτικών δυνατοτήτων, την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στα λιβυκά οικόπεδα της ίδιας περιοχής.

Περνώντας στις σχέσεις της Τουρκία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ρόλο που διεκδικεί στην ευρωπαϊκή άμυνα, τι μέλλει γενέσθαι;

Το προηγούμενο έτος καταγράφηκε προσπάθεια της Τουρκίας να ενταχθεί στο πρόγραμμα SAFE, που αφορά τη χρηματοδότηση προγραμμάτων της αμυντικής βιομηχανίας, αξιοποιώντας την εικόνα μιας αναπτυσσόμενης τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Ωστόσο, λόγω του ελληνικού βέτο, η προσπάθεια αυτή δεν ευοδώθηκε, προκαλώντας έντονη δυσαρέσκεια της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία.

Παρά την αποτυχία αυτή, η Τουρκία αναμένεται να συνεχίσει την προσπάθεια ένταξής της στον ευρωπαϊκό αμυντικό σχεδιασμό και το 2026. Ήδη καταγράφεται πρόθεση από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποδοθεί στην Τουρκία πιο ενεργός ρόλος σε ζητήματα ασφάλειας στη Μαύρη Θάλασσα, γεγονός που αποτελεί έναν από τους βασικούς λόγους της έντονης ενόχλησης της Μόσχας.

Στο πεδίο των εξοπλισμών από ευρωπαϊκές χώρες, η Τουρκία έχει βρει μία πρώτη λύση ανάγκης όσον αφορά τα Eurofighter από Κατάρ και Ομάν, ενώ σίγουρα θα πάρει το δρόμο του και η προμήθεια των μαχητικών από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Τι γίνεται ωστόσο με τα F-35 από τις Ηνωμένες Πολιτείες; Διακρίνετε ότι θα υπάρξουν εξελίξεις μεσομακροπρόθεσμα με κινήσεις της κυβέρνησης Ερντογάν για τους S-400;

Στη συνάντηση Ερντογάν-Πούτιν στο Τουρκμενιστάν, στις 15 Δεκεμβρίου, ο Τούρκος πρόεδρος ζήτησε από τον Ρώσο ομόλογό του την επιστροφή των S-400. Το αίτημα αυτό όχι μόνο απορρίφθηκε, αλλά ουσιαστικά επιβεβαίωσε τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, παρότι θα μπορούσε να χρειάζεται τους S-400 στο ουκρανικό μέτωπο, επιλέγει στρατηγικά να διατηρεί «ανοιχτή» την πληγή των S-400 στην Τουρκία. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο αποτρέπει την επανένταξη της Άγκυρας στο πρόγραμμα των F-35, αλλά διατηρεί και ένα μόνιμο σημείο τριβής μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών.

Δεν διακρίνω, εντός του 2026, προοπτική επίλυσης του ζητήματος των S-400. Στο παρελθόν είχε εξεταστεί το ενδεχόμενο απενεργοποίησης και αποθήκευσής τους ως συμβιβαστική λύση, ωστόσο φαίνεται ότι ούτε αυτή γίνεται πλέον αποδεκτή από την Ουάσινγκτον. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι μέσα στο 2026 η Τουρκία ούτε θα επιστρέψει τους S-400, ούτε θα τους μεταπωλήσει ή παραδώσει σε τρίτη χώρα, ούτε φυσικά θα λάβει το «πράσινο φως» για την προμήθεια των F-35.

Τι έχει αλλάξει ουσιαστικά στη σχέση της Τουρκίας με τη Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν και πώς διαμορφώνεται αυτή η εξίσωση εν όψει του 2026; 

Το μέτωπο της Ουκρανίας υπήρξε καθοριστικό για τη ρήξη στις σχέσεις Μόσχας-Άγκυρας. Παρά τις δηλώσεις Πούτιν τον Ιούνιο του 2023 και του 2024 περί στήριξης της Τουρκίας ως ενεργειακού κόμβου, η εγκατάλειψη της τουρκικής ουδετερότητας στον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας έχει προκαλέσει έντονη και δημόσια δυσαρέσκεια της Μόσχας.

Εκτιμώ ότι και το 2026 θα υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων, τόσο λόγω συγκρουόμενων συμφερόντων σε διαφορετικές γεωγραφικές ζώνες, όσο και εξαιτίας της προσπάθειας της Τουρκίας να στραφεί προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, η Ρωσία ενοχλείται έντονα από τον ρόλο που επιδιώκει να διαδραματίσει η Τουρκία στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής άμυνας, όπου η Ρωσία αντιμετωπίζεται ως η κύρια απειλή.

Παρά την επιδείνωση, η Μόσχα εξακολουθεί να διαθέτει ισχυρά εργαλεία πίεσης προς την Τουρκία, τόσο μέσω της παροχής φθηνού φυσικού αερίου, όσο και μέσω του πυρηνικού σταθμού του Άκουγιου, ο οποίος παραμένει ανενεργός αλλά αποτελεί κρίσιμη ενεργειακή ανάγκη για την Άγκυρα.

Τέλος, τα πρόσφατα περιστατικά με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, που αποδίδονται στη Ρωσία και εκλαμβάνονται από την Τουρκία ως έμμεσα μηνύματα δυσαρέσκειας, ενισχύουν την εκτίμηση ότι, εφόσον η Άγκυρα δεν αλλάξει στάση -κάτι που θεωρώ σχεδόν αδύνατο- η κατάσταση θα επιδεινώνεται.

Πού κυμαίνονται την ίδια στιγμή οι σχέσεις Τουρκίας-Κίνας υπό το βάρος και των αμερικανικών πιέσεων;

Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Κίνα έχουν έναν ιδιαίτερο και σύνθετο χαρακτήρα. Παρά την ύπαρξη του ζητήματος των δικαιωμάτων των τουρκογενών Ουιγούρων στη Δυτική Κίνα, η Άγκυρα αποφεύγει μια μετωπική αντιπαράθεση με το Πεκίνο. Ο βασικός λόγος είναι η ανάγκη της Τουρκίας για κινεζικά κεφάλαια, τα οποία συνδέονται άμεσα με επενδύσεις στην τουρκική οικονομία.

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι δύο χώρες έχουν υπογράψει και συμφωνία συνεργασίας στον τομέα του τουρισμού. Το εμπορικό ισοζύγιο και οι συνολικές συναλλαγές μεταξύ Τουρκίας και Κίνας ανέρχονται σε περίπου 50 δισ. δολάρια, ενώ η Άγκυρα προσδοκά περαιτέρω κινεζικές επενδύσεις. Παράλληλα, υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων στο πλαίσιο του «Δρόμου του Μεταξιού», και συγκεκριμένα στον διάδρομο που συνδέει την Κίνα με την Κεντρική Ασία και, μέσω του διαδρόμου Ζανγκεζούρ, την Τουρκία με την Ευρώπη.

Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ προς χώρες που θεωρεί συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Τουρκία, να αποδώσουν. Η Κίνα αποτελεί «κόκκινο πανί» για τις οικονομικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις της Ουάσινγκτον στην ευρύτερη περιοχή.

Πώς αξιολογείτε τις σχέσεις της Τουρκίας με τον αραβικό κόσμο και γιατί τα αραβικά κεφάλαια δεν έφθασαν στον βαθμό που επιδίωκε ο Ερντογάν;

Μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 2023 και την επανεκλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την ίδια χρονιά, η Τουρκία κατέβαλε έντονη προσπάθεια να προσελκύσει αραβικά κεφάλαια από τις πλούσιες χώρες του Κόλπου, όπως το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Παρότι ανακοινώθηκε ένα πακέτο επενδύσεων ύψους 70 δισ. δολαρίων, μέχρι σήμερα μόλις 1 δισ. έχει φτάσει στην Τουρκία υπό τη μορφή πραγματικών επενδύσεων.

Παρά τη φαινομενική προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Άγκυρα δεν κατάφερε να αποσπάσει τα προσδοκώμενα οικονομικά οφέλη. Και οι δύο αυτές χώρες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την Τουρκία με καχυποψία. Αυτό οφείλεται αφενός στη διαχρονική στήριξη της Άγκυρας προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και αφετέρου στη στάση της στο ζήτημα της Γάζας και στη στήριξή της προς τη Χαμάς, θέσεις που έρχονται σε αντίθεση με τις στρατηγικές επιλογές των Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας.

Επιπλέον, οι χώρες αυτές αποτελούν βασικό κρίκο του διαδρόμου IMEC (Ινδία-Μέση Ανατολή-Ευρώπη), ενώ η Τουρκία προωθεί εναλλακτικούς διαδρόμους, όπως τον άξονα Βασόρα-Τουρκία-Ευρώπη και τον λεγόμενο «Μεσαίο Διάδρομο», που ξεκινά από την Κίνα, διέρχεται από την Κεντρική Ασία και την Τουρκία και καταλήγει στην Ευρώπη.

Ως εκ τούτου, αν και η Τουρκία συνεχίζει να απολαμβάνει πολιτική και οικονομική στήριξη από το Κατάρ, εκτιμώ ότι το επόμενο έτος η αμερικανική στρατηγική στην περιοχή δεν θα ευνοήσει τη βελτίωση των σχέσεων της Άγκυρας με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία. Αντίθετα, οι σχέσεις με το Κατάρ δεν αναμένεται να διαταραχθούν όσο ο Ερντογάν παραμένει στην προεδρία. Υπάρχει προσωπική σχέση με τον Εμίρη του Κατάρ, ιδεολογική σύγκλιση γύρω από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και σταθερή οικονομική υποστήριξη προς την Τουρκία, η οποία εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί.

Περνώντας στο εσωτερικό μέτωπο της Τουρκίας, σε ποιο στάδιο βρίσκεται σήμερα η διαδικασία που επανέφερε το Κουρδικό ζήτημα στο επίκεντρο και μέχρι πού μπορεί να φτάσει η πολιτική αυτή;

Το 2025 αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο έτος για τις εσωτερικές πολιτικές διεργασίες στην Τουρκία, τόσο σε επίπεδο κυβερνητικής σταθερότητας όσο και σε ό,τι αφορά την προσπάθεια διαχείρισης του Κουρδικού ζητήματος. Βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία προσέγγισης, στην οποία πρωταγωνιστούν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο κυβερνητικός του εταίρος, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, με πρωτοβουλία του τελευταίου να αξιοποιηθεί ο φυλακισμένος ηγέτης του PKK, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ως διαμεσολαβητικός παράγοντας.

Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι η κατάθεση των όπλων και η αυτοδιάλυση του PKK. Το αντάλλαγμα, εάν και εφόσον το εγχείρημα ευοδωθεί, θα ήταν μια κοινοβουλευτική πρωτοβουλία για την παραχώρηση συνταγματικών δικαιωμάτων στους Κούρδους, κυρίως μέσω της αναγνώρισης της κουρδικής ταυτότητας και της κουρδικής γλώσσας - κάτι που για πολλούς Τούρκους αναλυτές θεωρείται εξαιρετικά απίθανο.

Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε ένα κρίσιμο σημείο. Το PKK έχει δηλώσει ότι αποσύρει τις δυνάμεις του από την Τουρκία και προχωρά σε αυτοδιάλυση. Ωστόσο, η απουσία ουσιαστικής προόδου από την τουρκική πλευρά στο κοινοβουλευτικό σκέλος, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα επιθετική στάση της Άγκυρας απέναντι στους Κούρδους της Βόρειας Συρίας, έχει ως αποτέλεσμα μια ιδιότυπη κατάσταση: από τη μία μια τυπική διάλυση του PKK και από την άλλη μια ανασύνταξη των δυνάμεών του στο Βόρειο Ιράκ, καθώς και ενίσχυση των Κούρδων της Ροζάβα στη Βόρεια Συρία. Το Κουρδικό ζήτημα, επομένως, παραμένει ανοιχτό.

Υπόθεση Εκρέμ Ιμάμογλου: Πολλοί ερμηνεύουν τη σιωπή της Δύσης ως «λευκή επιταγή» στον Ερντογάν… 

Η σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς αναλυτές, κυρίως λόγω της πλήρους αφωνίας της Δύσης. Παρά το γεγονός ότι η Δύση συχνά επικρίνει την Τουρκία για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε ουσιαστική αντίδραση.

Το αποτέλεσμα είναι να διαμορφώνεται η εικόνα ότι ο Ερντογάν απολαμβάνει τη στήριξη της Δύσης, παρότι αυτή θα μπορούσε να είναι σαφώς πιο επικριτική απέναντι στις αντισυνταγματικές πρακτικές της κυβέρνησής του και ακόμη να προχωρήσει σε κυρώσεις, ακόμη και στον τομέα των εξοπλισμών. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με αφορμή όχι μόνο τη σύλληψη του Ιμάμογλου, αλλά και τις φυλακίσεις δημάρχων, πολιτικών αντιπάλων και δημοσιογράφων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό το πλαίσιο, για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 22 χρόνια διακυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), το κόμμα του Ερντογάν υπολείπεται στις δημοσκοπήσεις του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Σε ποιο βαθμό το ζήτημα της διαδοχής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επηρεάζει τις εσωτερικές ισορροπίες εξουσίας στο κυβερνητικό στρατόπεδο;

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον μέτωπο που σχετίζεται άμεσα με τη διαδοχή Ερντογάν είναι η έντονη σύγκρουση γύρω από το πρόσωπο του Χακάν Φιντάν, ο οποίος θεωρείται από πολλούς πιθανός διάδοχος. Παρατηρείται μια προσπάθεια αποδόμησης του νυν υπουργού Εξωτερικών από την ίδια την οικογένεια Ερντογάν, και συγκεκριμένα από τους γαμπρούς του και τον γιο του, Μπιλάλ Ερντογάν.

Η σύγκρουση αυτή έχει οδηγήσει σε συλλήψεις δημοσιογράφων, διορισμούς επιτρόπων σε εταιρείες της αμυντικής βιομηχανίας και σε μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα, δημιουργώντας μια μόνιμη εσωτερική πληγή τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ο Χακάν Φιντάν, ο οποίος διαθέτει υψηλή δημοφιλία και θεωρούνταν ο επικρατέστερος διάδοχος του Ερντογάν, βρίσκεται πλέον στο στόχαστρο επιθέσεων από διάφορους πολιτικούς κύκλους.

Το ζήτημα αυτό αναμένεται να μας απασχολήσει και το 2026. Παράλληλα, παραμένει ανοιχτό το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης που θα επέτρεπε στον Ερντογάν να διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία. Για να καταστεί αυτό δυνατό, απαιτείται η στήριξη του φιλοκουρδικού κόμματος, η οποία συνδέεται άμεσα με την παραχώρηση συνταγματικών δικαιωμάτων στους Κούρδους - ένα αίτημα που παραμένει ανεκπλήρωτο εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.

Αποτελεί η συμμαχία Ερντογάν-Μπαχτσελί παράγοντα σταθερότητας ή πηγή μελλοντικής κρίσης;

Τους τελευταίους μήνες έχουν εμφανιστεί αρκετά σύννεφα στις σχέσεις των δύο κυβερνητικών εταίρων Ερντογάν και Μπαχτσελί. Η ένταση αυτή σχετίζεται και με τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Ο Ερντογάν πιστεύει ότι, για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα και να εξασφαλίσει επενδυτικά κεφάλαια, η Τουρκία πρέπει να στραφεί προς τη Δύση. Αντίθετα, ο Μπαχτσελί θεωρεί ότι η χώρα θα πρέπει να κινηθεί προς μια στρατηγική σύμπλευση με τη Ρωσία και την Κίνα. Παράλληλα, υπάρχουν ζητήματα που αφορούν την κατανομή ισχύος σε χαμηλό επίπεδο στον κρατικό μηχανισμό, όπου έχουν διωχθεί πολλά άτομα του ακροδεξιού χώρου των Γκρίζων Λύκων, των οποίων ηγείται ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί. 

Τα υπομέτωπα στο πολιτικό σκηνικό είναι πολλαπλά και ενώ ο Ερντογάν φαινόταν μέχρι πρότινος ικανός να τα καλύψει, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν μπορεί να τηρήσει τις υποσχέσεις του προς τους Κούρδους και πώς θα εξελιχθεί το μέτωπο που έχει ανοίξει απέναντι στον Χακάν Φιντάν.Το νέο έτος αναμένεται να φέρει σημαντικές εξελίξεις τόσο στην ευρύτερη πολιτική σκηνή όσο και στο εσωτερικό του AKP.

Κλείνοντας, στο μέτωπο της τουρκικής οικονομίας, τι προμηνύεται για το επόμενο διάστημα;

Η τουρκική οικονομία υπέστη ισχυρό πλήγμα μετά τους σεισμούς του 2023. Παρότι η χώρα διαθέτει σχετική νομισματική αυτονομία, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ξένα κεφάλαια. Αυτό εξηγεί τα ανοίγματα του Ερντογάν τόσο προς τις αραβικές χώρες όσο και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως μέσω της αμυντικής βιομηχανίας, που αποτελεί βασικό πυλώνα της βιομηχανικής παραγωγής.

Ωστόσο, η συγκρουσιακή εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τα πολλαπλά εσωτερικά μέτωπα, λειτουργεί ανασταλτικά για την οικονομική ανάκαμψη. Υπό αυτές τις συνθήκες, εκτιμάται ότι η τουρκική οικονομία ενδέχεται να αντιμετωπίσει ακόμη πιο δυσμενείς εξελίξεις το προσεχές διάστημα.


* Ο Αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Καμπουρίδης είναι απόφοιτος της Σχολής Εθνικής Άμυνας, κάτοχος MBA από το Nottingham Trend University, Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του ΔΠΘ, και υποψήφιος Διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ διετέλεσε μέλος της Ελληνικής Διπλωματικής Αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1995-1999, Ακόλουθος Άμυνας στην Ελληνική Πρεσβεία στην Άγκυρα/παράλληλη διαπίστευση στο Μπακού την περίοδο 2013-2017. Είναι συνεργάτης του αμερικανικού Ινστιτούτου αναλύσεων, «Defense and Foreign Affairs». Αποστρατεύθηκε τον Μάρτιο / 2022.