Στις 19 Ιουνίου 1999 στην Μπολόνια, οι υπουργοί Παιδείας 29 ευρωπαϊκών κρατών συνυπέγραψαν μια διακήρυξη στην οποία αποτυπωνόταν το κοινό όραμα για την εναρμόνιση των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η επιλογή του σημείου συνάντησης των υπουργών, στην ιταλική φοιτητούπολη της βόρειας Ιταλίας, είχε συμβολική σημασία, μιας και η Μπολόνια αποτελεί επισήμως, από το 1088, το αρχαιότερο πανεπιστήμιο στον δυτικό κόσμο. Η «Συμφωνία της Μπολόνια», όπως έμεινε γνωστή, είχε ως στόχο την δημιουργία ενός «Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης», μέσα από την εισαγωγή ενός συγκρίσιμου, συμβατού και ενοποιητικού συστήματος για την ευρωπαϊκή τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Φέτος, η συζήτηση για τη «Μπολόνια» στη χώρα μας έκλεισε... πριν καλά καλά ανοίξει. Στη συνέντευξή του στο Liberal.gr και τη Μαρία Κέντη-Κρανιδιώτη, ο ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά, Κωνσταντίνος Χλωμούδης, επαναφέρει τη συζήτηση γύρω από τον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης. Μια συζήτηση που μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για να αναλογιστούμε εκ νέου ποια είναι η καλύτερη κατεύθυνση για το μέλλον των φοιτητών και των διδασκόντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
O κ. Χλωμούδης μας μίλησε αναλυτικά για τους στόχους, τα πλεονεκτήματα και τους λόγους για τους οποίους, παρότι οι βασικές αρχές της Μπολόνια έχουν ενσωματωθεί σε σημαντικό βαθμό από τις μεγάλες εκπαιδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, στην Ελλάδα δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.
«Βασικό στοιχείο της Μπολόνια ήταν η ενοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ευρώπη»
«Κύριος στόχος της εν λόγω διακήρυξης ήταν η σύγκλιση στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Ουσιαστικά το σύνθημά της ήταν "3+2+3". Δηλαδή, τρία χρόνια το προπτυχιακό, δύο χρόνια το μεταπτυχιακό και τρία μετά - το λιγότερο - το διδακτορικό. Αυτή η συζήτηση είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990, με σχετικές συζητήσεις και διαβουλεύσεις και το 1999 υπογράφηκε και από την Ελλάδα. Ήταν τότε υπουργός Παιδείας ο αείμνηστος Γεράσιμος Αρσένης. Ακολούθησε μετέπειτα το 2004 ο κύριος Πέτρος Ευθυμίου, ο οποίος, κατά τη δικιά μου γνώμη, άνοιξε μια πιο οργανωμένη συζήτηση για αυτό το θέμα.
Δυστυχώς όμως το κλίμα της εποχής, όπως πάντοτε συμβαίνει στη χώρα μας, κρίθηκε ακατάλληλο. Κρίθηκε ότι τότε, το 2000 – 2004, με την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, θα είχε πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση. Και έτσι έκριναν ότι δεν πρέπει να κατατεθεί η σχετική διάταξη της απόφασης. Ακολούθησε μετά η αείμνηστη πάλι, Μαριέττα Γιαννάκου - εξαιρετική υπουργός - η οποία προσπάθησε με πολλή πίστη να διαμορφώσει μεταρρυθμιστικές δομές στη χώρα μας. Στην ουσία τι έκανε; Πήρε το κείμενο του Πέτρου Ευθυμίου, κάνοντας κάποιες οριακές αλλαγές και το κατέθεσε το 2005, όταν θεσμοθετήθηκε και η αρχή αξιολόγησης των πανεπιστημίων, δηλαδή η Αρχή Πιστοποίησης. Μόλις επιχείρησε η κυρία Γιαννάκου να εφαρμόσει την συμφωνία της Μπολόνια, για διάφορους λόγους, η ίδια η παράταξή της την καθαίρεσε. Δυστυχώς, μετά την κυρία Γιαννάκου, πάγωσε η διαδικασία. Επανήλθε νέα προσπάθεια να πιάσουμε το νήμα σαν χώρα με τον νόμο 4009 της κυρίας Διαμαντοπούλου, όπου στο άρθρο 30 υπήρχε πρόβλεψη για δυνατότητα των τριετών σπουδών. Και αυτή όμως η διάταξη, όπως και ο νόμος δυστυχώς στο σύνολό του, παρέμειναν ανεφάρμοστοι. Μετά ήρθε η κρίση. Άρα, αντιλαμβάνεστε ποιο είναι το χρονικό κενό που μεσολάβησε.
Σήμερα, έχουμε το κοινό της δομικής ακινησίας – μια δυσανεξία, δηλαδή, στις δημιουργικές αλλαγές. Αυτό είναι το κοινό που ικανοποιεί όλους. Τους πολιτικούς που δεν θέλουν να κάνουν μεταρρυθμίσεις, αυτούς δεν θέλουν να έχουν κόστος και τους ανθρώπους γενικά που είναι αμήχανοι και ανήσυχοι με τις μεταρρυθμίσεις. Αυτούς δηλαδή που είναι φοβικοί και αυτούς οι οποίοι ούτως ή άλλως από θέση αρχής και άποψης είναι αρνητικοί σε αλλαγές στα πανεπιστήμια, άλλοτε με λόγους και τεκμηρίωση και άλλοτε από ένστικτο. Το ένστικτο όμως, δεν είναι πάντοτε κάτι θετικό ή δημιουργικό.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις απέρριψαν την Μπολόνια. Αρχικά, κατά την εκτίμησή μου, η κυβέρνηση το 2000 δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της αντιπαράθεσης με την Εκκλησία ως προς το ζήτημα των ταυτοτήτων και ταυτοχρόνως να έχει τα Πανεπιστήμια απέναντί της. Είναι τόσο απλή, κατά τη γνώμη μου, η ερμηνεία. Τότε λοιπόν, έλαβαν χώρα λαοσυνάξεις οι λεγόμενες - και δημιουργήθηκε ένα έντονο κλίμα αντίδρασης για την πολιτική επιλογή της διαγραφής του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες. Ήταν μια εκσυγχρονιστική επιλογή που διαφοροποιούσε σε κάποιο βαθμό τα θρησκευτικά από τα κρατικά καθήκοντα. Εκείνη την περίοδο προφανώς κρίθηκε σκόπιμο - παρά το ότι υπήρχε προετοιμασία και προεργασία επί Ευθυμίου - να μην η εφαρμοστεί Μπολόνια. Οι συνθήκες δεν θεωρήθηκαν ώριμες. Σήμερα δεν έχει κάποιο λόγο η Εκκλησία να εμπλακεί σε αυτή τη συζήτηση».
«Είμαστε στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ένωσης και δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί συμπεριφερόμαστε ως εξαίρεση στον κανόνα»
«Η Μπολόνια δεν εφαρμόστηκε πουθενά στην Ελλάδα. Σε κανένα τμήμα.Σε άλλες χώρες τις ΕΕ, όπως στις μεγάλες εκπαιδευτικές δυνάμεις της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, υπήρξε η αποδοχή των τριετών σπουδών.
Η χώρα μας είναι ευρωπαϊκή χώρα. Είμαστε στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί συμπεριφερόμαστε ως εξαίρεση στον κανόνα. Τώρα, το κάνει η Δανία και το κάνει με πολλή επιτυχία η Ολλανδία τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως και στην Γερμανία έχει γίνει, η Γερμανία όμως κρατάει σε ένα μεγάλο βαθμό πολλές σχολές σε ένα τεταρτοετές επίπεδο. Όμως όλο και περισσότερο, τα μεγάλα πανεπιστήμια διαμορφώνουν και προσαρμόζονται με αργά βήματα σε αυτό το μοντέλο. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι δυνάμεις όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Αγγλία - αν και η τελευταία δεν είναι πλέον μέλος της ΕΕ – έχουν αποφασίσει αυτή τη στρατηγική. Εμείς λοιπόν, πρέπει να δούμε αν έχουμε ευκολίες και οφέλη από αυτή την ιστορία, εάν την αποφασίσουμε.
Από το κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο ωφελείται η αύξηση της κινητικότητας των φοιτητών, είτε στη διάρκεια των σπουδών τους, μέσω ERASMUS, είτε μετά την αποφοίτησή τους, αν θέλουν να συνεχίσουν μεταπτυχιακές σπουδές ή να εργαστούν στο εξωτερικό. Νομίζω ότι η κινητικότητα θα μεγιστοποιηθεί και θα διευκολυνθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Θα διευκόλυνε επίσης όσους Έλληνες ζουν, μεγάλωσαν ή σπούδασαν στο εξωτερικό και θέλουν να επιστρέψουν είτε για να σπουδάσουν στην Ελλάδα είτε για να εργαστούν εδώ στην πατρίδα τους, εφόσον το επιστημονικό τους αντικείμενο έχει κάποιο έρεισμα και πέρασμα. Και το τρίτο πεδίο είναι η επίδραση που θα έχει στα ίδια τα ΑΕΙ της χώρας μας, είτε αυτά είναι τα δημόσια σήμερα, είτε αύριο, τα ιδιωτικά. Αυτή η προοπτική, δηλαδή της εναρμόνισης της Ελλάδας με την διακήρυξη της Μπολόνιας, θα διευκόλυνε καταρχήν τις συνέργειες των ελληνικών πανεπιστήμιων, έτσι ώστε να αναπτύξουν κοινά προγράμματα. Ήδη αναπτύσσουμε αρκετά μεταπτυχιακά - και φέτος είναι χαρακτηριστική η χρονιά - στα πλαίσια της πρωτοβουλίας των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, έτσι όπως αναπτύσσεται.
Επίσης, όταν μιλάμε για κινητικότητα δεν εννοούμε ότι θα φέρουμε κάποιους από έξω. Αυτή την ιστορία της βιομηχανίας της εκπαίδευσης που λανσάρει ότι θα φέρουμε Κινέζους, θα φέρουμε από την Μ. Ανατολή, θα φέρουμε Ρώσους… Αυτή η λογική απαξιώνει, κατά τη γνώμη μου, τα ξένα πανεπιστήμια κι αυτά που διαμορφώνονται τώρα στην Αραβία ή την Ινδία. Προφανώς σε κάποια αντικείμενα, στα πλαίσια ενός διεθνούς καταμερισμού ικανοτήτων και εργασίας και ταλέντων, θα έχουμε κάποιες επιλογές. Σε κάποια επιστημονικά πεδία, προφανώς θα προσελκύουμε. Σε κάποια άλλα, θα λέμε στα παιδιά μας να πάνε έξω. Άρα όταν αναφέρομαι εγώ στην κινητικότητα δεν λέω να έρχονται εδώ ξένοι φοιτητές, αλλά να μπορούν με τους ίδιους όρους και εναρμονισμένα να πάνε και τα παιδιά μας στο εξωτερικό, όπου αυτά κρίνουν ότι μπορούν να χτίσουν τα όνειρά τους. Και βεβαίως εκεί, αφού δομήσουν γνώσεις, πεδίο, υπόβαθρο, μετά να έχει ανοιχτές αγκάλες η χώρα μας, στο βαθμό που μπορεί, να τους απασχολήσει να τους απορροφήσει ικανούς, ώριμους και έτοιμους».
«Η ισότιμη συμμετοχή των ελληνικών πανεπιστημίων στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι μεγάλη υπόθεση»
«Καταλαβαίνω ότι αυτή η συζήτηση που επιχειρούμε να κάνουμε τώρα ή που κάνουμε αυτή τη στιγμή δεν έχει γίνει με το εύρος της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ας διαφωνήσουμε, αλλά να υπάρξει συζήτηση. Η οριζόντια εφαρμογή παντού και πάντα με ένα νόμο και ένα άρθρο της Μπολόνια, πουθενά δεν έχει γίνει και θα ήταν λάθος αν γίνει. Επιχειρήθηκε κάποια στιγμή ως συζήτηση εδώ, αλλά είναι λάθος. Άλλο πράγμα ποιο είναι το κυρίαρχο μοντέλο στο οποίο θα αναπτύξεις και θα δομήσεις την εκπαίδευσή σου και άλλο να αφήσεις βαθμούς ελευθερίας σε εξειδικευμένα γνωστικά πεδία και επιστημονικά αντικείμενα σε κάποιες σχολές ή κάποια τμήματα.
Η Μπολόνια αποτελεί μια βάση. Είναι εύκολο; Προφανώς όχι. Γιατί κάθε χώρα έχει ελαστικότητες, επαγγελματικά δικαιώματα. Δηλαδή, να το πούμε και ξεκάθαρα. Αν θελήσει κάποιος στη χώρα μας να δει το 3 συν 2 συν 3, δεν πρέπει να υπάρχει σχολή εθελοντικής παρακολούθησης. Δηλαδή η παρακολούθηση πρέπει να είναι υποχρεωτική. Εδώ τα περισσότερα πανεπιστήμια έχουν εθελοντική συμμετοχή στις παρακολουθήσεις. Δεν έχουν την υποχρεωτική παρακολούθηση, εκτός από κάποια εργαστήρια στα οποία είναι υποχρεωτική.
Οποιοδήποτε τμήμα του ελληνικού πανεπιστημίου, δεν είναι και το μοναδικό στον κόσμο. Δεν είναι παρθενογένεση, δηλαδή. Συγκρίνεται, ανταγωνίζεται ομότεχνα σε ένα διεθνές πεδίο. Για να δούμε λοιπόν σε διεθνές πεδίο, πόσα χρόνια χρειάζεται για αυτή τη γνώση στο αντικείμενο στο οποίο θέλουμε να εξειδικεύσουμε; Και εκεί ακριβώς θα μπορέσει να γίνει η προσαρμογή. Είναι όλες οι σχολές τρία συν δύο; Όχι. Είναι προφανές ότι υπάρχουν σχολές που από τη φύση τους θα πρέπει να προσαρμόσουν τα δεδομένα, δηλαδή να έχουν τη δυνατότητα να έχουν μεγαλύτερο πρόγραμμα. Και αυτό βεβαίως εξαρτάται από τις λεγόμενες πιστωτικές, ακαδημαϊκές μονάδες. Και με την τεκμηρίωση με τα διεθνή επίπεδα, τότε βεβαίως θα γίνεται αποδεκτό να υπάρχουν και πέντε έτη, να υπάρχουν και τεταρτοετή, αλλά θα αποδειχθεί ότι σε ένα μεγάλο βαθμό, η πλειοψηφία θα είναι τρία συν δύο συν τρία. Ως βάση αναφοράς.
Αυτό διαμορφώνει πολλές καλές προϋποθέσεις και για την κινητικότητα των φοιτητών μας στο ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και την κινητικότητα των διδασκόντων - πάντα στο πλαίσιο των συνεργασιών, σε μια πορεία ισότιμης συμμετοχής των ελληνικών πανεπιστημίων σε αυτό που λέμε ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκπαίδευσης. Είναι μεγάλη υπόθεση!».
«Για να αντέξει ένα εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να έχει περιφερειακή δύναμη»
«Ο στόχος μας για κοινό ευρωπαϊκό πτυχίο, είναι το όραμά μας. Μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο ευρωπαϊκός στόχος. Μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς και της πανεπιστημιακής κοινότητας και του κράτους μας, και της χώρας μας. Εγώ πιστεύω ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πλούτου της γνώσης είναι η δυνατότητα να προσαρμόσεις σε διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα, πολιτισμούς και αφηγήματα. Έτσι όπως πάμε σήμερα με τα πανεπιστήμια, σε ένα μεγάλο βαθμό και με τους κινδύνους που βλέπουμε σε διεθνές επίπεδο - αυτό που συμβαίνει στην Αμερική - η Ευρώπη πρέπει να κρατήσει τα πανεπιστήμια της ως φάρους. Γιατί τα πανεπιστήμια είναι που φτιάχνουν άτομα να μαθαίνουν πώς να σκέφτονται, όχι τι να σκέφτονται. Αυτή τη στιγμή στην Αμερική, αυτό που θέλει ο Τραμπ είναι μια κουλτούρα όπου τα πανεπιστήμια θα είναι χώροι που θα διαμορφώνουν άτομα για το τι θα σκέπτονται. Νομίζω ότι θέλουμε ανθρώπους για το πώς θα σκέπτονται. Αυτό σημαίνει μια διαφορετική δομή και στα προγράμματα. Με αυτήν την έννοια, για να αντέξει ένα εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να έχει περιφερειακή δύναμη. Η περιφερειακή δύναμη μπορεί να είναι η Ευρώπη στο θέμα των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Εδώ τώρα τι έκαναν; Για παράδειγμα, στα πολυτεχνεία βρήκαν ένα «παράθυρο», το λεγόμενο Integrated Master. Είναι εκείνα τα λεγόμενα προπτυχιακά που παίρνουν πέντε χρόνια, γίνονται πενταετή και γίνονται αυτομάτως μεταπτυχιακά με πιστοποιήσεις. Κάποια μπορεί να είναι, αλλά αυτή η πατέντα την οποία την πήρανε σε διάφορα πανεπιστήμια και σχολές, ανάλογα με την πελατειακή σχέση που έχουν με την εκάστοτε κυβέρνηση και τις επιδράσεις που έχουν. Και έχουμε 101 ανώτατα εκπαιδευτικά τμήματα στο Μηχανογραφικό του 2025, οι φοιτητές των οποίων θα έχουν τη δυνατότητα με την αποφοίτησή τους να έχουν ένα ενιαίο και αδιάσπαστο μεταπτυχιακό τίτλο μαζί με το προπτυχιακό. Είναι μια εξαιρετικής κοπής ελληνική πατέντα που νομίζω ότι κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να αποκλίνει από τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Και αν είναι πολιτική επιλογή την καταλαβαίνω, αλλά διαφωνώ. Είναι μια πολιτική επιλογή απόκλισης από την Ευρώπη. Δεν μπορείς να μιλάς στο όνομα της σύγκλισης με την Ευρώπη και στο επίπεδο της ανώτερης εκπαίδευσης να κάνεις τέτοιες επιλογές ή να συναινείς είτε δια της σιωπής είτε νομοθετώντας - γιατί αυτά έχουν αποδοχή από το Υπουργείο. Δεν γίνονται μόνο από τους πανεπιστημιακούς.
Σχετικά με τον ΔΟΑΤΑΠ (Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης) - και εδώ να δώσουμε κάποιους πόντους - τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μεγάλα βήματα. Και στο επίπεδο της εξυπηρέτησης και στο επίπεδο της προσαρμογής. Προφανώς τίποτα δεν είναι τέλειο και προφανώς πολλά άλλα βήματα που έχουν γίνει πρέπει να τα αναγνωρίζουμε και να δώσουμε στους ανθρώπους που δούλεψαν εκεί τα credits που τους αναλογούν, τους πόντους που τους αναλογούν. Άρα λοιπόν κανένας δεν αμφισβητεί αυτή τη στιγμή την δυνατότητα του ΔΟΑΤΑΠ να αναγνωρίζει με επάρκεια, με εντιμότητα, με δικαιοσύνη, με βάση τους νόμους και τις επιλογές, τις σχετικές εξομοιώσεις οι οποίες απαιτούνται».
«Μόνο αν ανοίξει η συζήτηση για την Μπολόνια θα υπάρξει ωριμότητα απόρριψης ή αποδοχής από οποιαδήποτε πολιτική εξουσία»
«Το κλίμα ποτέ δεν θα είναι τέλειο για να εφαρμοστεί κάτι. Το κλίμα όμως για να ανοίξει η συζήτηση, οργανωμένα, δομημένα, με τους θεσμούς, νομίζω ότι κανένας δεν το αποκλείει. Υπάρχουν πάρα πολλές τεχνικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις για να ανοίξει μια συζήτηση. Για παράδειγμα, με το να οργανώσεις με την πρωτοβουλία των ίδιων των πανεπιστημίων κάποιες πρώτες συζητήσεις, κάποια πρώτα συνέδρια και να καλέσεις κάποια ιδρύματα από την Ευρώπη να έρθουν και να ανταλλάξουν εμπειρίες για αυτό που έγινε. Τόσα χρήματα πάνε, δεν υπάρχει κάποιος που να ενδιαφέρεται να οργανώσει ένα τέτοιο συνέδριο να ανταλλαχθούν απόψεις; Γιατί, υπάρχουν τεκμηριωμένες απόψεις και σοβαρά επιχειρήματα επιφύλαξης από κάποιες σχολές - αλλά από κάποιες μόνο. Ε, δεν μπορούν τώρα αυτές οι «κάποιες» σχολές που πράγματι έχουν λόγο να το παίρνουν ισοπεδωτικά όμως και να καθιστούν όλα τα πανεπιστήμια τετραετή.
Αν ανοίξει η συζήτηση οργανωμένα και μεθοδικά, για ένα - δύο χρόνια, τότε θα υπάρξει ωριμότητα απόρριψης ή αποδοχής από οποιαδήποτε πολιτική εξουσία. Άρα αυτό που διεκδικούμε είναι να ανοίξει η συζήτηση. Όχι να μας έρθει ένα έτοιμο νομοσχέδιο όπως συνηθίζεται στη χώρα μας. Από όποια κυβέρνηση. Και αυτή η κυβέρνηση, για το συγκεκριμένο θέμα πρέπει - και έχει σημασία - να έχει ευρύτερη δυνατή πολιτική και κοινωνική συναίνεση.
Πες ότι είχε μια κυβέρνηση η οποία δεν αμφισβητείτο με τίποτα και είχε το 90%. Και πάλι, αν μου έφερνε ένα νόμο αυταρχικά, θα ήμουν αντίθετος. Εγώ λέω να ανοίξει η συζήτηση. Μια συζήτηση η οποία θα λέει τα εξής πάρα πολύ απλά. Αυτό το σύστημα που έχουμε σήμερα είναι «bestpractice»; Είναι μια πρακτική που διαμορφώνει όρους ανταγωνιστικής απόδοσης στο επίπεδο της έρευνας και στο επίπεδο της παραγωγής και σε παγκόσμιο επίπεδο; Αν ναι, θα την υποστηρίξουμε. Αν είμαστε επιφυλακτικοί - εγώ είμαι από τους επιφυλακτικούς σε αυτή τη διαδικασία - τότε να συζητήσουμε ποια είναι τα προβλήματα και ποιες είναι οι λύσεις. Έτσι όπως ο κόσμος μας διαμορφώνεται σήμερα, μία σοβαρή συζήτηση κατ’εμέ θα πρέπει να γίνει σε ένα ευρύτερο περιφερειακό πλαίσιο, που είναι να συναντηθούμε με τις μεγάλες εκπαιδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης. Αυτός είναι ο χώρος μας, η Ευρώπη. Για όποιον έχει επιφύλαξη για την επιλογή μας για να είμαστε στην Ευρώπη, το σέβομαι, αλλά δεν υπάρχει περιθώριο συζήτησης μαζί του.
Αν ανοίξει η συζήτηση θα καταλήξει. Αλλιώς θα επιβληθεί. Αν δεν γίνουμε εμείς οι φορείς του εκσυγχρονισμού και εάν εμείς οι ίδιοι δεν προσαρμόσουμε προς όφελος της κοινωνίας αντίστοιχες και σχετικές αλλαγές, ο εκσυγχρονισμός και η προσαρμογή στα διεθνή δεδομένα θα χρησιμοποιήσουν ως ράγες τους εργαζόμενους, τους φοιτητές και την ίδια την κοινωνία. Τα πιο χαμηλά στρώματα δηλαδή.
Και η συζήτηση που κάνουμε σήμερα και η δουλειά η δικιά σας και αυτό που προσπάθησα εγώ να κάνω κοινοποιώντας αυτή τη σκέψη μου, νομίζω είναι μια προσπάθεια πίεσης προς αυτή την κατεύθυνση. Ούτε κέντρα λήψης αποφάσεων ελέγχουμε, ούτε πολιτική δύναμη προπάντων έχουμε για κάτι τέτοιο. Μπορούμε, όμως, να επηρεάσουμε προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Σήμερα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στον πανεπιστημιακό χώρο που ταυτοχρόνως μιλάνε με αντίστοιχα θεσμικά και λειτουργικά πλαίσια στην Ευρώπη. Το είδαμε τώρα και στις συνεργασίες μας που κάνουμε με άλλα πανεπιστήμια με σκοπό να δημιουργηθούν κοινά μεταπτυχιακά, ότι υπάρχουν κάποιες σχετικές αδυναμίες και δυσκολίες οι οποίες ίσως λύνονταν με την Μπολόνια. Νομίζω ότι η συζήτηση για την Μπολόνια φέτος ανοίχτηκε από τέτοιους κύκλους και όχι από πολιτικούς. Περισσότερο, δηλαδή, από τεχνοκρατικούς και ευρωπαϊκούς. Βιάστηκε όμως η κυβέρνηση να τους κλείσει πριν αυτή η συζήτηση ανοίξει και πάρει τη σχετική της δυναμική».
«Ζούμε σε μια εποχή υψηλών ρυθμιστικών και πολιτικών κινδύνων για τα πανεπιστήμια»
«Επιμένω να μιλάω για το ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα της Ευρώπης. Εγώ θα ήθελα να αναδείξω τις αντιθέσεις οι οποίες θα υπάρχουν και θα είναι σημαντικές μεταξύ αυτών της Ευρώπης και αυτών της Αμερικής του παρόντος. Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Δηλαδή, ζούμε σε μια εποχή υψηλών ρυθμιστικών και πολιτικών κινδύνων για τα πανεπιστήμια. Για την Ευρώπη τα πανεπιστήμια θα πρέπει να παραμείνουν ο ακρογωνιαίος λίθος των οικονομιών της γνώσης και των κοινωνιών μας. Τα πανεπιστήμια για την Ευρώπη ήταν πάντοτε εργαλείο και μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας. Δηλαδή οι φτωχοί μπορούσαν να μεταφερθούν σε μια άλλη τάξη, σε μια άλλη κοινωνική κατηγορία, να εξελιχθούν αφού εργαστούν.
Εικάζω ότι έχουμε θετικά αποτελέσματα από το αυτοδιοικούμενο των πανεπιστήμιων, αιώνες τώρα. Προφανώς υπήρχαν και στιγμές ατυχείς, αλλά ο τελικός ισολογισμός είναι θετικός. Στην εποχή που ζούμε, βλέπουμε ότι μεγάλες ιδέες και αξίες για τα πανεπιστήμια εργαλειοποιούνται ταχύτατα και από κρατικές ηγεσίες, αλλά και από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που καθετοποιούν τις δραστηριοτητές τους. Δηλαδή θέλουν να εκπαιδεύουν αποκλειστικά με τη δικιά τους κουλτούρα, γνώση και παιδεία μελλοντικούς εργαζόμενους για τις δικές τους δουλειές και αυτό είναι επικίνδυνο. Τα πανεπιστήμια χρησιμεύουν ως κινητήριος δύναμη και για την δημοκρατική συμμετοχή και για την πολιτιστική καινοτομία αλλά και για την κοινωνική κινητικότητα. Αυτά είναι τα πανεπιστήμια της Ευρώπης αυτή τη στιγμή και αυτός θα ήταν και ο κίνδυνος και η πρόκληση για την χώρα μας».
*Ο Κωνσταντίνος Χλωμούδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Μέχρι τον Αύγουστο του 2025 ήταν μέλος ΔΕΠ του Παν/μιου Πειραιώς, στο Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών, όπου διετέλεσε Κοσμήτορας στη Σχολή Ναυτιλίας και Βιομηχανίας του Πανεπιστημίου Πειραιώς, από το Ακαδημαϊκό έτος 2017-18 έως και το 2020.Από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι το 2020 διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. της Ρυθμιστικής Αρχής Λιμένων (Ρ.Α.Λ.).Έχει δημοσιεύσει αριθμό μελετών σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια. Έχει συμμετάσχει αυτοτελώς ή σε συνεργασία στην έκδοση πολλών βιβλίων, σχετικών με το πεδίο της Θαλάσσιας Οικονομίας.