Αγροτικός τομέας: Η συμβολή στο ΑΕΠ, τα ελλιπή εργατικά χέρια και ο «εφιάλτης» της ακρίβειας
Shutterstock
Shutterstock

Αγροτικός τομέας: Η συμβολή στο ΑΕΠ, τα ελλιπή εργατικά χέρια και ο «εφιάλτης» της ακρίβειας

Τα μείζονα προβλήματα που δημιουργούν στην εθνική οικονομία η συρρίκνωση των αγροτικών εισοδημάτων, η έλλειψη εξειδικευμένου αλλά και ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού αλλά και τις συνέπειες που έχει η διαφορά στην τιμή από το χωράφι έως το ράφι του σούπερ μάρκετ αναλύει στο Liberal.gr ο Νάσος Χρυσίνας.

Ο κ. Χρυσίνας, ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια παραγωγός αγροτικών προϊόντων, περιγράφει μια προβληματική δεκαετιών που δείχνει να κρατά καθηλωμένη την αγροτική οικονομία στη χώρα μας, εκτιμώντας πως υπάρχουν λύσεις, αρκεί η κοινή συνισταμένη τριών παραγόντων (κράτος, αγρότες, καταναλωτές) να συμβάλουν, ο καθένας με τη σειρά του ως προς αυτό. 

Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο

Ποια η συμμετοχή του αγροτικού εισοδήματος στο εθνικό ΑΕΠ και ποια είναι τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ; Αυτά τα ποσοστά είναι σταθερά ή μειώνονται κι αν μειώνονται είναι η επικίνδυνη αυτή η μείωσή τους;

Το ποσοστό συμμετοχής του αγροτικού εισοδήματος στη χώρα μας ισούται με 2%-3% του ΑΕΠ. Σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου τα ποσοστά συμμετοχής είναι αρκετά υψηλότερα, στην Ελλάδα είναι μονίμως μειούμενα. Θεωρώ ότι αυτό, προς το παρόν, είναι μη αναστρέψιμο. Άνθρωποι που ασχολούνται με το αγροτικό επάγγελμα (κτηνοτρόφοι, αγροκαλλιεργητές κλπ.), το εγκαταλείπουν εν τέλει και δεν αντικαθίστανται. 

Αυτό, σίγουρα, δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στο κομμάτι της αγροτικής παραγωγής και περισσότερο στον τομέα της κτηνοτροφίας.

Πόσο έχει αυξηθεί το κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων λόγω της αύξησης της τιμής σε λιπάσματα και φυτοφάρμακα;

Αυτό που επηρεάζει καθοριστικά, πέραν της αύξησης των τιμών των αγροτικών εφοδίων εν γένει και των μεταφορών αλλά και συνολικά του κόστους που απαιτείται για μια αγροτική παραγωγή, είναι προϊόντα και οι υπηρεσίες που κατά κύριο λόγο έρχονται από το εξωτερικό. Δηλαδή, η προστιθέμενη αξία που δίνει η ελληνική οικονομία στο αγροτικό προϊόν είναι σχετικά μικρή. 

Με απλά λόγια, είναι το εργατικό κόστος κι αυτό είναι και το μεγαλύτερο ζήτημα που έχει προκύψει το τελευταίο διάστημα. 

Πόσο έχει αυξηθεί το κόστος απασχόλησης στον αγροτικό τομέα και τι σημαίνει πρακτικά αυτό;

Με δύο λέξεις, θα σας έλεγα ότι έχει αυξηθεί πάρα πολύ. Επί της ουσίας, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς προσωπικό – είτε εξειδικευμένο είτε ανειδίκευτο – γιατί μιλάμε για μη Έλληνες εργάτες. 

Αυτοί, λοιπόν, οι εργάτες έχουν μείνει ελάχιστοι πλέον, γιατί οι περισσότεροι φεύγουν στο εξωτερικό και κυρίως στην Ιταλία. Κι αυτό συμβαίνει, επειδή η Ιταλία έχει διευκολύνει πολύ τις διαδικασίες για την έκδοση «πράσινης κάρτας». Υπολογίζεται ότι αυτή σε 15 ημέρες από τη στιγμή που φτάνει ένας εργάτης στην Ιταλία και θέλει να δουλέψει στις βιομηχανίες, στον κατασκευαστικό τομέα ή στον αγροτικό τομέα, εκδίδεται «πράσινη κάρτα». 

Το μέτρο αυτό διευκολύνει τη φυγή τους από την Ελλάδα, τη στιγμή που στη γειτονική χώρα έχουν αυξηθεί πολύ τα μεροκάματα αλλά και η ποιότητα ζωής τους. Ας μην κρυβόμαστε, η ποιότητα ζωής των εργατών στη χώρα μας δεν είναι ίδια με αυτή που ισχύει στις χώρες του εξωτερικού. Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να διορθώσουν οι ίδιοι οι αγρότες. 

Το ζήτημα είναι εδώ ότι μιλάμε για διπλάσια και τριπλάσια μεροκάματα. Αυτοί οι άνθρωποι που έρχονται για να δουλέψουν και όχι για να πάρουν τα επιδόματα είναι το πιο υγιές κομμάτι των οικονομικών μεταναστών και αυτοί προέρχονται από συγκεκριμένες χώρες.

Υπάρχουν, ωστόσο, κι εκείνοι που επιλέγουν να πάρουν μόνο τα επιδόματα και απλά να καθίσουν. Άλλοι έρχονται για δέκα χρόνια στην Ελλάδα, να βγάλουν, για παράδειγμα, 100.000 ευρώ και μετά να γυρίσουν πίσω στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και να στήσουν μια επιχείρηση - ένα βενζινάδικο, ένα φανοποιείο, οτιδήποτε.   

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η γραφειοκρατία που επικρατεί στο ελληνικό Δημόσιο δεν έχει επιτρέψει στη μεταναστευτική πολιτική να είναι πιο ευέλικτη ως προς αυτό το κομμάτι. Κι αυτό, τη στιγμή που η Τζόρτζια Μελόνι, για παράδειγμα, την περασμένη εβδομάδα ανήγγειλε περίπου 475.000 νέες θέσεις εργασίας για ανθρώπους που η Ιταλία θα τους προσκαλέσει από το εξωτερικό να εργαστούν, υπό πολύ συγκεκριμένο καθεστώς και μετά από κάποια χρόνια οι ίδιοι θα γυρίσουν στις πατρίδες τους. 

Εδώ στην Ελλάδα το ζήτημα είναι τεράστιο, γιατί δεν έχουν αυξηθεί μόνο τα ημερομίσθια αυτών των εργατών. Έχουν γίνει, κατόπιν μιας κεντρικής συνεννόησης μεταξύ των ομάδων αυτών των ανθρώπων, πιο αργοί στη δουλειά τους. Καταλαβαίνετε ότι εκεί που κάποιος θα ήθελε τέσσερις εργάτες, τώρα μπορεί να χρειάζεται έξι άτομα. Όμως, στην πραγματικότητα έχει στη διάθεσή του μόνο δύο ή τρία άτομα. Οπότε, αυτομάτως, πέφτει κάθετα η παραγωγή του και – σκεφτείτε – είμαστε στην περίοδο της συλλογής των φρούτων (ροδάκινα, σταφύλια, καρπούζια, πεπόνια). Όλα αυτά απαιτούν πολύ μεγάλο πληθυσμό ανθρώπων, οι οποίοι θα πρέπει να ασχοληθούν με την κοπή, τη συσκευασία και τη μεταφορά τους. Αυτό δεν υπάρχει.

Συνεπώς, το θέμα του κόστους απασχόλησης είναι μεγάλο και πολλαπλό και δεν αντικατοπτρίζεται μόνο από την αύξηση των ημερομισθίων, τα οποία, για παράδειγμα, από τα 30 ευρώ έχουν φτάσει στα 50 ευρώ. Αυτό θα είχε μικρότερη επίπτωση, αν δεν συνέβαινε και το γεγονός ότι έχουμε πολύ λιγότερους – τα 2/3 έχουν σχεδόν φύγει – και αυτοί που έχουν παραμείνει δουλεύουν αρκετά πιο αργά.

Γιατί συμβαίνει, όμως, αυτό που λέτε;

Γιατί πολύ απλά, κύριε Παναγόπουλε, έχουν καταλάβει ότι είναι πολύτιμοι, θέλουν να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας και θέλουν πιέσουν για ακόμη υψηλότερα ημερομίσθια. Και με το παραμικρό, μία επίπληξη ή οτιδήποτε άλλο, φεύγουν απευθείας το ίδιο βράδυ μέσω της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας για την Ιταλία. Εφόσον οι Έλληνες δεν πατάνε, για να κάνουν αυτές τις δουλειές - και ίσως και με το δίκιο τους, γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολες και άσχημες οι συνθήκες εξαιτίας της ίδιας της φύσης της δουλειάς - αυτοί αισθάνονται πολύτιμοι. 

Είναι μια νέα γενιά ανθρώπων, που έχουν μεγαλώσει με τα κινητά τους τηλέφωνα και έχουν μια σχετική μόρφωση. Οι απαιτήσεις τους είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες των προκατόχων τους, των πατεράδων τους κλπ.

Πώς είναι δυνατόν να ξεκινάει η τιμή του παραγωγού από το χωράφι σε ένα ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο και να φτάνει στον τελικό καταναλωτή, στο σούπερ μάρκετ, όντας πέντε έως 10 φορές πιο υψηλή από την αρχική;

Αυτό είναι κάτι εξωφρενικό. Εδώ έχουμε μία σειρά από υπηρεσίες και ανθρώπους, οι οποίοι έρχονται να καλύψουν την έλλειψη επιχειρηματικότητας που υπάρχει από την πλευρά των Ελλήνων αγροτών.

Επί της ουσίας είναι τρεις οι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν αυτή την τεράστια αύξηση: Ο πρώτος είναι οι ίδιοι οι καταναλωτές, οι οποίοι με τη συμπεριφορά τους  δεν δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο να βρουν πιο φτηνά προϊόντα ή να καταλάβουν τον τρόπο, με τον οποίο μεγεθύνονται πάρα πολύ οι τιμές. 

Όταν, για παράδειγμα, δεν δίνουμε σημασία στο γεγονός ότι το βερίκοκο έχει φτάσει στα 5 ευρώ το κιλό ή στα ροδάκινα που δεν κατεβαίνουν κάτω από 2,5 ευρώ το κιλό όλο το καλοκαίρι και δεν πιέζουμε για να γίνει κάτι, τότε δεν μπορούμε να απολαύσουμε τίποτα από την πτώση των τιμών. 

Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, η οποία ασχολείται με οτιδήποτε άλλο εκτός από την πτώση των τιμών στα αγροτικά προϊόντα - και αναφέρομαι στα προϊόντα που κυρίως διανέμονται μέσω των κεντρικών λαχανογορών της χώρας αλλά και των σούπερ μάρκετ. Δεν μπορείς να αγοράζεις 10 σεντς το καρπούζι και να το πουλάς 1,5 ευρώ. Είναι αδύνατον! 

Ο τρίτος παράγοντας είναι οι ίδιοι οι αγρότες κι εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος του προβλήματος. Αυτό συμβαίνει, επειδή οι ίδιοι δεν δρουν είτε συνεργατικά είτε ως επιχειρηματίες οι ίδιοι. Αρκετοί από αυτούς θα έλυναν πολύ γρήγορα κι εύκολα το πρόβλημα, αν αγόραζαν απλά ένα φορτηγό, φέρνοντας τα προϊόντα οι ίδιοι αντί να τα αφήνουν στις κεντρικές λαχαναγορές και στα σούπερ μάρκετ. Δεν λύνουν το πρόβλημα και προσπαθούν να παραμείνουν απλά και μόνο παραγωγοί και να τους εκμεταλλεύονται όλοι οι υπόλοιποι. Έρχεται ο τοπικός έμπορος, αγοράζει από 10 λεπτά, πάει στα 50 λεπτά. Μετά στην κεντρική λαχαναγορά από τα 50 λεπτά, πάει στο 1 ευρώ, μετά στο σούπερ μάρκετ στο 1,5 - 2 ευρώ. Εκεί γίνεται η τεράστια αύξηση, κυρίως στο σούπερ μάρκετ, το οποίο δεν πληρώνει κιόλας τον παραγωγό. Υπήρξα κι εγώ σε αυτή την αγορά ως παραγωγός και ξέρω πολύ καλά τα συμβαίνει. Ο παραγωγός, αν θα πάει ο ίδιος τα προϊόντα του στο σούπερ μάρκετ, θέλοντας να βγάλει από τη μέση όλη την υπόλοιπη «αλυσίδα», το σύνηθες είναι να τα παραδίδει σε μια ιδιαίτερα χαμηλή τιμή - π.χ. 25 λεπτά το κιλό - αυτά να μεταπωλούνται σε τιμή κοντά στο 1 ευρώ και ο τρόπος εξόφλησης του παραγωγού είναι ούτε καν επιταγή πλέον. Είναι μία υποσχετική, η οποία σου λέει διά λόγου ότι θα σου βάλω τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό σου 8-9 μήνες μετά. Ενώ το σούπερ μάρκετ, μιλώντας για νωπό προϊόν, έχει εισπράξει το 100% μετά από μία έως δύο ημέρες από τον τελικό καταναλωτή, είτε μέσω πλαστικού χρήματος είτε μέσω μετρητών.  

Συνεπώς, έχει πάρει αυτά τα λεφτά και τα εκμεταλλεύεται επί μήνες κι εδώ δεν μιλάμε για συσκευασμένα αλλά για νωπά, ευπαθή προϊόντα. Το να εκμεταλλεύεται το σούπερ μάρκετ έναν τεράστιο όγκο χρημάτων πολλών ανθρώπων είναι τελείως άδικο και στερείται κάθε λογικής. Στο σημείο, λοιπόν, αυτό θα μπορούσε το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης να «σπάσει αυγά» πολύ εύκολα.

Άρα τι πρέπει να γίνει για να «σπάσει» αυτή η παγιωμένη τακτική που βιώνουμε εδώ και δεκαετίες;

Αυτό μπορεί να γίνει μόνον εάν η Επιτροπή Ανταγωνισμού και το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης παρέμβει και δώσει λύση στο ζήτημα αυτό. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ο αγρότης, είναι ο πιο αποδυναμωμένος κρίκος σε όλο αυτό.

 Κατ’ αρχάς, θα μπορούσαν τόσο η Επιτροπή όσο και το Υπουργείο να εξετάσουν όλες αυτές τις περιπτώσεις και να ανοίξουν ένα διάλογο με τους παραγωγούς και τις ενώσεις τους , για να δουν ποιες είναι οι πρακτικές πληρωμής τους. Και εν συνεχεία να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες. Νομίζω ότι όλο αυτό θα δράσει υπέρ του καταναλωτή. 

Άλλωστε, είναι κοινή πρακτική των σούπερ μάρκετ, γιατί πρόκειται για επιχειρήσεις εντάσεως μετρητών, να τοποθετούν αυτά τα χρήματα σε προθεσμιακές καταθέσεις στις τράπεζες – με αυτό το χρήμα κινούνται οι πάντες – και παίρνουν και έξτρα χρήματα από τα δικά μου που είμαι παραγωγός. Αυτό είναι τελείως άδικο. Δεν φτάνει που παίρνουν πολλαπλάσια τιμή από το χωράφι στο σούπερ μάρκετ, κρατάνε επί μήνες αυτά τα λεφτά και βγάζουν και κέρδος από αυτά τα προϊόντα. Πώς σας φαίνεται όλο αυτό;

Εν κατακλείδι, εκτιμώ πως αυτό που χρειάζεται σήμερα ο αγροτικός τομέας είναι να έρθουν νέες ιδέες, νέοι άνθρωποι και να δώσουν τα φώτα τους, ώστε να κάνουμε βήματα εμπρός. Έχουμε αποτύχει ως χώρα, μέχρι τώρα, να έχουμε ένα καλό τεχνικό υπόβαθρο στις τεχνικές σχολές μας. Δεν έχουμε, αυτή τη στιγμή, τεχνικούς για να στελεχώσουν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στον αγροτικό τομέα