Αγριεύει η οικονομική κόντρα ΗΠΑ - Κίνας
Πλ. Τόντσεφ

Αγριεύει η οικονομική κόντρα ΗΠΑ - Κίνας

Δύο παράλληλα τεχνολογικά «σύμπαντα», των ΗΠΑ και της Κίνας, επιφυλάσσει το μέλλον, τονίζει στο Liberal ο Πλ.Τόντσεφ, εξηγώντας ότι ο πλανήτης θα πρέπει να διαλέξει με ποια πλευρά θα σταθεί.

Ο επικεφαλής του τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων μιλά για την απροκάλυπτη σύγκρουση των δύο υπερδυνάμεων, με χαρακτηριστικό το μέτωπο των ημιαγωγών, όπου μετά τους αμερικανικούς περιορισμούς, το Πεκίνο αναμένεται να επενδύσει ακόμη μεγαλύτερα ποσά σε εγχώριες τεχνολογίες. ρίξει ακόμη μεγαλύτερα κεφάλαια στην ανάπτυξη εγχώριων τεχνολογιών.

Αναφέρεται στο φόβο των επενδυτών ότι με το Σι Τζιπίνγκ για άλλα πέντε χρόνια, ο ρόλος του κράτους και οι παρεμβάσεις του στην οικονομία θα ενταθούν, εξηγεί γιατί ο απόλυτος άρχοντας της υπερδύναμης φοβάται τους ισχυρούς επιχειρηματίες οι οποίοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την απόλυτη εξουσία του, ενώ κάνει εκτενή αναφορά στην στάση της Γερμανίας. Και επισημαίνει ότι όπως στο ενεργειακό, έτσι και στο θέμα των ευρωκινεζικών σχέσεων, το Βερολίνο δείχνει να προκρίνει τα δικά του εθνικά συμφέροντα, έστω και αν αυτό συνεπάγεται την ακόμη μεγαλύτερη εξάρτησή της γερμανικής οικονομίας από την Κίνα, όπως συνέβη τα προηγούμενα χρόνια με τη Ρωσία και την ενέργεια.

Συνέντευξη τον Γιώργο Φιντικάκη

Κρίνοντας από την πτώση στα κινεζικά χρηματιστήρια την προηγούμενη εβδομάδα και τα σχόλια των δυτικών μέσων ενημέρωσης, η νέα θητεία του Σι Τζινπίνγκ φοβίζει τους επενδυτές. Για ποιό λόγο;

Εχετε δίκιο, οι αντιδράσεις των διεθνών αγορών δεν είναι κολακευτικές για τον Σι Τζινπίνγκ. Παρότι η επανεκλογή του είχε προεξοφληθεί προ πολλού και κάθε άλλο παρά έκπληξη αποτέλεσε, την επομένη το χρημαστιστήριο του Χονγκ Κονγκ κατέγραψε τις μεγαλύτερες απώλειες μετά την παγκόσμια κρίση του 2008. Οι μετοχές των κινεζικών εταιρειών που είναι εισηγμένες στις ΗΠΑ υπέστησαν πολύ μεγάλη πτώση και το ρενμινμπί, το κινεζικό νόμισμα, βυθίστηκε σε ιστορικό χαμηλό. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι Κινέζοι δισεκατομμυριούχοι ετοιμάζονται να μεταφέρουν περιουσιακά στοιχεία τους στο εξωτερικό και πιθανώς να μεταναστεύσουν. 

Ολα αυτά υποδηλώνουν την κυρίαρχη πλέον αντίληψη ότι, με τον Σι Τζινπίνγκ στο πηδάλιο για άλλα πέντε χρόνια κατ’ελάχιστον, το πλοίο της κινεζικής οικονομίας αλλάζει ρότα οριστικά και απομακρύνεται απ’αυτά που ξέραμε. Τα βασικά γνωρίσματα της κινεζικής οικονομίας στο ορατό μέλλον αναμένεται να είναι η συνέχιση της μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό (zero-COVID), o ενισχυμένος ρόλος του κράτους, οι χαμηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης και η έμφαση στην επιδιωκόμενη απεξάρτηση της Κίνας από προηγμένες δυτικές τεχνολογίες.

Η δε εγχώρια κατανάλωση δεν έχει αυξηθεί μέχρι στιγμής, παρά τις πολλαπλές σχετικές εξαγγελίες. Την ίδια στιγμή, αναδεικνύονται ως ύψιστες προτεραιότητες η εθνική ασφάλεια, η εσωτερική πολιτική σταθερότητα και η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων. Με άλλα λόγια, η Κίνα δεν θα είναι στον ίδιο βαθμό ούτε ο επενδυτικός παράδεισος, ούτε η ελκυστική αγορά που φάνταζε μέχρι πρότινος.  

Τι να περιμένουμε δηλαδή μετά και την αντικατάσταση στελεχών του οικονομικού επιτελείου με φιλική στάση προς την ελέυθερη αγορά (π.χ. του Λίου Χε, πρώην τσάρου της οικονομίας ή του Γι Γκανγκ, πρώην διοικητή της κεντρικής τράπεζας) από οπαδούς της ισχυρής κρατικής παρέμβασης;

Ο Σι Τζινπίνγκ είναι οπαδός του ισχυρού κράτους ή, ακριβέστερα, του ισχυρού κόμματος-κράτους. Επί των ημερών του ευνοήθηκαν παντοιοτρόπως οι μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις, παρά το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας συμβάλλει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στην οικονομική ανάπτυξη.

Πιθανολογώ ότι η κινεζική ηγεσία θορυβήθηκε μετά το κραχ των κινεζικών χρηματιστηρίων το 2015, όταν οι μετοχές των εισηγμένων εταιρειών έπεσαν κατά 50% περίπου. Φαίνεται πως εκείνη την περίοδο ο Σι Τζινπίνγκ κατέληξε στην σταθερή προτίμησή του για την ενεργό συμμετοχη του κόμματος-κράτους στην οικονομία, ενταφιάζοντας – αρκούντως φιλελεύθερες – μεταρρυθμίσεις των προκατόχων του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, Τζιάνγκ Ζεμίν και Χου Ζιντάο.

Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν το 2020 σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας (Alibaba, Tencent, DiDi, κ.λπ) είναι ενδεικτικοί αυτής της προτίμησης. Εκείνη την εποχή εμποδίστηκε από τις κρατικές αρχές η διάθεση μετοχών της Alibaba στο χρηματιστήριο και αμέσως μετά ο δισεκατομμυριούχος Τζακ Μα εξαφανίστηκε για ένα χρόνο περίπου.

Παρόμοιους περιορισμούς επιβλήθηκαν και σε άλλες μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Έχει ειπωθεί ότι η κινεζική ηγεσία φοβάται ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την απόλυτη εξουσία του ΚΚ Κίνας. Θα έλεγα ότι η περίπτωση του Τζακ Μα θυμίζει ώς ένα βαθμό τον Μιχαήλ Χοντορκόφσκι στη Ρωσία, τον οποίον ο Πούτιν τον έβλεπε ως επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο. Θα θυμόσαστε πώς συνελήφθη ο Χοντορκόφσκι και “εξουδετερώθηκε”, μετά από πολλά χρόνια στις φυλακές.

Στην Ευρώπη συζητείται έντονα το μέλλον των ευρωκινεζικών σχέσεων. Τα τελευταία χρόνια η ΕΕ προβληματίζεται για την επέλαση της Κίνας, ωστόσο η Γερμανία παραχώρησε πρόσφατα ποσοστό του λιμανιού του Αμβούργου στην COSCO και η χημική βιομηχανία BASF ανακοίνωσε επενδύσεις ύψους 10 δισ. στην Κίνα. Τι σηματοδοτούν αυτά τα νέα deals και ειδικότερα η στάση του Βερολίνου;

Ναι, η κυβέρνηση του Σολτς συνεχίζει εν πολλοίς την πολιτική της προηγούμενης καγκελαρίου Μέρκελ σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις της Γερμανίας με την Κίνα. Δίπλα σ’αυτά που αναφέρατε – Αμβούργο και BASF - προσθέστε και την πρόσφατη είδηση για την εξαγορα της γερμανικής εταιρείας μικροτσίπ Elmos από κινεζικό όμιλο.

Κι όλα αυτά, ενώ πράγματι σ’όλη την Ευρώπη καταγράφεται ψύχρανση έναντι της Κίνας, το Βερολίνο επιμένει στη διατήρηση στενής συνεργασίας με το Πεκίνου. Οπως έχει διαφανεί και στις επίπονες ενδοκοινοτικές διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, έτσι και στο θέμα των ευρωκινεζικών σχέσεων η Γερμανία δείχνει να προκρίνει τα δικά της εθνικά συμφέροντα, έστω κι αν αυτό συνεπάγεται μεγάλη εξάρτηση από την Κίνα.

Θα έλεγα το εξής: όπως η τεράστια κινεζική οικονομία δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σ’ένα νέα αναπτυξιακό πρότυπο, έτσι και η Γερμανία – που επίσης είναι πολύ μεγάλη οικονομία – δυσκολεύεται να απομακρυνθεί από το μοντέλο της που επί δεκαετίες βασιζόταν στις εξαγωγές, αλλά και στις επενδύσεις στην κινεζική αγορά. Ταυτόχρονα, σημειώστε ότι στο θέμα του Αμβούργου εκφράστηκαν έντοντες αντιρρήσεις από τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες που είναι κυβερνητικοί εταίροι του καγκελαρίου. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο Σοσιαλδημοκράτης Σολτς είναι πιο ένθερμος υποστηρικτής της οικονομικής συνεργασίας Κίνας-Γερμανίας απ’ό,τι οι business-minded Ελεύθεροι Δημοκράτες.

Πώς αντιμετωπίζει η Κίνα τον τεχνολογικό αποκλεισμό (ειδικά των ημιαγωγών), στον οποίο υποβάλλεται από τη Δύση;

Η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει έκδηλο εκνευρισμό στο Πεκίνο και τα αυστηρά ελεγχόμενα κινεζικά ΜΜΕ δεν άργησαν να κατακεραυνώσουν την Αμερική για την προσπάθειά της να αναχαιτίσει την “ασταμάτητη άνοδο της Κίνας”. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ, όπως και η Δύση γενικότερα, θα επιδιώξουν να διατηρήσουν το προβάδισμά τους σε κρίσιμες τεχνολογίες αιχμής, αν και δεν θα είναι εύκολο αυτό.

Ξέρετε, ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Jake Sullivan δήλωσε πρόσφατα ότι αυτή η απόφαση είναι σαν να χτίζεις ψηλό φράχτη γύρω από ένα μικρό οικόπεδο. Χαριτωμένη η παρομοίωση, αλλά νομίζω ότι οι επιπτώσεις αυτής της απόφασης του Λευκού Οίκου θα είναι πολύ ευρύτερες, πιθανώς παγκόσμιες.

Πρώτον, διότι η βιομηχανία ημιαγωγών είναι διεθνοποιημένη και οι περιορισμοί που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στην Κίνα δεν μπορούν παρά να επηρεάσουν τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες σ’αυτό το πεδίο. Δεύτερον, η Κίνα δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια - θα στρέψει ακόμη μεγαλύτερους πόρους στην ανάπτυξη ενδογενών τεχνολογιών στον τομέα των ημιαγωγών, παρά το γεγονός η αποδοτικότητα των δημοσίων επενδύσεών της σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Σημειώστε ότι το 2008 η Κίνα ξόδευε το εν τρίτον των αμερικανικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη (R&D), ενώ το 2020 είχε πλησιάσει στο 85% του αντίστοιχου δείκτη των ΗΠΑ.

Νομίζω ότι είναι πιθανό τα επόμενα χρόνια να δούμε δύο σημαντικές τάσεις να αναδύονται: αφενός μεν, να εντείνεται ένας απροκάλυπτος τεχνολογικός πόλεμος που ήδη είναι σε εξέλιξη, αφετέρου δε την διαμόρφωση δύο παράλληλων τεχνολογικών συμπάντων, αν μπορώ να το πω έτσι.

Στο θέμα πάντως που αφορά τη παραγωγικότητα της κινεζικής οικονομίας γινεται μεγάλη συζήτηση ως προς την αποδοτικότητα των δημοσίων επενδύσεων στην Κίνα. Συνδέεται η συζήτηση με τις συχνές αμφιβολίες για τα επίσημα στατιστικά;

Μπορεί να μην ακούγεται συχνά αυτό, κ. Φιντικάκη, αλλά στην Κίνα πολύ συχνά συγχέουν τις χρηματικές εισροές (inputs) με τα αναπτυξιακά αποτελέσματα (outputs). Εδώ και πολλά χρόνια έτσι υπολογίζεται το ΑΕΠ της χώρας, με βάση τα λεφτά που έχουν επενδυθεί κι όχι με βάση το πραγματικό παραγόμενο προϊόν. Γι’αυτό, άλλωστε, υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που ανακοινώνουν οι κινεζικές αρχές κάθε χρόνο: υπολογίζεται ότι η πραγματική αύξηση του ΑΕΠ συνήθως είναι κατά 2% κάτω από τα ανακοινωθέντα.

Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις του κινεζικού κράτους σε R&D, σημειώστε το εξής: η Κίνα κατοχυρώνει περί το 40% όλων των ευρεσιτεχνιών (πατεντών) ετησίως σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά η εμπορική αξία τους είναι πολύ περιορισμένη – ένα απειροελάχιστο μέρος των χρημάτων που εισπράττουν Αμερικανοί και Ιάπωνες για τις δικές τους πατέντες.

Να σάς πω ένα πολύ απλό παραδειγμα. Οι Κινέζοι παίρνουν ένα πηρούνι και το κατοχυρώνουν ως ευρεσιτεχνία με πέντε ή έξι δοντάκια, αλλά αυτό δεν συνιστά καμία επανάσταση. Με άλλα λόγια, οι Κινέζοι σε μεγάλο βαθμό εξακολουθούν να επιδίδονται σε απομίμηση (imitation) υφιστάμενων τεχνολογιών παρά σε γνήσια καινοτομία (innovation). Ξέρετε, η καινοτομία δεν διατάσσεται, ούτε εξαρτάται αποκλειστικά από τις κρατικές επιδοτήσεις. Σαφώς χρειάζεται η αρωγή του κράτους, αλλά είναι πρωτίστως θέμα οικοσυστήματος, δηλαδή, ευνοϊκού θεσμικού περιβάλλοντος και ελευθερίας σκέψης, κάτι που δεν το βλέπει κανείς στην σημερινή Κίνα.

Κι αυτό είναι δομικό πρόβλημα του αναπτυξιακού προτύπου των Κινέζων που ολοένα και περισσότερο τούς καταδικάζει σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, αν όχι στασιμότητα. Προσέξτε, όμως: ενώ υπάρχει μεγάλη δόση ευρηματικότητας και καινοτομίας στον ιδιωτικό τομέα, η τάση στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ είναι η ακριβώς αντίθετη – στροφή στο κράτος. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, γιατί η Κίνα έχει αποχαιρετήσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Αλήθεια, οι εκτιμήσεις της κινεζικής ηγεσίας για αναρρίχηση της Κίνας στην κορυφή του κόσμου αμφισβητούνται από ολοενα και περισσότερους αναλυτές. Ποια η γνώμη σας;

Ορισμένες μακροοικονομικές προβολές δείχνουν ότι η Κίνα θα μπορούσε να φτάσει τις ΗΠΑ ως προς το ονομαστικό ΑΕΠ περί τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, εφόσον έχει μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης μεταξύ 3% και 4%. Ετσι όπως εξελίσσσεται η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, το πιθανότερο είναι τα επόμενα χρόνια η οικονομία να κινηθεί στην περιοχή του 2% με 3% - κι αυτό, αν πιστεύει κανείς τα επίσημα στατιστικά στοιχεία.

Άλλωστε, η ίδια η κινεζική ηγεσία το έχει πάρει απόφαση πλέον ότι η εποχή των διψήφιων ρυθμών ανάπτυξης έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Εχω την εντύπωση ότι το τελευταίο διάστημα ο στόχος η Κίνα να ξεπεράσει τις ΗΠΑ έχει υποβαθμιστεί κάπως και πιθανως έχει παραπεμφθεί “στις ελληνικές καλένδες”.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μένα, έχει η συζήτηση αυτή με γνώμονα την εσωτερική οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Εντός των ανώτατων κλιμακίων του ΚΚ Κίνας εκφράζονται διαφορετικές απόψεις για τους επιθυμητούς ρυθμούς ανάπτυξης. Από τη μία, αν πρέπει να επιδιωχθούν όσο το δυνατόν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης, μέσω συνεχιζόμενων έργων υποδομής, προκειμένου να αντιμετωπιστούν η αυξανόμενη ανεργία και τα απόνερα της κρίσης στον τομέα ακινήτων.

Το πολιτικό σκεπτικό αυτής της πολιτικής είναι η τήρηση του άτυπου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ κόμματος-κρατους και πολιτών: εφόσον το μη εκλεγμένο ΚΚ Κίνας εξασφαλίζει άνοδο του βιοτικού επιπέδου, οι πολίτες δεν αμφισβητούν το κόμμα-κράτος. Από την άλλη, φαίνεται πως προκρίνεται η στροφή προς ένα πιο εξεζητημένο μοντέλο, με έμφαση στην τεχνολογική αναβάθμιση της κινεζικής οικονομίας, αλλά κατά πόσο είναι εφικτό αυτό μένει να το δούμε.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι φανερό ότι διαμορφώνεται ένα νέο αφήγημα της κινεζικής ηγεσίας. Επειδή ακριβώς οι καλύτερες μέρες της Κίνας έχουν περάσει, το Πεκίνο υποδαυλίζει όλο και περισσότερο τον εθνικισμό των Κινέζων ως υποκατάστατο του ξεπερασμένου πλέον κοινωνικού συμβολαίου που εξασφάλιζε την πολιτική νομιμοποίηση του κόμματος-κράτους. Νομίζω ότι τα επόμενα χρόνια θα δούμε μια Κίνα πολύ πιο διεκδικητική και επιθετική στο διεθνές επίπεδο.  

 
* Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων