Φέτος, για ακόμα μια χρονιά, στην εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου είδα ξανά φίλους να αναρτούν πατριωτικά μηνύματα και, σχεδόν μηχανικά, να προσθέτουν μια απολογία. Δεν είμαι φασίστας, δεν είμαι ακροδεξιός. Η ανάγκη αυτού του επεξηγηματικού προσδιορισμού δεν γεννήθηκε χθες. Είναι προϊόν μιας μακράς ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς που εκπαίδευσε ολόκληρες γενιές να αντιμετωπίζουν τον πατριωτισμό ως ύποπτο συναίσθημα. Όταν η δημόσια κουλτούρα σε μαθαίνει να ζητάς άδεια για να πεις ότι αγαπάς τη χώρα σου, η σιωπή γίνεται συνήθεια και η αμηχανία δεύτερη φύση.
Για ένα σημαντικό τμήμα της αριστερής σκέψης το ελληνικό κράτος, ως μέλος του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Eυρωζώνης και γενικότερα της Δύσης, στέκεται στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Από αυτή την αφετηρία προέκυψε μια επίμονη ταύτιση του πατριωτισμού με τον εθνικισμό και την ακροδεξιά. Η σημαία έγινε εύκολος στόχος ειρωνείας, οι εθνικές επέτειοι φόρτωσαν ενοχές, το αυτονόητο μίκρυνε και χρειάζεται διαρκώς εξηγήσεις. Έτσι πολλοί αισθάνονται ότι πρέπει να απολογηθούν πριν τιμήσουν το εθνικό σύμβολο ή πριν γράψουν ένα απλό χρόνια πολλά Ελλάδα.
Αυτή η μετατόπιση δεν είναι απλώς αισθητικό ζήτημα. Φτωχαίνει το προσωπικό μας λεξιλόγιο ευγνωμοσύνης και μνήμης, περιορίζει την ευθύτητα του λόγου και δημιουργεί ένα μόνιμο φίλτρο αυτολογοκρισίας. Όταν το φυσικό γίνεται ύποπτο, το κενό το καταλαμβάνουν όσοι εμπορεύονται την ένταση. Και όταν η ήρεμη αγάπη για την πατρίδα αποσύρεται από τη σκηνή, οι κραυγές βρίσκουν χώρο να φανούν μεγαλύτερες από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Η στρέβλωση τρέφει την υπερβολή και η υπερβολή δικαιώνει τη στρέβλωση.
Οι προεκτάσεις φαίνονται καθαρά στο σχολείο. Συχνά η 28η Οκτωβρίου εκλαμβάνεται ως αγγαρεία, η παρέλαση ως ευκαιρία κοινωνικού ακτιβισμού, η ιστορία ως μητρώο σφαλμάτων που πρέπει να εξοφλούνται εσαεί. Κι όμως, η ιστορία μας είναι οικογενειακό άλμπουμ, με τις φωτογραφίες που καμαρώνουμε και με εκείνες που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση, αλλά όλες μαζί συνθέτουν τη συνέχεια στην οποία ανήκουμε. Στις Εθνικές Εορτές, τιμούμε όσους έπεσαν για να ζούμε ελεύθεροι, όχι για να βάλουμε σιωπητήριο στα λάθη, αλλά για να θυμόμαστε ότι κάποιος πλήρωσε ακριβά το δικαίωμά μας να μιλάμε, να εργαζόμαστε, να μεγαλώνουμε παιδιά χωρίς φόβο. Αυτή η μνήμη αξίζει καθαρή γλώσσα και όχι ειρωνικά εισαγωγικά ή υποσημειώσεις κοινωνικών φρονημάτων.
Χρειάζεται να ξαναπάρουμε πίσω τις λέξεις. Πατριωτισμός δεν είναι μίσος για τον άλλον. Είναι πίστη σε μια κοινή ιστορία που προσπαθούμε να κάνουμε αντάξια των καλύτερων στιγμών της. Δεν σημαίνει εξωραϊσμό ούτε εξιδανίκευση. Σημαίνει να κοιτάζεις το παρελθόν στα μάτια, να αναγνωρίζεις το τίμημα και να ζεις με τρόπο που δεν το ευτελίζει. Σημαίνει να σέβεσαι τη σημαία στο μπαλκόνι και να σέβεσαι τον διπλανό σου στη δουλειά, να θυμάσαι την ορεινή λάσπη του 1940 και να τη μετατρέπεις σε καθημερινή ευπρέπεια, σε συνέπεια λόγου και πράξης, σε ευθύνη απέναντι σε όσους σε εμπιστεύονται.
Παράλληλα, κάτι αλλάζει. Η ηθικολογία των ετικετών κουράζει, η υπερπολιτικοποίηση της καθημερινότητας υποχωρεί, η επιταγή της απολογίας χάνει έδαφος. Καθώς αυτή η τάση ξεφουσκώνει, θα ακούγονται πιο καθαρά φωνές που μιλούν για πατρίδα χωρίς προλόγους και χωρίς φοβικά σύνδρομα. Δεν πρόκειται για θορυβώδη επιστροφή, αλλά για ήρεμη αυτοπεποίθηση που δεν έχει ανάγκη να αποδεικνύει τίποτα σε κανέναν. Όσο περισσότεροι μιλούν έτσι, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να στιγματίζεται το αυτονόητο.
Θέλω να τιμήσω όσους το έκαναν ήδη. Εκείνους που έγραψαν για τους παππούδες τους στο μέτωπο, που ανέβασαν τη σημαία χωρίς να ζητήσουν συγγνώμη, που θύμισαν πως το «Οχι» δεν είναι κωδικός θυμού αλλά υπόσχεση αξιοπρέπειας. Τους οφείλουμε μια απλή παρατήρηση. Όσοι έδωσαν τη ζωή τους για να ζούμε σήμερα ελεύθερα δεν περίμεναν από εμάς μεγάλες δηλώσεις, θα περίμεναν όμως να μην ντραπούμε γι’ αυτό που είμαστε. Την επόμενη 28η Οκτωβρίου ας μην υπάρχουν υποσημειώσεις και αστερίσκοι. Ας ακουστεί ένα Ζήτω η Ελλάδα, με σεβασμό στην ιστορία μας, επίγνωση των λαθών μας και σταθερή απόφαση να φανούμε αντάξιοι εκείνων που αγάπησαν αυτή τη γη περισσότερο από τη δική τους ζωή.
