Το σπουδαιότερο κοινωνικό πρόγραμμα στην αμερικανική ιστορία και γιατί μπορεί να αλλάξει τον κόσμο

Χθες το βράδυ ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσσεντ, ανακοίνωσε κάτι που οι περισσότεροι σχολιαστές θα παρεξηγήσουν επειδή θα κολλήσουν στο όνομα. Οι Λογαριασμοί Τραμπ δεν είναι άλλο ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, ούτε μια «παροχή» για να βγει η εβδομάδα. Είναι μια αλλαγή παραδείγματος: κοινωνική πολιτική που δεν μοιράζει κατανάλωση, αλλά ιδιοκτησία. Και γι’ αυτό μπορεί να αφήσει αποτύπωμα που ξεπερνά την Αμερική.

Τι είναι, πρακτικά, αυτοί οι λογαριασμοί; Ένας φορολογικά ευνοημένος επενδυτικός λογαριασμός για παιδιά πολιτών των ΗΠΑ κάτω των 18 ετών, σχεδιασμένος να επενδύει παθητικά, φθηνά και μακροπρόθεσμα σε ευρύ δείκτη αμερικανικών μετοχών, όπως ο S&P 500, ή άλλο αντίστοιχο index που αποτελείται κυρίως από αμερικανικές εταιρείες. Δεν υπάρχει χώρος για day trading, ή για ριψοκίνδυνες επιλογές. Οι κανόνες σπρώχνουν το κεφάλαιο στην πιο βαρετή, αλλά ιστορικά πιο αποτελεσματική συνταγή: διαφοροποίηση, χρόνος, χαμηλές προμήθειες.

Το πρόγραμμα στις 4 Ιουλίου 2026, την 250ή επέτειο της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, σαν οι ΗΠΑ να μας να λένε ξεκάθαρα τι θεωρούν «ανεξαρτησία» στον 21ο αιώνα: όχι επιδόματα, αλλά κεφάλαιο και οικονομική ελευθερία. Για τα παιδιά που γεννήθηκαν ή θα γεννηθούν από 1 Ιανουαρίου 2025 έως 31 Δεκεμβρίου 2028 προβλέπεται εφάπαξ “seed” κατάθεση 1.000 δολαρίων από το κράτος. Αυτό το αρχικό χιλιάρικο δεν πάει σε λογαριασμό ταμιευτηρίου για να το φάει ο πληθωρισμός. Μπαίνει στην αγορά, από την πρώτη μέρα ζωής. Και για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό το χιλιάρικο στη γέννα, αρκεί ένα παράδειγμα. Ιστορικά, ο S&P 500 έχει δώσει μακροχρόνια μέση ετήσια απόδοση γύρω στο 10% και άνω, ανάλογα με την περίοδο και τον τρόπο υπολογισμού. Αν χρησιμοποιήσουμε ως υπόθεση εργασίας μία απόδοση της τάξης του 10,5% ετησίως, τότε 1.000 δολάρια από τη γέννηση έως τα 65 γίνονται περίπου 658.000 δολάρια, χωρίς καμία επιπλέον κατάθεση. Αυτή είναι η δύναμη του ανατοκισμού όταν τον αφήνεις ήσυχο να δουλέψει για δεκαετίες.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι επίσης πολιτικό μήνυμα. Ο λογαριασμός είναι στο όνομα του παιδιού, αλλά μέχρι τα 18 ο γονιός ή κηδεμόνας λειτουργεί ως αποκλειστικός θεματοφύλακας. Το παιδί αποκτά τον έλεγχο στην ενηλικίωση, ενώ οι αναλήψεις πριν από το έτος που κλείνει τα 18 περιορίζονται αυστηρά. Μετά, ο λογαριασμός, σε μεγάλο βαθμό, αντιμετωπίζεται όπως ένας παραδοσιακός αποταμιευτικός λογαριασμός, με κανόνες που αποθαρρύνουν την πρόωρη «λεηλασία» και επιτρέπουν αξιοποίηση για συγκεκριμένες χρήσεις ζωής. Το κράτος εδώ δεν παίζει τον πατέρα-προστάτη. Παίζει τον αρχιτέκτονα κανόνων που σε αναγκάζουν να σκεφτείς μακροπρόθεσμα.

Εκεί όμως που το πράγμα γίνεται πραγματικά ενδιαφέρον είναι η κλιμάκωση. Κάθε γονιός μπορεί να καταθέτει έως 5.000 δολάρια τον χρόνο. Οι εργοδότες μπορούν να προσθέτουν έως 2.500 δολάρια ετησίως ανά τέκνο, σαν να λένε ότι οι εργοδοτικές παροχές δεν είναι άλλο ένα κουπόνι ευεξίας, αλλά επένδυση στη σταθερότητα της επόμενης γενιάς. Και οι φιλανθρωπικοί ευεργέτες μπορούν να χρηματοδοτούν μαζικά παιδιά μιας πολιτείας ή ολόκληρης της χώρας, χωρίς να περιορίζονται από τη στενή λογική «θα βοηθήσω μόνο τους δικούς μου». Τέλος, αντίστοιχες πρωτοβουλίες αναμένεται να λάβουν και οι πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ με αρκετούς κυβερνήτης ήδη να δηλώνουν την πρόθεση να μεγιστοποιήσουν τις καταθέσεις στους λογαριασμούς των παιδιών της πολιτείας τους. Αυτό δεν είναι μοντέλο πρόνοιας. Είναι μηχανισμός κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής αλληλεγγύης και μία πολιτική που συμβάλλει καθοριστικά στην αύξηση των ευκαιριών κυρίως των φτωχότερων και πιο αδύναμων.

Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη έτρεξαν οι μεγάλοι. Η οικογένεια Ντελ, της γνωστής εταιρίας πληροφορικής (Dell), δωρίζει 6,25 δισ. δολάρια κάνοντας τη μεγαλύτερη δωρεά προς τη νέα γενιά στην ιστορία των ΗΠΑ. Ο μεγαλοεπενδυτής Rey Dalio δεσμεύτηκε να δωρίσει 75 εκ. δολάρια στα παιδιά του Κονέκτικατ, και μεγάλες εταιρείες ανακοινώνουν προγράμματα αντιστοίχισης για τα παιδιά εργαζομένων. Αυτό δεν μοιάζει με κλασική φιλανθρωπία τύπου «συσσίτιο». Μοιάζει με μια νέα μόδα ιδιωτικής συμμετοχής στην οικοδόμηση πλούτου από τη γέννηση.

Και τώρα το κρίσιμο. Γιατί αυτό αλλάζει τις μελλοντικές γενιές; Πρώτον, γιατί δημιουργεί κοινωνία μετόχων. Όταν ένα παιδί, από μικρό, ξέρει ότι έχει κεφάλαιο δεμένο με την αμερικανική παραγωγή, τις εταιρείες, την καινοτομία, αποκτά κίνητρο να θέλει την οικονομία του να πάει καλά. Δεν είναι θεωρία. Είναι ένστικτο ιδιοκτησίας που από μόνο του αρκεί για να απορρίψει κανείς τις πολιτικές που καταστρέφουν την ανάπτυξη. Δεύτερον, γιατί δεν είναι «δώρο». Είναι πλατφόρμα. Οι γονείς, οι εργοδότες, οι ευεργέτες και το κράτος δεν χρηματοδοτούν κατανάλωση, χρηματοδοτούν χρόνο. Χτίζουν ένα μέλλον όπου η ευημερία δεν περνά μόνο από κάποιο υπουργείο Πρόνοιας, αλλά από τη συμμετοχή στην αγορά, τον καπιταλισμό.

Τρίτον, επειδή θα ανεβάσει θεαματικά τον οικονομικό γραμματισμό. Όχι με αφίσες και σεμινάρια, αλλά με πραγματικό κίνητρο. Ένα παιδί που μεγαλώνει με λογαριασμό Τραμπ, μαθαίνει πριν καν ψηφίσει τη διαφορά ανάμεσα σε αποταμίευση και επένδυση, τη λογική του ρίσκου, τη σημασία των χαμηλών χρεώσεων, το γιατί ο χρόνος είναι σύμμαχος. Μαθαίνει επειδή τον αφορά, όχι επειδή το υπαγορεύει κάποιο σχολικό πρόγραμμα.

Οι Λογαριασμοί Τραμπ είναι φιλελεύθερη κοινωνική πολιτική στην πιο καθαρή της μορφή. Χτίζουν ανεξαρτησία αντί για εξάρτηση. Καλλιεργούν ευθύνη αντί για δικαίωμα χωρίς υποχρέωση. Και κυρίως, μοιράζουν κάτι που οι κυβερνήσεις σπανίως τολμούν να μοιράσουν: ιδιοκτησία. Ας ελπίσουμε ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που εδώ και δεκαετίες έχουν χτίσει ένα σύστημα πρόνοιας που βασίζεται στη διαιώνιση προνομίων και επιδομάτων, να μάθουν κάτι από αυτή τη σπουδαία πρωτοβουλία των ΗΠΑ.