Για χρόνια, η Γερμανία υπήρξε το σύμβολο της αντιπυρηνικής υστερίας στην Ευρώπη. Από την εποχή της Άνγκελα Μέρκελ, το Βερολίνο αποφάσισε να κλείσει τα πυρηνικά του εργοστάσια, αγκαλιάζοντας το όραμα της πράσινης μετάβασης, βασισμένης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στην πράξη, όμως, η «πράσινη» Γερμανία δεν αποδείχθηκε ούτε πράσινη, ούτε ανεξάρτητη. Αντί να μειώσει το αποτύπωμα άνθρακα, η χώρα εξάρτησε την ενεργειακή της ασφάλεια από το ρωσικό φυσικό αέριο, χρηματοδοτώντας το καθεστώς του Πούτιν και εξάγοντας τις εκπομπές της σε τρίτες χώρες. Αυτή ήταν η υποκρισία της γερμανικής ενεργειακής πολιτικής: κλείνοντας ασφαλή και καθαρά πυρηνικά εργοστάσια, προτίμησε να καίει ρωσικό φυσικό αέριο και λιγνίτη.
Όμως, η ιστορία δεν συγχωρεί τις ψευδαισθήσεις. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να αποκαλύπτει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία, οι ισορροπίες άλλαξαν. Η Γερμανία, αφού ολοκλήρωσε την απεξάρτησή της από τον πυρηνικό της τομέα το 2023, τώρα γυρίζει σελίδα. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι ενημέρωσαν τους Γάλλους ομολόγους τους ότι το Βερολίνο δεν θα αντιταχθεί πλέον στη θεώρηση της πυρηνικής ενέργειας ως χαμηλού άνθρακα και ισοδύναμης με τις ανανεώσιμες πηγές στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Αυτό το «πράσινο φως» στη γαλλική πυρηνική πολιτική αποτελεί μια ιστορική στροφή και ένα ράπισμα στην ψευδο-οικολογική ατζέντα που κυριαρχούσε στο Βερολίνο τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία.
Για τη Γαλλία, η πυρηνική ενέργεια ήταν πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος της ενεργειακής της πολιτικής, καλύπτοντας σχεδόν το 70% της ηλεκτρικής της ενέργειας. Και δικαίως: η πυρηνική ενέργεια είναι η πιο αξιόπιστη και καθαρή μορφή ηλεκτροπαραγωγής. Σε αντίθεση με τα αιολικά και τα φωτοβολταϊκά, που εξαρτώνται από τον καιρό και την ηλιοφάνεια, τα πυρηνικά εργοστάσια παρέχουν σταθερή, καθαρή, και προβλέψιμη ενέργεια, 365 ημέρες το χρόνο.
Η νέα στάση της Γερμανίας δεν είναι απλώς μια συμβολική χειρονομία. Ανοίγει το δρόμο για την αναγνώριση του υδρογόνου που παράγεται από πυρηνική ενέργεια ως «πράσινου», κάτι που θα επιτρέψει τη χρηματοδότησή του από την ΕΕ και θα ενισχύσει τη γαλλική και ευρωπαϊκή πυρηνική βιομηχανία. Ταυτόχρονα, το Βερολίνο και το Παρίσι δεσμεύονται να συνεργαστούν για μια κοινή στρατηγική που θα συνδυάζει την κλιματική ουδετερότητα, την ανταγωνιστικότητα και την ενεργειακή κυριαρχία. Αυτό είναι ένα αποφασιστικό πλήγμα στις φωνές του οικολογικού φανατισμού που υποστηρίζουν ότι μόνο οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να είναι «καθαρές».
Η απόφαση της Γερμανίας είναι μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής «πυρηνικής αναγέννησης». Το Βέλγιο έχει παγώσει την έξοδο από την πυρηνική ενέργεια, η Σουηδία και οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης σχεδιάζουν νέους αντιδραστήρες, ενώ ακόμη και η γερμανική κοινή γνώμη φαίνεται να αναθεωρεί, με μια πρόσφατη δημοσκόπηση να δείχνει ότι το 55% των Γερμανών υποστηρίζουν την επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια.
Η αλήθεια είναι ότι η πυρηνική ενέργεια είναι η μόνη τεχνολογία που μπορεί να προσφέρει σταθερή, καθαρή και μαζική παραγωγή ενέργειας σε μια Ευρώπη που προσπαθεί να απομακρυνθεί από τα ορυκτά καύσιμα. Όσο κι αν οι οικολόγοι της καταστροφολογίας θέλουν να παρουσιάζουν την πυρηνική ενέργεια ως απειλή, τα γεγονότα δείχνουν το αντίθετο: είναι η ασφαλέστερη μορφή παραγωγής ενέργειας ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας και το μόνο πραγματικά βιώσιμο μονοπάτι για μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη.
Ας ελπίσουμε ότι η νέα αυτή συνειδητοποίηση της Γερμανίας δεν είναι απλώς μια συγκυριακή προσαρμογή, αλλά η αρχή μιας πιο ρεαλιστικής, τεχνολογικά ουδέτερης και φιλελεύθερης ενεργειακής πολιτικής για ολόκληρη την Ευρώπη. Γιατί αν η Ευρώπη θέλει να είναι πραγματικά πράσινη, πρέπει πρώτα να μάθει να είναι λογική.