Οι μεγάλοι χαμένοι του 2025

Κάθε χρονιά έχει τους νικητές της και τους χαμένους της. Όχι απαραίτητα πρόσωπα, αλλά ιδέες, μόδες και «αυτονόητα» που για λίγο έμοιαζαν ασταμάτητα, μέχρι που ξαφνικά άρχισαν να ξεφουσκώνουν και να χάνουν επιρροή. Και, όπως συμβαίνει συχνά στη σύγχρονη Δύση, ο παλμός είναι παγκόσμιος αλλά η εκκίνηση είναι σε μεγάλο βαθμό αμερικανική. Πολλά από τα πολιτισμικά και πολιτικά ρεύματα γεννιούνται στις ΗΠΑ, αποκτούν εκεί την πιο έντονη μορφή τους και μετά εξάγονται, μέσω πανεπιστημίων, πολυεθνικών, ΜΚΟ, πλατφορμών και media, ως κάτι μεταξύ ηθικής και προόδου, ως το zeitgeist της δημόσιας συζήτησης και κοινωνικής, οικονομικής, και πολιτικής μόδας. Το 2025 μοιάζει με χρονιά όπου αυτός ο εξαγωγικός κύκλος που ξεκίνησε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, εν συνεχεία γιγαντώθηκε και εξαπλώθηκε με ορμή, συνάντησε επιτέλους, τη διεθνή κόπωση.

Πρώτος μεγάλος χαμένος είναι η πολιτική DEI, η woke κουλτούρα και η πολιτική ορθότητα ως καθεστώς. Όχι η στοιχειώδης ευγένεια, ούτε η ίση μεταχείριση, ούτε η καταπολέμηση πραγματικών διακρίσεων. Αυτά είναι αυτονόητα σε μια φιλελεύθερη κοινωνία. Χαμένη είναι η παραμόρφωση της έννοιας της ένταξης σε τελετουργία συμμόρφωσης, σε μια ηθική γραφειοκρατία που απαιτεί από τους ανθρώπους να μιλούν με εγκεκριμένους όρους, να σκέφτονται με προκαθορισμένα φίλτρα και να αυτολογοκρίνονται διαρκώς μήπως και παρεκκλίνουν από τη «σωστή» ορολογία. Όταν η αρετή αρχίζει να μετριέται με σεμινάρια, ερωτηματολόγια και υποχρεωτικές δηλώσεις φρονημάτων, η κοινωνική αντίδραση δεν είναι απλώς πιθανή. Είναι αναπόφευκτη. Το 2025 έφερε περισσότερη κούραση, περισσότερη δυσπιστία και μια αυξανόμενη απαίτηση για επιστροφή σε απλά κριτήρια, αξιοκρατία, κοινή λογική, και κυρίως λιγότερο κήρυγμα.

Δεύτερος μεγάλος χαμένος είναι το ESG και ο πολυμετοχικός καπιταλισμός (stakeholder capitalism). Όχι η εταιρική διακυβέρνηση, ούτε η διαφάνεια, ούτε η σοβαρή διαχείριση ρίσκου. Αυτά είναι χρήσιμα και απαραίτητα. Χαμένη είναι η ιδέα ότι η επιχείρηση δεν είναι πρωτίστως ένας μηχανισμός παραγωγής αξίας και κερδοφορίας, αλλά ένα είδος μικρού υπουργείου κοινωνικής πολιτικής που οφείλει να θεραπεύει συγκρούσεις, να ισορροπεί «ενδιαφερόμενους», να παίρνει θέση σε κάθε δημόσιο ζήτημα και να βαθμολογείται ηθικά από δείκτες και επιτροπές. Αυτό το μοντέλο, που γεννήθηκε ως αμερικανική μόδα και στη συνέχεια φόρεσε διεθνές κοστούμι, έπασχε από ένα βασικό πρόβλημα: θόλωνε το κριτήριο επιτυχίας και δημιουργούσε ισχύ χωρίς δημοκρατική λογοδοσία. Όταν οι συνθήκες σκληραίνουν, όταν οι αγορές ζητούν αποδόσεις, όταν οι πολίτες βλέπουν το κόστος στο ράφι και στον λογαριασμό, οι «βαθμολογίες αρετής» αρχίζουν να μοιάζουν λιγότερο με πρόοδο και περισσότερο με θέατρο. Επιβιώνει το χρήσιμο. Καταρρέει το συμβολικό και το ανούσιο.

Τρίτος μεγάλος χαμένος είναι η πολιτική Net Zero ως πολιτισμικό αφήγημα που σε πολλές περιπτώσεις λειτούργησε σαν θρησκεία και όχι σαν σχέδιο. Το Net Zero είναι ο στόχος μια χώρα, εταιρεία ή οικονομία να έχει καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, δηλαδή οι εκπομπές που παράγει να ισοσκελίζονται από ισόποση μείωση ή απορρόφηση. Ωραία στη διατύπωση, δύσκολο στην πολιτική, εκρηκτικό στην καθημερινότητα, όταν μεταφράζεται σε ακριβότερη ενέργεια και περισσότερους περιορισμούς χωρίς ρεαλιστική μετάβαση.

Η περιβαλλοντική πρόκληση υπάρχει, αλλά σε πολλές εκδοχές της μεταφράστηκε σε ενοχή, σε περιφρόνηση για την ανάπτυξη και σε λογική τιμωρίας απέναντι στην ενέργεια και την παραγωγή. Από τη στιγμή που το περιβαλλοντικό κίνημα έφτασε στο λογικό συμπέρασμα να ορίσει την ανθρώπινη ευημερία ως εχθρό χωρίς σοβαρές προτάσεις που να διασφαλίζουν την ποιότητα ζωής όσων ήθελε να στρατολογήσει, άρχισε να χάνει οπαδούς και υποστηρικτές. Το 2025 ανέδειξε και κάτι απλό: οι κοινωνίες δεν αγοράζουν πολιτικές που μοιάζουν με λιτότητα με πράσινο περιτύλιγμα.

Οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί είναι κουρασμένοι να ακούν μεγάλες υποσχέσεις και να πληρώνουν υψηλότερο κόστος ενέργειας, άμεσα στον λογαριασμό και έμμεσα σε κάθε τιμή. Θέλουν άφθονη και φθηνή ενέργεια, γιατί χωρίς φθηνή ενέργεια δεν υπάρχει βιομηχανία, δεν υπάρχει ανταγωνιστικότητα, δεν υπάρχει αξιοπρεπές επίπεδο ζωής. Κανένα σύνθημα δεν ακυρώνει αυτόν τον κανόνα. Όταν το σχέδιο για το κλίμα μοιάζει με σχέδιο για ακρίβεια, η συναίνεση σπάει. Και όταν η πολιτική ζητά θυσίες χωρίς να δείχνει πειστικά το κέρδος, το κοινό γυρίζει την πλάτη.

Τέταρτος μεγάλος χαμένος, και ίσως ο πιο επικίνδυνος, είναι η λογοκρισία διά αντιπροσώπων. Αυτό που βαφτίστηκε «καταπολέμηση της παραπληροφόρησης», αλλά συχνά λειτούργησε ως αδιαφανής αστυνομία της συζήτησης. Το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχουν ψέματα. Το πρόβλημα είναι η ιδέα ότι τα ψέματα λύνονται με φίμωση αντί με αντιπαράθεση, με ετικέτες αντί με αποδείξεις, με σκιώδεις κανόνες αντί με δημόσιες διαδικασίες και αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Όταν η λογοκρισία δεν γίνεται με ξεκάθαρο νόμο αλλά με πιέσεις, συνεργασίες, «συστάσεις», αλγοριθμικές τιμωρίες και σιωπηλές απαγορεύσεις, η εμπιστοσύνη διαλύεται και η κοινωνία σπάει σε παράλληλους κόσμους. Το 2025 πλήρωσε αυτόν τον λογαριασμό με περισσότερη πόλωση και λιγότερο κοινό έδαφος.

Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι μια αυταπάτη: ότι οι άνθρωποι θα αποδεχτούν για πάντα μια μικρή τάξη επιμελητών της ηθικής, της αλήθειας και της προόδου. Ότι θα ζουν μέσα σε ένα μείγμα εταιρικών κανονισμών, δημόσιων μηνυμάτων και πολιτισμικών απαγορεύσεων και θα λένε κι ευχαριστώ. Το 2025 έδειξε ότι αυτό δεν κρατά, και η κόπωση δεν μένει εντός συνόρων. Εξάγεται κι αυτή.

Χρειάζεται, όμως, ψυχραιμία. Η υποχώρηση μιας μόδας δεν εγγυάται ότι το επόμενο κύμα θα είναι σοφότερο. Το εκκρεμές σπάνια σταματά στη μέση. Συνήθως, αφού πάει πολύ προς τη μία πλευρά, επιστρέφει προς την άλλη με μεγαλύτερη ορμή. Όταν ένα κομμάτι του πολιτικού φάσματος υπερβάλλει, δεν «διορθώνει» απλώς τον διάλογο. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις να επανέλθει το αντίπαλο ρεύμα με περισσότερη αυτοπεποίθηση, συχνά και με τη δική του υπερβολή. Αυτό είναι το πιο ρεαλιστικό συμπέρασμα από τους «μεγάλους χαμένους του 2025»: όχι μια νέα βεβαιότητα, αλλά η πρόβλεψη ότι η παγκόσμια συζήτηση, ξεκινώντας ξανά από τις ΗΠΑ και απλώνοντας παντού, θα περάσει στο άλλο άκρο. Και όποιος έσπρωξε πρώτος το εκκρεμές, δύσκολα θα έχει το δικαίωμα να παραπονιέται για την ταχύτητα της επιστροφής του.