Ογδόντα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη βρίσκεται ξανά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ο πόλεμος που κάποτε σάρωσε την ήπειρο δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική σύγκρουση, αλλά μια ιδεολογική μάχη μεταξύ της ελευθερίας και της τυραννίας, της ανοιχτής κοινωνίας και του κρατικού αυταρχισμού. Και ενώ οι βόμβες έχουν σιγήσει, οι διαμάχες για τις θεμελιώδεις αρχές που θα καθορίσουν το μέλλον της Ευρώπης παραμένουν ζωντανές.
Μετά το 1945, οι ηγέτες που ανοικοδόμησαν την Ευρώπη είχαν συνείδηση της καταστροφής που προκαλούν οι μεγαλομανείς κρατικές πολιτικές, οι εθνοκρατισμοί και ο κεντρικός σχεδιασμός. Από τη Γερμανία του Λούντβιχ Έρχαρντ μέχρι την Ελλάδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι ευρωπαϊκές χώρες υιοθέτησαν τις αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού: ατομικά δικαιώματα, κράτος δικαίου, ελεύθερες αγορές και εθελοντική συνεργασία. Ακόμα και το κρατικής έμπνευσης και χρηματοδότησης Μάρσαλ Πλαν ήταν μια θριαμβευτική επιβεβαίωση αυτής της φιλοσοφίας, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενισχύουν την Ευρώπη όχι με κεντρικό σχεδιασμό, αλλά με κεφάλαια που διοχετεύθηκαν πρωτίστως στην ιδιωτική πρωτοβουλία και τις υποδομές ανάπτυξής της.
Όμως σήμερα, οι αξίες που ανέδειξαν την Ευρώπη από τα συντρίμμια του πολέμου δοκιμάζονται. Ο πόλεμος στην Ουκρανία φέρνει ξανά στην επιφάνεια την απειλή του αυταρχισμού. Οικονομικός προστατευτισμός και εθνικισμός αναβιώνουν, με κράτη που κάποτε αγκάλιασαν την ελευθερία να καταφεύγουν σε πολιτικές παρέμβασης, περιορισμού των αγορών και φίμωσης των αντιφρονούντων. Οι φιλελεύθερες αξίες που κάποτε ένωσαν την Ευρώπη τώρα αμφισβητούνται στο εσωτερικό της.
Το πιο επικίνδυνο είναι η λήθη. Για μια γενιά που μεγάλωσε χωρίς τη μνήμη του πολέμου, η ελευθερία θεωρείται δεδομένη. Η ειρήνη θεωρείται αυτονόητη. Και όμως, η ιστορία διδάσκει ότι τίποτα από αυτά δεν είναι εγγυημένο. Η ειρήνη και η ευημερία της Ευρώπης είναι προϊόν των αξιών της: της ατομικής ελευθερίας, του κράτους δικαίου και των ανοιχτών αγορών. Όπου εγκαταλείπονται αυτές οι αρχές, η παρακμή δεν αργεί να ακολουθήσει.
Αλλά δεν πρόκειται απλώς για μια μάχη αξιών. Είναι και μια μάχη οικονομικής λογικής. Οι ανοιχτές αγορές οδήγησαν στην άνθηση της Ευρώπης. Οι ελεύθερες συναλλαγές κατέστησαν την ήπειρο έναν παγκόσμιο κόμβο εμπορίου και καινοτομίας. Οι επενδύσεις δεν ανθούν σε καθεστώτα που αμφισβητούν την ιδιοκτησία, που αλλάζουν τους κανόνες κατά το δοκούν, ή που περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης. Και όμως, σε ολόκληρη την Ευρώπη, από την Ουγγαρία μέχρι τη Γαλλία και τη Γερμανία, οι τάσεις περιορισμού της ελευθερίας πολλαπλασιάζονται.
Ο πόλεμος που έληξε το 1945 μας έδειξε ότι η ειρήνη και η ευημερία απαιτούν ισχυρά θεμέλια. Και αυτά τα θεμέλια είναι οι αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού: το κράτος δικαίου που προστατεύει τα δικαιώματα όλων, η ιδιωτική πρωτοβουλία που δημιουργεί πλούτο, και η κοινωνία των πολιτών που συγκρατεί την κρατική εξουσία. Αυτά είναι που εξασφάλισαν ότι η Ευρώπη ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες.
Αν λοιπόν θέλουμε να τιμήσουμε πραγματικά την ιστορική μνήμη, δεν αρκεί να στεκόμαστε μπροστά σε μνημεία ή να ψάλλουμε ύμνους ειρήνης. Πρέπει να ανανεώσουμε τη δέσμευσή μας στις αξίες που έφεραν αυτή την ειρήνη. Να θυμηθούμε ότι η ειρήνη δεν είναι η φυσική κατάσταση της ανθρωπότητας, αλλά ένα επίπονο επίτευγμα. Ότι η ελευθερία δεν είναι δεδομένη, αλλά κερδίζεται και προστατεύεται κάθε μέρα και από κάθε γενιά.
Ογδόντα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη καλείται να αποφασίσει: θα παραμείνει ένας φάρος ελευθερίας και συνεργασίας ή θα υποκύψει στον πειρασμό του αυταρχισμού, της επιβολής και της μισαλλοδοξίας; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα καθορίσει αν το μάθημα του 1945 έχει πράγματι γίνει κατανοητό από τους λαούς της ηπείρου μας.