Η πρώτη γενιά που παραδίδει τη χώρα φτωχότερη

Η Ελλάδα συνεχίζει να ζει στη σκιά της μεγαλύτερης οικονομικής καταστροφής που γνώρισε ποτέ σε καιρό ειρήνης. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά το ξέσπασμα της κρίσης, η ελληνική οικονομία παραμένει στάσιμη, ανίκανη να ανακτήσει το επίπεδο ευημερίας του 2007. Τότε, το ΑΕΠ της χώρας άγγιζε τα 230 δισεκατομμύρια ευρώ. Σήμερα, παρά τα υποτιθέμενα «έτη ανάκαμψης», είμαστε ακόμα κάτω από αυτό το όριο. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής (ΓΠΒ), το ελληνικό ΑΕΠ το 2024 παραμένει κατά 6,5% χαμηλότερο από το επίπεδο του 2007. Είναι σαν μια ολόκληρη γενιά να καταδικάστηκε στη φτώχεια και την ανασφάλεια, πληρώνοντας τα σπασμένα της κρατικιστικής και πελατειακής πολιτικής που κυριάρχησε από τη δεκαετία του 1980.

Αυτή η οικονομική καθίζηση δεν είναι απλώς ένα στατιστικό στοιχείο. Είναι μια πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες νέοι που δεν μπορούν να βρουν αξιοπρεπή εργασία, που βλέπουν τους καλύτερους και πιο φιλόδοξους φίλους τους να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Είναι οι συνταξιούχοι που έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεών τους, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πνίγηκαν από τη φορολογία και τη γραφειοκρατία. Είναι οι οικογένειες που παρακολουθούν με απόγνωση τις τιμές να ανεβαίνουν και τους μισθούς να παραμένουν στάσιμοι.

Αυτό το ιστορικό πισωγύρισμα είναι πρωτοφανές. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, η Ελλάδα γνώριζε περιόδους πολέμων, κατοχών και εμφυλίων, αλλά πάντα κατάφερνε να ανακάμψει. Ακόμα και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμούς 6,7% ετησίως. Σήμερα όμως, βρισκόμαστε σε μια ατέλειωτη οικονομική στασιμότητα, μια χαμένη δεκαετία που πλέον τείνει να γίνει χαμένη γενιά. Η πρώτη γενιά που θα παραλάβει φτωχότερη χώρα από αυτή που παρέλαβαν οι γονείς της.

Πώς φτάσαμε εδώ; Η απάντηση δεν είναι μυστήριο. Για δεκαετίες, το κράτος λειτουργούσε ως μηχανισμός εξυπηρέτησης πελατειακών συμφερόντων. Οι κυβερνήσεις, είτε δεξιές είτε αριστερές, συναγωνίζονταν στο ποιος θα διορίσει περισσότερους στο δημόσιο, ποιος θα υποσχεθεί περισσότερες συντάξεις, ποιος θα διατηρήσει τα προνόμια των συντεχνιών. Το 2007, η Ελλάδα είχε έναν δημόσιο τομέα που απορροφούσε πάνω από το 43% του ΑΕΠ. Οι συντάξεις αποτελούσαν το 17% του ΑΕΠ, ενώ ο κρατικός δανεισμός ξεπέρασε κάθε όριο. Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, αντί να επενδυθούν σε υποδομές και καινοτομία, σπαταλήθηκαν σε φαραωνικά έργα χωρίς οικονομική απόδοση και σε πελατειακές παροχές.

Η κρίση που ακολούθησε δεν ήταν ένα ατύχημα. Ήταν η αναπόφευκτη κατάρρευση ενός συστήματος που βασιζόταν στην κρατική σπατάλη, τη φορολογική αφαίμαξη και τη διαφθορά. Και όμως, η πραγματική τραγωδία δεν είναι μόνο ότι η κρίση συνέβη, αλλά ότι, παρά τις θυσίες και τις όποιες μεταρρυθμίσεις, το πολιτικό μας ένστικτο δεν άλλαξε. 

Ή ακόμα και σήμερα, η αντιπολίτευση συνεχίζει να υπόσχεται εύκολες λύσεις, χωρίς να αγγίζει τις δομικές αιτίες της κρίσης. Η μεγάλη πλειοψηφία των αντιπολιτευτικών κομμάτων, επαναφέρουν τις ίδιες καταστροφικές πολιτικές του παρελθόντος: διορισμούς στο δημόσιο, αυξήσεις χωρίς αντίκρισμα, υπονόμευση κάθε προσπάθειας ιδιωτικοποίησης ή απελευθέρωσης της αγοράς. Οι υποσχέσεις για «ανάκτηση του κοινωνικού κράτους» είναι μια θλιβερή υπενθύμιση του πώς φτάσαμε εδώ. Οι ίδιοι που υποσκάπτουν την οικονομία είναι οι πρώτοι που καταγγέλλουν την «ανισότητα» που δημιουργούν οι δικές τους πολιτικές.

Η Ελλάδα δεν χρειάζεται να «επιστρέψει» στο 2007. Χρειάζεται να ξεπεράσει το 2007, να αποτινάξει τον κρατικιστικό ζυγό, να ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα, να προστατεύσει την ιδιωτική περιουσία και να επενδύσει στην καινοτομία. Χρειάζεται ένα φορολογικό σύστημα που να επιβραβεύει την εργασία και την παραγωγή, και όχι να τις τιμωρεί. Χρειάζεται μια δημόσια διοίκηση που να λειτουργεί με διαφάνεια και λογοδοσία, και όχι ως άντρο πελατειακών συμφερόντων.

Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε ότι η κρίση δεν ήταν απλώς μια «κακή στιγμή». Ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη ενός διεφθαρμένου συστήματος που υποσχόταν ευημερία με δανεικά, χωρίς παραγωγή. Και όσο αρνούμαστε να το παραδεχτούμε, θα παραμένουμε καταδικασμένοι στη φτώχεια και τη μιζέρια, μόλις ένα εκλογικό αποτέλεσμα μακριά από τη νέα χρεοκοπία.