Η πολιτική βία δεν έρχεται από το πουθενά

Ο Charlie Kirk δολοφονήθηκε. Όχι για κάτι που έκανε, αλλά για κάτι που πίστευε. Και όμως, η αντίδραση του αριστερού κατεστημένου ήταν σχεδόν ανακουφιστική. Όχι με πανηγυρισμούς - με κάτι πιο ύπουλο: τον υπαινιγμό ότι «κάπως το προκάλεσε». Ότι ήταν «ακροδεξιός», «προκλητικός», «μισογύνης». Επομένως, τι περίμενε; Η αλήθεια είναι πως ο Kirk ήταν κάτι πολύ πιο επικίνδυνο για την Αριστερά: νέος, ικανός και πειστικός.

Δεν ήταν φανατικός. Ήταν συντηρητικός. Εναντίον των αμβλώσεων, με έμφαση στις παραδοσιακές αξίες, αντίθετος στον woke ολοκληρωτισμό. Έλεγε πράγματα που υποστηρίζει η μισή Αμερική - ίσως και περισσότεροι σε μία περίοδο που η κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture) είχε κάνει τον μέσο πολίτη να φοβάται να εκφράσει την οποιαδήποτε αμφισβήτηση στο κυρίαρχο αφήγημα της αριστεράς. Και είχε το θάρρος να τα λέει δημόσια, με επιχειρήματα, μπροστά σε κόσμο που διαφωνούσε μέσα στο εχθρικό - για κάθε μη αριστερό - περιβάλλον των αμερικανικών πανεπιστημίων. Αυτή ήταν η «απειλή» του.

Η αριστερή αφήγηση τον ήθελε «ακροδεξιό». Και αυτή η λέξη δεν είναι περιγραφή. Είναι καταδίκη. Ιδίως στην Ελλάδα, το «ακροδεξιός» σημαίνει φασίστας, νεο-ναζί, εγκληματίας. Οι ίδιοι δημοσιογράφοι που σήμερα τον αποκαλούν έτσι, πριν λίγα χρόνια χαρακτήριζαν «ακροδεξιό» τον Σαμαρά, τον Καρατζαφέρη, ακόμα και τον Μητσοτάκη. Όταν εμφανίστηκε η Χρυσή Αυγή, δεν υπήρχε λέξη για να την περιγράψουν – τις είχαν ήδη ξοδέψει όλες.

Ο Kirk δεν ήταν φίλος μου. Δεν ήταν καν ιδεολογικός σύμμαχος. Εγώ είμαι κλασικός φιλελεύθερος - εκείνος ήταν συντηρητικός. Διαφωνούσαμε σε πολλά. Αλλά τον σεβόμουν. Και πάνω απ’ όλα, αναγνώριζα το έργο του: έβαλε ξανά τον συντηρητισμό στο τραπέζι των νέων ανθρώπων. Όχι με κραυγές, αλλά με ιδέες. Όχι με βία, αλλά με λόγο. Η ερώτηση λοιπόν δεν είναι αν συμφωνούσες μαζί του. Η ερώτηση είναι αν πιστεύεις ότι η πολιτική βία είναι ποτέ αποδεκτή. Κι αν όχι, γιατί τόσοι πολλοί προσπαθούν σήμερα να την εξηγήσουν, να την δικαιολογήσουν ή - το χειρότερο - να την καταλογίσουν στο θύμα της.

Η απάντηση είναι ότι αυτή η βία δεν είναι ατύχημα. Είναι προϊόν αφήγησης. Για χρόνια τώρα, η αμερικανική (και όχι μόνο) Αριστερά έχει πείσει τους υποστηρικτές της ότι οι αντίπαλοί τους δεν είναι απλώς λάθος - είναι απειλή. Ο Τραμπ είναι «φασίστας» και θα κάνει πραξικόπημα. Ο Kirk είναι «ναζί», «μισογύνης», «αντισημίτης». Ο συντηρητισμός είναι «μίσος».

Αν ακούς αυτά καθημερινά, αν πιστεύεις ότι κάποιοι θέλουν να σου πάρουν τα δικαιώματα, τη ζωή, την ελευθερία, τότε κάποια στιγμή κάποιος τρελός θα πάρει τα λόγια αυτά στα σοβαρά. Θα «αντιδράσει». Και θα σκοτώσει. Μην παρεξηγηθούμε, η ποινική ευθύνη για τη δολοφονία βαραίνει αποκλειστικά τον άνθρωπο που τράβηξε τη σκανδάλη και τους όποιους συνεργούς του. Κανείς άλλος δεν πρέπει να λογοδοτήσει γι’ αυτή την πράξη. Αλλά οι τύψεις -ή τουλάχιστον ο προβληματισμός- θα έπρεπε να βαραίνουν εκείνους που επί χρόνια καλλιεργούν ένα αφήγημα στο οποίο ο ιδεολογικός τους αντίπαλος δεν είναι απλώς πολιτικά λαθεμένος, αλλά υπαρξιακή απειλή.

Ο Charlie Kirk δεν ήταν ήρωας. Ούτε άγιος. Ήταν πολιτικός άνθρωπος, με έντονες απόψεις, με εχθρούς και υπερβολές. Αλλά ήταν παρών στον δημόσιο διάλογο. Δεν κρύφτηκε. Μίλησε ανοιχτά και ξεκάθαρα. Κι αυτό το δικαίωμα - το να μιλάς χωρίς να φοβάσαι για τη ζωή σου - είναι το απολύτως ελάχιστο που οφείλει να εγγυάται μια φιλελεύθερη κοινωνία. Αν σήμερα δεν μπορούμε να το πούμε αυτό καθαρά, τότε έχουμε αποδεχτεί -σιωπηλά αλλά ουσιαστικά- ότι η βία είναι ανεκτή, αρκεί να στοχεύει τους «σωστούς» ανθρώπους.

Ο Θεός να ευλογεί την Αμερική. Και να της θυμίζει, ξανά και ξανά, τι σημαίνει ελευθερία.