Η υπόθεση Velvet Sundown θα μείνει στην ιστορία ως η πρώτη μεγάλη καλλιτεχνική φάρσα της εποχής της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ένα συγκρότημα που δεν υπήρξε ποτέ, με 500.000 μηνιαίους ακροατές στο Spotify, με τραγούδια που ακούγονταν σαν αυθεντική soft rock της δεκαετίας του ’70, με υποτιθέμενους μουσικούς και φωτογραφίες που αποδείχθηκαν ψεύτικες. Πολλοί υποψιάστηκαν την αλήθεια όταν είδαν την απίστευτη ταχύτητα με την οποία το συγκρότημα κυκλοφορούσε ολόκληρα άλμπουμ και την «ύποπτη» προώθησή τους σε δημοφιλείς λίστες. Η πλατφόρμα Deezer είχε ήδη σημαδέψει τα τραγούδια τους ως πιθανώς AI-generated. Η αποκάλυψη ήρθε τελικά από τους ίδιους τους δημιουργούς στο περιοδικό Rolling Stone: η μπάντα ήταν ένα project φτιαγμένο εξολοκλήρου από Τεχνητή Νοημοσύνη, μέσω του εργαλείου Suno. Ήταν, σύμφωνα με τον «δημιουργό» της «μπάντας», μια «καλλιτεχνική φάρσα» και ταυτόχρονα ένα πείραμα για να αξιολογηθεί το πώς θα αντιδράσει η βιομηχανία και το κοινό.
Η υπόθεση Velvet Sundown είναι μόνο η αρχή. Το ερώτημα πια είναι αναπόφευκτο: πρέπει να επιτρέψουμε την Τεχνητή Νοημοσύνη στη μουσική παραγωγή; Πρέπει να την περιορίσουμε; Πρέπει να την απαγορεύσουμε;
Η κυρίαρχη αντίδραση από τη μουσική βιομηχανία είναι αναμενόμενη: φόβος, πανικός, και προτάσεις για πολύ αυστηρό νομικό πλαίσιο. Η βασική κατηγορία που εκτοξεύεται είναι ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη εκπαιδεύεται πάνω στη δουλειά πραγματικών καλλιτεχνών – ανθρώπων που αφιέρωσαν τη ζωή τους για να χτίσουν τη μουσική που οι μηχανές τώρα χρησιμοποιούν για να διδαχθούν τα μυστικά του επαγγέλματος και «μιμούνται» με τρομακτική ακρίβεια και ταχύτητα.
Το επιχείρημα ακούγεται δίκαιο, αλλά είναι ημιτελές. Όλοι οι μουσικοί, όλοι οι παραγωγοί, όλοι οι δημιουργοί είναι αποτέλεσμα μίμησης, επιρροών και εκπαίδευσης πάνω στο έργο των προηγούμενων. Ολόκληρη η τέχνη είναι μια αλυσίδα αλληλεπίδρασης. Κανείς δεν δημιουργεί εν κενώ. Η Τεχνητή Νοημοσύνη ακολουθεί την ίδια αρχή: εκπαιδεύεται πάνω στο παρελθόν, επανασυνθέτει και δημιουργεί κάτι καινούριο. Η διαφορά είναι μεν ο όγκος και η ταχύτητα, αλλά επί της ουσίας η αρχή είναι ίδια.
Επιπλέον, η AI μουσική δεν είναι απρόσωπη. Πίσω από κάθε AI τραγούδι υπάρχει ο prompt creator – ο άνθρωπος που δίνει τις κατευθύνσεις, που καθορίζει το στυλ, την αισθητική, το ύφος, που επιλέγει πώς θα μοιάζει και πώς θα ακούγεται το τελικό προϊόν. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν συνθέτει μόνη της. Συνθέτει με βάση τις οδηγίες που της δίνει ο άνθρωπος και το τελικό προϊόν είναι πάλι αποτέλεσμα ανθρώπινης επιλογής. Ο prompt creator είναι στην ουσία ο νέος μαέστρος: δεν παίζει ο ίδιος τα όργανα, αλλά σκηνοθετεί την όλη διαδικασία μέχρι να είναι ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα. Η δημιουργία μετατοπίζεται από την άμεση εκτέλεση στη σκηνοθεσία και στον σχεδιασμό. Αυτό δεν είναι απάτη. Είναι μια νέα μορφή τέχνης.
Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι αν πρέπει να επιτρέψουμε την AI μουσική. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι εδώ και δεν ανακόπτεται. Το ζήτημα είναι αν πρέπει να ξέρουμε πότε ακούμε AI μουσική. Η απάντηση είναι ναι – αλλά όχι για λόγους ηθικού πανικού. Πρέπει να το ξέρουμε γιατί η προέλευση της μουσικής είναι ουσιωδώς διαφορετική. Όταν κάποιος χρησιμοποιεί loops, autotune ή ψηφιακά όργανα, το έργο παραμένει ανθρώπινο. Η AI μουσική, αντίθετα, είναι αποτέλεσμα μιας συνεργασίας με έναν αλγόριθμο που έχει αυτονομία στη δημιουργική σύνθεση. Δεν είναι απλώς ένα εργαλείο υποβοήθησης. Είναι ένας πραγματικός συνδημιουργός.
Η σήμανση επομένως είναι ζήτημα διαφάνειας, όχι ποιότητας. Το κοινό πρέπει να γνωρίζει τη φύση της δημιουργίας που καταναλώνει. Όχι για να απορρίψει, αλλά για να επιλέξει συνειδητά. Όταν πουλάμε AI μουσική ως «ανθρώπινη», αλλοιώνουμε τη σχέση του ακροατή με το έργο. Όταν την παρουσιάζουμε ξεκάθαρα, σεβόμαστε τον ακροατή και διατηρούμε την εμπιστοσύνη του.
Η μουσική βιομηχανία δεν φοβάται την Τεχνητή Νοημοσύνη επειδή παράγει μουσική. Φοβάται την Τεχνητή Νοημοσύνη επειδή απελευθερώνει περισσότερους ανθρώπους να παράγουν μουσική που αρέσει στους τελικούς καταναλωτές, παρακάμπτοντας τις παραδοσιακές πύλες και τις δισκογραφικές.