Η κρυφή πληγή του κρατισμού: Όταν ακόμη και οι Βρυξέλλες παραδέχονται το αυτονόητο

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ένα σχέδιο «αναζωογόνησης της αγοράς» που υπόσχεται μείωση των κανονιστικών βαρών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με ετήσιο όφελος που θα φτάσει –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν– τα 400 εκατομμύρια ευρώ. Το ίδιο το δελτίο Τύπου κάνει λόγο για «περιορισμό περιττών απαιτήσεων συμμόρφωσης» και για την ανάγκη να διευκολυνθούν οι επενδύσεις, η καινοτομία και η επιχειρηματική δραστηριότητα.

Με άλλα λόγια, είναι η πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες που η γραφειοκρατική μηχανή των Βρυξελλών παραδέχεται ανοιχτά αυτό που οι φιλελεύθεροι υπερασπιστές της ελεύθερης αγοράς φωνάζουν εδώ και χρόνια: ότι η υπερρρύθμιση σκοτώνει την ανάπτυξη. Και ότι πίσω από κάθε «καλοπροαίρετη» οδηγία, κάθε νέο πλαίσιο συμμόρφωσης, κάθε φαινομενικά αθώα φόρμα, κρύβεται ένα κόστος το οποίο πληρώνουν τελικά οι μικρές επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και οι φορολογούμενοι.

Για χρόνια, όσοι τολμούσαν να επισημάνουν την κανονιστική παραφροσύνη της ΕΕ αντιμετωπίζονταν με καχυποψία. Είτε ως «ευρωσκεπτικιστές», είτε ως «λαϊκιστές», είτε ως φωνές εκτός συστήματος. Η κριτική στις Βρυξέλλες είχε σχεδόν ταυτιστεί με την εχθρότητα προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αλλά η αλήθεια είναι διαφορετική: μπορείς να είσαι υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ταυτόχρονα να είσαι αντίθετος με την ιδέα ότι η ΕΕ πρέπει να ρυθμίζει τα πάντα — από τις καμπίνες των τρακτέρ μέχρι το ποιο υλικό θα χρησιμοποιήσεις στην ταμειακή σου μηχανή.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οι υπερβολικές ρυθμίσεις, αλλά και η φιλοσοφία που τις γεννά. Η κυρίαρχη λογική στις Βρυξέλλες παραμένει η «αρχή της προφύλαξης» (precautionary principle): αν υπάρχει η παραμικρή υποψία κινδύνου ή αβεβαιότητας, το κράτος πρέπει να παρέμβει. Αντίθετα, η φιλελεύθερη αρχή του «τεκμηρίου της ελευθερίας» (presumption of liberty) προϋποθέτει ότι κάθε άνθρωπος και κάθε επιχείρηση έχει δικαίωμα να δράσει ελεύθερα, εκτός αν αποδεικνύεται με σαφήνεια ότι προκαλεί βλάβη σε άλλους. Είναι δύο αντίθετοι κόσμοι: ο πρώτος οδηγεί σε ένα πνιγηρό ρυθμιστικό περιβάλλον, ο δεύτερος σε μια δυναμική κοινωνία ελευθερίας, καινοτομίας και ευθύνης.

Το πιο απογοητευτικό, όμως, είναι πως η παραδοχή της Κομισιόν, δεν συνοδεύεται από αυτοκριτική. Ποιος θα απολογηθεί για τα δισεκατομμύρια που χάθηκαν από περιττούς κανονισμούς; Ποιος θα λογοδοτήσει για τις χιλιάδες επιχειρήσεις που δεν ιδρύθηκαν ποτέ ή έκλεισαν πρόωρα επειδή δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στη διοικητική παράνοια; Ποιος θα εξηγήσει γιατί για δεκαετίες η ΕΕ λειτουργούσε με τη λογική ότι η ελευθερία είναι εξαίρεση και όχι κανόνας;

Ας είμαστε ξεκάθαροι: η ανακοίνωση της Κομισιόν είναι ένα θετικό βήμα, αλλά παραμένει σταγόνα στον ωκεανό. Το πρόβλημα δεν είναι μερικά υπερβολικά κανονιστικά πλαίσια — είναι η ίδια η κουλτούρα της κανονιστικής υπερβολής. Αν η Ευρώπη θέλει να είναι ανταγωνιστική, καινοτόμα και ελκυστική για επενδύσεις, τότε χρειάζεται κάτι βαθύτερο: ένα φιλοσοφικό rebranding υπέρ της ελευθερίας. Να ξαναγυρίσουμε στην αρχή ότι η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας δεν χρειάζεται κανονιστική άδεια, αλλά είναι προεπιλογή.

Γιατί πίσω από κάθε ρύθμιση — όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι — υπάρχει ένα κόστος που τελικά πληρώνει ο φορολογούμενος. Και όταν ακόμη και η Κομισιόν το παραδέχεται, τότε ήρθε η ώρα και οι υπόλοιποι να το φωνάξουμε λίγο πιο δυνατά.