Η παραδοχή του Φρίντριχ Μερτς ότι η Γερμανία «ζει πάνω από τις δυνατότητές της» δεν είναι απλώς μια πολιτική ατάκα. Είναι η κραυγή αγωνίας μιας χώρας που πίστευε ότι η ισχυρή βιομηχανία και τα εξαγωγικά της πλεονάσματα μπορούσαν να κρύβουν για πάντα την τρύπα του ασφαλιστικού. Σήμερα, το 31% του ΑΕΠ κατευθύνεται σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές. Το ετήσιο κόστος ξεπερνά τα 400 δισ. ευρώ και προβλέπεται ότι σε λίγα χρόνια θα αναλογεί ένας συνταξιούχος για κάθε δύο εργαζόμενους. Αν αυτό είναι το μέλλον της Γερμανίας, μπορούμε να φανταστούμε τι περιμένει την Ελλάδα.
Η Ευρώπη οικοδόμησε το κοινωνικό της κράτος πάνω σε μια υπόθεση που πλέον κατέρρευσε: ότι οι γενιές των εργαζομένων θα είναι πάντοτε αρκετές για να συντηρούν τις γενιές των συνταξιούχων. Το λεγόμενο «pay-as-you-go» σύστημα βασίζεται ακριβώς σε αυτή την αναδιανεμητική λογική. Όσο περισσότεροι νέοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας, τόσο πιο άνετα χρηματοδοτούνται οι παλαιότεροι. Όμως η ήπειρος γερνάει. Οι γεννήσεις μειώνονται. Η «πυραμίδα του πληθυσμού» έχει γίνει πλέον κλεψύδρα.
Η Γερμανία με τη δημογραφική της υποχώρηση και την αδυναμία ένταξης εκατομμυρίων μεταναστών στην αγορά εργασίας είναι απλώς το προειδοποιητικό καμπανάκι. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ακόμα πιο δύσκολη θέση. Με δείκτη γονιμότητας από τους χαμηλότερους παγκοσμίως και με νεανικό πληθυσμό που μεταναστεύει, η χώρα μας δεν έχει καμία ελπίδα να στηρίξει επ’ άπειρον ένα γενναιόδωρο αναδιανεμητικό ασφαλιστικό. Η ψευδαίσθηση ότι «το κράτος κάπως θα βρει λεφτά» είναι αυτοκτονική. Το κράτος δεν «βρίσκει». Το κράτος παίρνει. Και όταν οι παραγωγικοί πολίτες λιγοστεύουν, παίρνει από ολοένα μικρότερη βάση.
Μπορεί η χώρα να κινήθηκε στη σωστή κατεύθυνση με την εισαγωγή του κεφαλοποιητικού πυλώνα πριν λίγα χρόνια όμως αυτό δεν αρκεί. Το μόνο πραγματικά βιώσιμο μέλλον είναι η πλήρης μετάβαση σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε εργαζόμενος αποταμιεύει για τη δική του σύνταξη, μέσα από θεσμούς που εγγυώνται διαφάνεια, επαγγελματική διαχείριση και ατομική ευθύνη. Το κράτος έχει μόνο έναν ρόλο: να διασφαλίσει ελάχιστη πρόνοια για τους πραγματικά μη έχοντες, για όσους βρεθούν στην ατυχία να μην μπορούν να καλύψουν ούτε τα βασικά. Τίποτε παραπάνω. Όχι «καθολικές παροχές», όχι «δώρο Χριστουγέννων» από δανεικά, όχι κρυφά ελλείμματα που φορτώνονται στις επόμενες γενιές.
Κάποιοι θα πουν ότι αυτό είναι σκληρό. Πιο σκληρό όμως είναι να λέμε σε μια εικοσάχρονη γενιά ότι θα πληρώνει μια ζωή εισφορές χωρίς ποτέ να πάρει σύνταξη. Σκληρό είναι να καταδικάζουμε τη χώρα σε διαρκή υπερφορολόγηση και χαμηλή ανταγωνιστικότητα, μόνο και μόνο για να συντηρούμε ένα σύστημα που καταρρέει αριθμητικά. Σκληρό είναι να βυθίζουμε το μέλλον της Ελλάδας στο τέλμα επειδή κανείς δεν τολμά να πει την αλήθεια.
Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε ιστορικό σταυροδρόμι. Είτε θα συνεχίσει να μοιράζει λεφτά που δεν έχει, βουλιάζοντας όλο και πιο βαθιά στο χρέος, είτε θα επιλέξει τον δρόμο της ατομικής ευθύνης και της κεφαλαιοποίησης. Και αν η Γερμανία έχει ακόμα κάποια δημοσιονομικά περιθώρια να αναβάλει το μοιραίο, η Ελλάδα δεν έχει καμία τέτοια πολυτέλεια. Με δημογραφική κατάρρευση, με παραγωγικό ιστό που φυλλορροεί και με κοινωνία που επιμένει να ζει με δανεικά, το χρονικό περιθώριο έχει σχεδόν μηδενιστεί.
Η επιλογή είναι άμεση και επιτακτική. Είτε αλλάζουμε τώρα, είτε χρεοκοπούμε αύριο. Ο πρώτος πολιτικός που θα τολμήσει να πει καθαρά ότι το αναδιανεμητικό μοντέλο τελείωσε και ότι η Ελλάδα χρειάζεται άμεσα ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα, θα έχει σώσει τη χώρα από την πιο προβλέψιμη οικονομική καταστροφή της ιστορίας της.