Η επιβράβευση της πειθαρχίας: Γιατί οι μόνιμες φοροελαφρύνσεις είναι το σημαντικότερο επίτευγμα της ΝΔ

Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη φετινή ΔΕΘ δεν ήταν εντυπωσιακές λόγω του μεγέθους τους, αλλά λόγω της φιλοσοφίας τους. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, παρουσιάστηκε ένα πακέτο φοροελαφρύνσεων που είναι καθολικό, μόνιμο και δημοσιονομικά συνεπές. Δεν απευθύνεται σε στοχευμένες ομάδες. Δεν υπονοεί προσωρινή ανακούφιση. Δεν επιχειρεί να εξαγοράσει εκλογική στήριξη. Αποτελεί στρατηγική επιλογή με ξεκάθαρη αναπτυξιακή στόχευση, η οποία διαφοροποιεί τη χώρα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και επιβεβαιώνει ότι κάτι βαθύτερο έχει αλλάξει στην ελληνική οικονομική πολιτική.

Η μεσαία τάξη και οι οικογένειες με παιδιά, που εδώ και χρόνια σήκωναν δυσανάλογο βάρος, βλέπουν επιτέλους μια ουσιαστική αναγνώριση. Η νέα γενιά, που συνήθως παραμερίζεται υπέρ της «ευαλωτότητας» άλλων κοινωνικών ομάδων (συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι κλπ.), γίνεται για πρώτη φορά αντικείμενο φορολογικής πρόνοιας. Και το πιο σημαντικό: οι ελαφρύνσεις αυτές είναι θεσμικές και διαρθρωτικές. Δεν αποτελούν έκτακτα μέτρα, ούτε κρύβονται πίσω από παραθυράκια. Αντιθέτως, ενσωματώνονται στον πυρήνα του φορολογικού συστήματος και λειτουργούν ως θετική ανατροφοδότηση προς την εργασία, την επιχειρηματικότητα και την οικογένεια.

Για όσους στήριξαν τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη με την προσδοκία μιας στροφής προς τη φιλελεύθερη οικονομική κανονικότητα, η πρόσφατη εξέλιξη λειτουργεί ως καθυστερημένη επιβεβαίωση. Η προσμονή δεν αφορούσε εντυπωσιασμούς ή παροχολογικές εξάρσεις, αλλά σταθερότητα, σοβαρότητα και ένα φορολογικό περιβάλλον που να ανταμείβει την παραγωγικότητα αντί να την τιμωρεί.

Η κριτική που είχε διατυπωθεί τα τελευταία δύο χρόνια -ότι η κυβέρνηση έτεινε προς επιδοματικές λογικές και αντιμετώπιζε τη μεσαία τάξη ως δεδομένη- δεν ήταν αδικαιολόγητη. Ωστόσο, οι εξαγγελίες της ΔΕΘ επαναπροσδιορίζουν το κυβερνητικό στίγμα με τρόπο που αξίζει προσοχής, καθώς αυτός ο επαναπροσδιορισμός προκύπτει όχι υπό εξωτερική πίεση, αλλά ως συνειδητή πολιτική επιλογή.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η Ελλάδα ακολουθεί πλέον αντίθετη τροχιά σε σχέση με πολλές χώρες της Ευρώπης. Ενώ άλλες κυβερνήσεις αυξάνουν φόρους ή ετοιμάζονται για νέες εισφορές και δημοσιονομικά «μαξιλάρια», η ελληνική κυβέρνηση προχωρά σε οριζόντιες μειώσεις φόρων, χωρίς να διακινδυνεύει τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Πολλοί θα απορήσουν πώς είναι δυνατόν μια χώρα που πέρασε από μνημόνια, capital controls και διαρκή εξωτερική επιτήρηση να είναι σήμερα σε θέση να μειώνει φόρους ενώ άλλοι αυξάνουν. Η απάντηση είναι διπλή: δημοσιονομική πειθαρχία και μείωση της φοροδιαφυγής.

Αυτά τα δύο πάνε μαζί. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φοροελαφρύνσεις δεν ήρθαν στην αρχή της διακυβέρνησης, αλλά μετά από πέντε χρόνια βελτίωσης στη φορολογική συμμόρφωση και στον εισπρακτικό μηχανισμό. Όταν το κράτος παύει να λειτουργεί τιμωρητικά, οι πολίτες αρχίζουν να ανταποκρίνονται.

Όταν οι φορολογικοί συντελεστές μειώνονται, το κίνητρο για φοροδιαφυγή μειώνεται επίσης. Αυτός ο «ενάρετος κύκλος» είναι η πιο ελπιδοφόρα προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Αν διατηρηθεί, μπορεί να φέρει όχι μόνο πρόσκαιρη ανακούφιση αλλά και βαθιά, πολιτισμική αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις υποχρεώσεις μας απέναντι στο κράτος αλλά και τις απαιτήσεις μας από αυτό.

Φυσικά, για να παγιωθεί αυτή η νέα κουλτούρα, χρειάζονται ακόμη τολμηρότερες μειώσεις. Η Ελλάδα παραμένει μια από τις πιο φορολογημένες χώρες του ΟΟΣΑ, ιδιαίτερα για τους παραγωγικούς πολίτες. Όμως η κατεύθυνση είναι πλέον σωστή. Η εμπιστοσύνη που καλλιεργείται μεταξύ κράτους και πολίτη δεν είναι θέμα ιδεολογίας –είναι προϋπόθεση ανάπτυξης.

Το μεγάλο επίτευγμα της ΝΔ, λοιπόν, δεν είναι απλώς οι συγκεκριμένες φορολογικές ελαφρύνσεις. Είναι η εγκαθίδρυση μιας πολιτικής κουλτούρας που δεν χρειάζεται τρόικα για να σεβαστεί τους κανόνες. Είναι η μετάβαση από την επιβολή στη συνειδητή πειθαρχία. Και αυτή η πειθαρχία είναι που επιτρέπει σήμερα στο κράτος να επιστρέψει στον πολίτη μέρος από τον μόχθο του, χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη μακροοικονομική ισορροπία.

Αν το πλαίσιο αυτό παγιωθεί και διατηρηθεί και μετά την τρέχουσα κυβερνητική θητεία, τότε ίσως για πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση θα μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα ωρίμασε πραγματικά -όχι μόνο θεσμικά, αλλά και φορολογικά.