Η έννοια της επικουρικότητας, δηλαδή η αρχή σύμφωνα με την οποία η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να βρίσκεται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πολίτη και να αναλαμβάνεται από ανώτερα επίπεδα μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο, θεωρείται συχνά «ξενόφερτη». Στην Ελλάδα, όπου η έννοια του κράτους έχει συνδεθεί σχεδόν αποκλειστικά με μια αθηνοκεντρική, συγκεντρωτική γραφειοκρατία, η ιδέα της αποκέντρωσης αντιμετωπίζεται είτε με καχυποψία είτε ως περιττή θεωρητικολογία. Κι όμως, δεν υπάρχει τίποτα πιο ελληνικό από την επικουρικότητα.
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στην πολιτική και θρησκευτική μας παράδοση για να διαπιστώσει ότι η αποκέντρωση, η τοπική ευθύνη και η πολυκεντρικότητα αποτελούσαν θεμέλια του ελληνικού πολιτισμού επί αιώνες. Η Αρχαία Ελλάδα δεν ήταν ένα ενοποιημένο βασίλειο, αλλά ένα δυναμικό σύστημα ανεξάρτητων πόλεων-κρατών. Κάθε πόλη είχε τους δικούς της θεσμούς, τους δικούς της νόμους, ακόμα και τη δική της εξωτερική πολιτική. Η Αθήνα δεν ήταν η «πρωτεύουσα» της Ελλάδας, αλλά μία πόλη ανάμεσα σε πολλές, ίσως σημαντική, αλλά όχι κυρίαρχη.
Το ίδιο ισχύει και για την Ορθόδοξη Εκκλησία, που εδώ και αιώνες λειτουργεί με ένα βαθιά αποκεντρωμένο και πολυεστιακό σύστημα. Δεν υπάρχει «πάπας» στην Ορθοδοξία, ούτε υπέρτατη διοίκηση με παγκόσμια εξουσία. Αντιθέτως, η Εκκλησία αποτελείται από αυτοκέφαλες τοπικές εκκλησίες: η Εκκλησία της Ελλάδος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, η Εκκλησία της Κύπρου, η Ρουμανική, η Βουλγαρική και τόσες άλλες. Καθεμία από αυτές έχει τη δική της σύνοδο, το δικό της κανονιστικό πλαίσιο, και τη δική της διοικητική αυτονομία. Ακόμη και σε τοπικό επίπεδο, η ενορία απολαμβάνει θεσμική και λειτουργική αυτοτέλεια. Αυτό δεν εμπόδισε την Εκκλησία να διατηρήσει ενότητα πίστης και διδασκαλίας, όπως δεν εμπόδισε και την Ελλάδα των πόλεων να διαμορφώσει έναν ενιαίο πολιτισμό.
Ακόμη και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, παρά την ύπαρξη κεντρικής εξουσίας, υπήρχε ευρεία αποκέντρωση στην καθημερινή διοίκηση. Οι τοπικοί άρχοντες, οι δήμοι, τα μοναστήρια, οι κοινότητες είχαν ουσιαστικό ρόλο στην άσκηση εξουσίας και στην κοινωνική συνοχή. Το σύστημα των θεμάτων, με στρατιωτική και πολιτική αυτονομία ανά περιφέρεια, ήταν μια απόπειρα αποτελεσματικής επικουρικής οργάνωσης που ανταποκρινόταν στις ανάγκες κάθε περιοχής.
Αντιθέτως, το νεοελληνικό κράτος, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1980 και μετά, εγκατέλειψε σταδιακά κάθε έννοια επικουρικότητας και οικοδόμησε μια καθετοποιημένη, δυσκίνητη, και τελικά αναποτελεσματική κρατική μηχανή. Από τα σχολεία και τα νοσοκομεία, μέχρι την τοπική ανάπτυξη και την πολεοδομία, όλες οι αποφάσεις περνούν υποχρεωτικά από το Κέντρο. Αποτέλεσμα: καχυποψία απέναντι στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αδιαφορία για την τοπική αυτοδιοίκηση, και μια κουλτούρα εξάρτησης από το κράτος-πατερούλη.
Η επιστροφή στην αρχή της επικουρικότητας δεν είναι κάποια μεταμοντέρνα πολιτική μόδα — είναι η αναγνώριση της ίδιας της ελληνικής μας ταυτότητας. Είναι η επιλογή να εμπιστευτούμε ξανά την κοινωνία των πολιτών, τις τοπικές κοινότητες, την επιχειρηματική δημιουργικότητα, τις ενορίες και τις οικογένειες. Να αναγνωρίσουμε ότι το κράτος δεν είναι το παν, και ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως πολιτιστικό, ιστορικό ή ηθικό επιχείρημα για να συνεχίσουμε να του τα αναθέτουμε όλα.
Αν θέλουμε μια σύγχρονη, δυναμική, ευημερούσα Ελλάδα, δεν χρειαζόμαστε περισσότερο κράτος. Χρειαζόμαστε περισσότερη Ελλάδα. Και η Ελλάδα, στην πιο αυθεντική της μορφή, ήταν πάντα επικουρική.