Μια νέα μελέτη του Amory Gethin, οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας, αποκαλύπτει κάτι που συχνά ξεχνάμε στις δημόσιες συζητήσεις: η εκπαίδευση υπήρξε ο ισχυρότερος μοχλός μείωσης της φτώχειας τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 1980 έως το 2019, η εκπαίδευση εξηγεί το 60–70% της αύξησης εισοδημάτων του φτωχότερου 20% του παγκόσμιου πληθυσμού. Στην ίδια περίοδο, η ακραία φτώχεια υποχώρησε από το 44% στο 9%, ενώ το ποσοστό ενηλίκων χωρίς καμία σχολική εκπαίδευση έπεσε από 35% σε 15%.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε.
Πρώτον, η μελέτη δείχνει ότι οι αποδόσεις από κάθε επιπλέον έτος εκπαίδευσης είναι πολλαπλάσιες στα ανώτερα επίπεδα: 2–3% για την πρωτοβάθμια, 6–8% για τη δευτεροβάθμια, πάνω από 13% για την τριτοβάθμια. Σε μια χώρα όπου η συζήτηση για την εκπαίδευση κολλάει στα θέματα διοίκησης και εξετάσεων, το μήνυμα είναι σαφές: η Ελλάδα χρειάζεται να επενδύσει στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων και στην επέκταση της πρόσβασης σε ανώτερη εκπαίδευση και κατάρτιση.
Δεύτερον, η μελέτη υπογραμμίζει την αλληλεξάρτηση μεταξύ εκπαίδευσης και τεχνολογίας. Χωρίς κατάλληλα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, η τεχνολογική πρόοδος ωφελεί μόνο μια μικρή ελίτ. Σήμερα στην Ελλάδα, η εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και οι επενδύσεις σε τομείς όπως η πληροφορική, η πράσινη ενέργεια και οι υποδομές θα αποδώσουν πραγματικά μόνο αν υπάρχει το ανθρώπινο κεφάλαιο για να τις αξιοποιήσει. Αλλιώς, κινδυνεύουμε να μείνουμε απλοί θεατές σε μια κούρσα που τρέχουν άλλοι.
Τρίτον, ο Gethin καταρρίπτει την ιδέα ότι η ποιότητα είναι πάντα πιο σημαντική από την ποσότητα. Αν και η ποιότητα μετρά, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η μαζική πρόσβαση στην εκπαίδευση ήταν ο κύριος παράγοντας μείωσης της φτώχειας. Στην Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι η πολιτική συζήτηση πρέπει να ανοίξει πέρα από το δίπολο «δημόσιο–ιδιωτικό» και να επικεντρωθεί στο πώς θα δημιουργήσουμε περισσότερες, πιο ευέλικτες επιλογές για διά βίου μάθηση, επαγγελματική κατάρτιση και πανεπιστημιακές σπουδές.
Η ελεύθερη αγορά μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο εδώ: ιδιωτικά κολλέγια, διαδικτυακά προγράμματα, συνεργασίες πανεπιστημίων με επιχειρήσεις, αλλά και μη κρατικές υποτροφίες μπορούν να αυξήσουν την πρόσβαση και να προσαρμόσουν την εκπαίδευση στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας. Δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε από ένα υπουργείο να καθορίσει το μέλλον της μάθησης.
Η μελέτη κλείνει με μια προειδοποίηση: «Η αποτυχία να επεκταθεί η πρόσβαση στην εκπαίδευση θα ήταν μια τεράστια χαμένη ευκαιρία για την ενίσχυση της χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης». Για την Ελλάδα, αυτό είναι περισσότερο από τεχνοκρατική παρατήρηση – είναι ζήτημα οικονομικής επιβίωσης. Σε μια εποχή που οι παγκόσμιες αγορές εργασίας αλλάζουν με ρυθμούς ασύλληπτους, η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο δεν είναι πολυτέλεια. Είναι η βασική προϋπόθεση για να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί, ευημερούντες και ελεύθεροι.