Η εκκωφαντική σιωπή των οικονομολόγων και η επιστροφή του προστατευτισμού

Το καλοκαίρι του 2025, η προστατευτική ρητορική παίρνει νέα διάσταση με την ανακοίνωση των δασμών Τραμπ, που αναμένεται να εφαρμοστούν από την 1η Αυγούστου: δασμοί 25% έως και 40% σε προϊόντα από 14 χώρες της Ασίας — μεταξύ αυτών Ιαπωνία, Νότια Κορέα και πολλές βιομηχανικές οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας. 

Πρόκειται για μια επιστροφή στην «πολιτική των δασμών» που στοχεύει στη διόρθωση εμπορικών ανισορροπιών, αλλά τελικά πλήττει τους καταναλωτές, διαταράσσει τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και εγείρει τον κίνδυνο γενικευμένου εμπορικού πολέμου. Παρά την ιστορικά τεκμηριωμένη αντίθεση της οικονομικής επιστήμης σε τέτοιες πολιτικές, ο προστατευτισμός επιστρέφει – όχι ως εξαίρεση, αλλά ως mainstream πολιτική. Η Αμερική του Τραμπ υπόσχεται δασμούς δεκάδων δισεκατομμυρίων. Η Ευρώπη απαντά με «στρατηγική αυτάρκεια». Και οι πολίτες, βομβαρδισμένοι από τη ρητορική της πλάνης του μηδενικού αθροίσματος, χειροκροτούν. Κανείς δεν τους έχει εξηγήσει πειστικά ότι ο προστατευτισμός καταστρέφει εκείνους που δήθεν προστατεύει.

Η οικονομική επιστήμη δεν έχει κενά εδώ. Από τον Άνταμ Σμιθ μέχρι τα πιο πρόσφατα εμπειρικά μοντέλα, η εικόνα είναι ξεκάθαρη: οι δασμοί αυξάνουν τις τιμές, μειώνουν τις επιλογές, πυροδοτούν εμπορικούς πολέμους, καταστρέφουν περισσότερες θέσεις εργασίας απ’ όσες «σώζουν». Η εμπειρία του Smoot-Hawley το 1930 και ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας την τελευταία δεκαετία είναι μαθήματα που αγνοούνται. Εσκεμμένα.

Γιατί σιωπούν οι οικονομολόγοι; Όχι επειδή αγνοούν την αλήθεια. Αλλά επειδή φοβούνται να τη φωνάξουν. Φοβούνται να χαρακτηριστούν «αντεθνικοί», «αποσυνδεδεμένοι», «παπαγάλοι της παγκοσμιοποίησης». Προτιμούν τη βολή του peer-reviewed paper από την έκθεση στην τηλεοπτική αρένα. Δεν θέλουν να γίνουν αντιπαθείς στο κοινό τους – ούτε στους πολιτικούς εργοδότες τους.

Έτσι, το δημόσιο πεδίο μένει ακάλυπτο. Και οι μύθοι κυριαρχούν: ότι το εμπορικό έλλειμμα είναι αμαρτία, ότι το «τοπικό» είναι πάντα καλύτερο, ότι οι ξένες αγορές είναι απειλή και ότι οι δασμοί σώζουν τις δουλειές της εργατικής τάξης. Όλα αυτά επαναλαμβάνονται χωρίς ουσιαστική αντίκρουση.

Ακόμα χειρότερα, η οικονομική αλήθεια δεν είναι μόνο θεωρητική. Είναι μετρήσιμη. Από το 1980 ως σήμερα, το άνοιγμα του παγκόσμιου εμπορίου συνέπεσε με τη μεγαλύτερη μείωση της παγκόσμιας φτώχειας στην ιστορία. Πάνω από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε ακραία φτώχεια το 1980. Σήμερα, είναι κάτω από 10%. Αυτό συνέβη επειδή οι χώρες άνοιξαν τις αγορές τους, όχι επειδή έκλεισαν τα σύνορά τους. Το εμπόριο είναι δημιουργικό – όχι ανταγωνιστικό. Και αυτοί που το αγνοούν, το κάνουν εις βάρος των φτωχότερων και των πιο ευάλωτων.

Η σιωπή των ειδικών είναι συνενοχή. Δεν είναι ουδετερότητα. Είναι πολιτική στάση με κόστος. Όταν οι οικονομολόγοι αποσύρονται από τη δημόσια σφαίρα, οι δημαγωγοί κυριαρχούν. Όταν η αλήθεια δεν έχει υπερασπιστές, οι μύθοι μετατρέπονται σε πολιτική.

Αν η οικονομική επιστήμη θέλει να μετρά, πρέπει να ακούγεται. Και αν θέλει να ακούγεται, πρέπει να πάψει να φοβάται. Δεν υπάρχει τίποτα «ελιτίστικο» στο να εξηγείς γιατί οι δασμοί βλάπτουν τους καταναλωτές. Δεν υπάρχει τίποτα «αντιπατριωτικό» στο να υποστηρίζεις ότι η ευημερία χτίζεται με συνεργασία, όχι με εμπορικούς αποκλεισμούς.

Οι δασμοί δεν είναι πολιτισμική θέση. Είναι οικονομικό λάθος. Και είναι καιρός οι ειδικοί να το πουν καθαρά – δυνατά – και συχνά.