Στην Ελλάδα, όταν αναφερόμαστε στη δημογραφική κρίση, σχεδόν πάντα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τα οικονομικά: επιδόματα για νέους γονείς, φοροαπαλλαγές για πολύτεκνες οικογένειες, στήριξη για τις νέες μητέρες. Όμως, τα οικονομικά κίνητρα, όσο αναγκαία κι αν φαίνονται, είναι στην πραγματικότητα δευτερεύουσας σημασίας. Η αληθινή αιτία της δημογραφικής κατάρρευσης βρίσκεται βαθύτερα: στις αξίες και τις προσδοκίες που διαμορφώνουν τη ζωή μας ως άτομα και ως κοινωνία.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα, αλλά η περίπτωση της είναι ιδιαίτερα διδακτική. Οι περισσότεροι νέοι αποφεύγουν να κάνουν οικογένεια όχι επειδή δεν έχουν οικονομική στήριξη, αλλά επειδή έχουν μεγαλώσει σε μια κοινωνία που τους δίδαξε να βλέπουν το κράτος ως προστάτη και πάροχο. Η κουλτούρα μας έχει διαποτιστεί από την ιδέα ότι η προσωπική ευθύνη τελειώνει εκεί που αρχίζει η κρατική μέριμνα. Οι νέοι δε βλέπουν την οικογένεια ως πηγή χαράς και δημιουργίας ή ένα σημαντικό στάδιο προς την προσωπική ολοκλήρωση του ανθρώπου, αλλά ως οικονομικό βάρος και περιορισμό στις προσωπικές τους επιλογές.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το φαινόμενο, αρκεί να συγκρίνουμε δύο πολύ διαφορετικές χώρες: το Ισραήλ και την Ουγγαρία. Στο Ισραήλ, μια χώρα με έναν από τους υψηλότερους δείκτες γεννήσεων στον ανεπτυγμένο κόσμο, η οικογένεια και τα παιδιά θεωρούνται φυσική έκφραση μιας κοινωνίας που τιμά την προσωπική πρωτοβουλία, την κοινότητα και την ατομική υπευθυνότητα. Οι οικογένειες αποφασίζουν να κάνουν παιδιά, όχι επειδή το κράτος τους το επιβάλλει ή τους δωροδοκεί με επιδόματα, αλλά επειδή η κουλτούρα τους στηρίζεται σε αξίες που δίνουν νόημα στην οικογενειακή ζωή.
Στην Ουγγαρία, αντίθετα, παρά τις φιλολαϊκές πολιτικές του Βίκτορ Όρμπαν που περιλαμβάνουν γενναιόδωρες επιδοτήσεις για νέες οικογένειες, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Οι νέοι παραμένουν διστακτικοί να κάνουν παιδιά, διότι αντιλαμβάνονται την οικογένεια ως κάτι που πρέπει να «επιδοτηθεί» από το κράτος, αντί για μια ελεύθερη προσωπική επιλογή. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ μιας κοινωνίας που στηρίζεται στην ατομική ευθύνη και μιας κοινωνίας που προσπαθεί να χειραγωγήσει τη συμπεριφορά των πολιτών της μέσω των κρατικών μηχανισμών.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Οι πολιτικές στήριξης για νέες οικογένειες μπορεί να βοηθήσουν βραχυπρόθεσμα, αλλά δε θα λύσουν το βαθύτερο πρόβλημα. Χρειαζόμαστε μια ευρύτερη αλλαγή νοοτροπίας. Αντί να αντιμετωπίζουμε τα παιδιά ως οικονομικό βάρος ή την οικογένεια ως περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, πρέπει να αναδείξουμε την ιδέα ότι η οικογένεια είναι μια ευεργετική επέκταση της ανθρώπινης ύπαρξης που συμβάλλει καθοριστικά στην επιδίωξη της ευτυχίας. Είναι η απόφαση δύο ανθρώπων να δημιουργήσουν κάτι που ξεπερνά τα όρια της ατομικής τους ύπαρξης. Είναι η απόφαση των κοινωνιών να φροντίσουν το μέλλον των επόμενων γενεών.
Αυτό δε σημαίνει ότι το κράτος δεν έχει ρόλο. Αλλά ο ρόλος του δεν είναι να «αγοράζει» γεννήσεις με επιδόματα. Είναι να διασφαλίζει ένα πλαίσιο όπου οι νέοι θα έχουν πρόσβαση σε ευκαιρίες: ένα σταθερό και προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, μια λειτουργική αγορά εργασίας που επιβραβεύει την προσπάθεια, και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που καλλιεργεί την αυτοπεποίθηση και τη δημιουργικότητα.
Οι νέοι Έλληνες πρέπει να πειστούν ότι μπορούν να χτίσουν τη ζωή τους στη χώρα τους χωρίς να εξαρτώνται από το κράτος και χωρίς να αντιμετωπίζουν την οικογένεια ως βάρος, αλλά ως προσωπική επιλογή που τους γεμίζει. Μια κοινωνία που τιμά την ατομική υπευθυνότητα, τη δημιουργία και την ελευθερία μπορεί να γίνει μια κοινωνία που θα δει ξανά τα παιδιά ως ευλογία και όχι ως βάρος.
Η δημογραφική αναγέννηση της Ελλάδας δε θα έρθει από νόμους και επιδοτήσεις. Θα έρθει όταν η κοινωνία μας επανασυνδεθεί με τις αξίες που κάνουν τη ζωή πραγματικά ελεύθερη και δημιουργική και την οικογένεια αναπόσπαστο κομμάτι του «ταξιδιού» προς τη διεκδίκηση της ευδαιμονίας.