Οι τηλεοπτικές εκπομπές όπως το «Dragon’s Den» δεν είναι απλώς διασκέδαση – είναι εκπαιδευτικά εργαλεία. Μέσα από τις ιστορίες των συμμετεχόντων, τις δύσκολες ερωτήσεις των επενδυτών και τις στρατηγικές διαπραγμάτευσης που παρακολουθούμε, νέοι και παλιοί επιχειρηματίες αποκτούν ανεκτίμητα μαθήματα. Μαθαίνουν πώς να προετοιμάζουν και να παρουσιάζουν την επιχείρησή τους, πώς να αξιολογούν τον εαυτό τους και το προϊόν τους, και το πιο σημαντικό – πώς σκέφτονται οι υψηλού επιπέδου επενδυτές.
Για τη νέα γενιά, η εκπομπή είναι ένας ζωντανός οδηγός για την επιχειρηματική σκέψη. Αντί να προωθεί τη νοοτροπία του «βρες μια θέση στο Δημόσιο», τους δείχνει ότι η πραγματική δημιουργία πλούτου και προοπτικών έρχεται μέσω της ανάληψης ρίσκου, της καινοτομίας και της σκληρής δουλειάς. Και για το ευρύτερο κοινό, το «Dragon’s Den» λειτουργεί ως ένα καθρέφτης που αποκαλύπτει τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Παρακολουθώντας την ελληνική έκδοση, ωστόσο, αναδύονται κάποιες ιδιαίτερα αποκαλυπτικές τάσεις που αναδεικνύουν τους βαθύτερους λόγους πίσω από την καθυστέρηση της ελληνικής επιχειρηματικής κουλτούρας.
Καταρχάς, βλέπουμε συχνά ιδιοκτήτες οικογενειακών επιχειρήσεων να προσεγγίζουν τους δράκους σαν να είναι απλοί αντιπρόσωποι πωλήσεων με προμήθεια. Δεν τους προσφέρουν μερίδιο στην επιχείρηση αλλά ζητούν να προωθήσουν τα προϊόντα τους. Αυτό φανερώνει κάτι πολύ βαθύτερο: την έλλειψη εμπιστοσύνης που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία. Οι επιχειρηματίες αυτοί φοβούνται να ανοίξουν την επιχείρησή τους σε εξωτερικούς επενδυτές, διότι δεν θέλουν να μοιραστούν τα ρίσκα και τα κέρδη. Είναι η ίδια νοοτροπία που κρατά τη χώρα δεμένη σε ένα μοντέλο οικογενειακού μικροεπιχειρείν, που συχνά πεθαίνει μαζί με τους ιδρυτές του.
Έπειτα, βλέπουμε ανθρώπους που φτάνουν στο «Dragon’s Den» κρατώντας απλώς μια ιδέα, χωρίς καμία απόδειξη ότι μπορεί να επιτύχει. Αντί να έχουν επενδύσει πρώτοι χρόνο, κόπο ή χρήματα για να την αναπτύξουν, περιμένουν από τους δράκους να χρηματοδοτήσουν το «όραμά» τους. Αυτή η νοοτροπία αποκαλύπτει μια βαθιά ριζωμένη παρεξήγηση για το τι σημαίνει επιχειρηματικότητα. Είναι η ίδια λογική που διαπνέει το ελληνικό κράτος: ότι κάποιος άλλος – το Δημόσιο, οι Ευρωπαίοι, οι επενδυτές – θα πρέπει να πληρώσουν για τις δικές μας φιλοδοξίες. Δεν κατανοούν ότι οι επενδυτές θέλουν να δουν πρώτα τη δέσμευση του ίδιου του επιχειρηματία.
Τέλος, ένα άλλο σύνηθες φαινόμενο είναι οι επιχειρηματίες που δεν γνωρίζουν – ή αρνούνται να μοιραστούν – τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησής τους. Άλλοι παραδέχονται ότι δεν έχουν ιδέα για τις πωλήσεις τους, ενώ κάποιοι δείχνουν σχεδόν ενοχλημένοι όταν οι δράκοι ζητούν να μάθουν τα κέρδη τους. Αυτή η έλλειψη διαφάνειας φανερώνει κάτι πολύ ευρύτερο: την βαθιά καχυποψία της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Σε μια χώρα όπου ο επιχειρηματίας συχνά θεωρείται ύποπτος, πολλοί θεωρούν ότι το να είναι κανείς ξεκάθαρος και διαφανής ισοδυναμεί με το να ανοίγει την πόρτα σε κατηγορίες ή ακόμα και σε ελεγκτές.
Κι όμως, παρά τις αδυναμίες που αποκαλύπτει, το «Dragon’s Den» έχει μια τεράστια αξία για την Ελλάδα. Σε μια χώρα όπου η επιχειρηματικότητα συχνά παρουσιάζεται είτε ως προνόμιο των «ολιγαρχών» είτε ως αναγκαίο κακό, η εκπομπή αυτή εκπαιδεύει το κοινό στο πώς σκέφτονται οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, πώς αξιολογούν τις επενδύσεις τους και πώς διαχειρίζονται το ρίσκο.
Αν μπορέσουμε να αφήσουμε στην άκρη την καχυποψία και να μάθουμε από τους δράκους, ίσως η Ελλάδα αποκτήσει την επιχειρηματική κουλτούρα που της αξίζει. Μια κουλτούρα όπου οι επιχειρηματίες δεν είναι ύποπτοι, αλλά πρότυπα. Όπου οι επενδυτές δεν θεωρούνται «αρπακτικά», αλλά συνεργάτες. Και όπου η καινοτομία δεν είναι απλώς μια λέξη των πολιτικών, αλλά τρόπος ζωής.