Από την 1η Ιανουαρίου 2025, τα ιδιωτικά σχολεία στη Βρετανία υποχρεώνονται να χρεώνουν ΦΠΑ 20% στα δίδακτρα και στη διαμονή. Μέχρι τώρα η εκπαίδευση εξαιρούνταν από τον φόρο, αλλά η νέα κυβέρνηση αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να «τελειώσει το προνόμιο». Υποτίθεται ότι τα 1,7 δισ. λίρες που θα συγκεντρωθούν θα κατευθυνθούν στη στήριξη των δημόσιων σχολείων και κυρίως στην πρόσληψη περισσότερων δασκάλων.
Στα χαρτιά ακούγεται δίκαιο: αν όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες πληρώνουν ΦΠΑ, γιατί να εξαιρείται η ιδιωτική εκπαίδευση; Αντίστοιχα, λένε οι υποστηρικτές, η μετακίνηση μαθητών προς το δημόσιο θα είναι περιορισμένη, άρα το κόστος για το κράτος διαχειρίσιμο. Πρόκειται, κατά την άποψή τους, για μια απλή διόρθωση μιας στρέβλωσης του φορολογικού συστήματος. Μόνο που αυτή η «λογική» καταρρέει μόλις συναντήσει την πραγματικότητα.
Πρώτον, τα προσδοκώμενα έσοδα είναι φαντασιακά. Όσο περισσότεροι μαθητές εγκαταλείπουν τα ιδιωτικά σχολεία, τόσο μεγαλύτερο το βάρος που θα επωμιστεί το δημόσιο σύστημα. Για κάθε παιδί που μεταφέρεται από το ιδιωτικό στο κρατικό, το κράτος δεν κερδίζει αλλά χάνει: πρέπει να βρει αίθουσα, να πληρώσει δάσκαλο, να αυξήσει τις δαπάνες του. Σύντομα ο «φόρος για τους πλούσιους» θα μετατραπεί σε ζημία για το Δημόσιο.
Δεύτερον, τα μικρά και μεσαία ιδιωτικά σχολεία —όσα δεν έχουν πίσω τους τεράστια κεφάλαια ή ξένες επενδύσεις— κινδυνεύουν με λουκέτο. Και όταν κλείνουν αυτά, δεν πλήττεται η ελίτ του Χάροου και του Ίτον, αλλά οι οικογένειες που με χίλιες θυσίες πληρώνουν δίδακτρα για να προσφέρουν κάτι καλύτερο στα παιδιά τους. Τα μεγάλα «κολλέγια» θα απορροφήσουν τον ΦΠΑ σαν να μην τρέχει τίποτα. Οι πραγματικά πλούσιοι θα συνεχίσουν ατάραχοι. Αυτοί που συνθλίβονται είναι οι μεσαίοι — οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που παλεύουν να ανέβουν τη σκάλα.
Τρίτον, η ζημιά δεν περιορίζεται στην εκπαίδευση. Χιλιάδες γονείς, ιδίως μητέρες, θα αναγκαστούν να μειώσουν ώρες εργασίας ή και να εγκαταλείψουν εντελώς την αγορά για να αναπληρώσουν το χαμένο επίπεδο μόρφωσης. Αυτό σημαίνει μικρότερη παραγωγικότητα, λιγότερα φορολογικά έσοδα, λιγότερη οικονομική ανάπτυξη. Η χώρα πυροβολεί το πόδι της για να κερδίσει πρόσκαιρα ψηφοθηρικά χειροκροτήματα.
Η ιδιωτική εκπαίδευση δεν είναι πολυτέλεια αλλά επένδυση. Και μάλιστα επένδυση που δημιουργεί θετικές εξωτερικότητες για όλη την κοινωνία. Όσο περισσότερους πόρους διοχετεύουν οι οικογένειες στην εκπαίδευση εκτός κρατικού προϋπολογισμού, τόσο αποσυμφορείται το δημόσιο σχολείο και τόσο περισσότερο κερδίζουν όλοι. Οι γονείς που πληρώνουν δίδακτρα ήδη συνεισφέρουν με τους φόρους τους στο δημόσιο. Με τον ΦΠΑ τιμωρούνται επειδή δεν επιβαρύνουν το κράτος. Είναι μια μορφή διπλής φορολόγησης που ντύνεται με το ένδυμα της «δικαιοσύνης».
Και εδώ βρίσκεται η ουσία: δεν πρόκειται για φορολογική μεταρρύθμιση αλλά για ιδεολογικό ταξικό πόλεμο. Η κυβέρνηση θέλει να δείξει ότι «χτυπά τους πλούσιους», αλλά στην πράξη χτυπά την ανεξαρτησία και την ελευθερία επιλογής της μεσαίας τάξης. Εκείνων που δεν γεννήθηκαν με έτοιμη περιουσία αλλά παλεύουν καθημερινά να βελτιώσουν τη ζωή τους μέσα από δουλειά, αποταμίευση και επένδυση στην εκπαίδευση των παιδιών τους.
Το αφήγημα περί «ισότητας» είναι η πιο ύπουλη μορφή ανισότητας. Όταν τιμωρείς τη φιλοδοξία των γονιών να προσφέρουν ότι καλύτερο μπορούν στα παιδιά τους, όταν ποινικοποιείς την προσπάθεια των οικογενειών να προσφέρουν περισσότερα, τότε δεν ανεβάζεις τους κάτω — απλώς κατεβάζεις όλους στο χαμηλότερο επίπεδο.
Ο ΦΠΑ στα ιδιωτικά σχολεία δεν θα βελτιώσει το δημόσιο σχολείο. Δεν θα φέρει ουσιαστικά έσοδα. Δεν θα πλήξει τους ελίτ. Θα πλήξει τη μεσαία τάξη και μαζί της τη σπονδυλική στήλη της κοινωνίας. Κι αν κάτι μαθαίνουμε από την Ιστορία, είναι ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να σταθεί όταν οι άνθρωποι που κρατούν το βάρος της συνθλίβονται για χάρη ενός κοντόφθαλμου πολιτικού παιχνιδιού.