Θαλασσοδαρμένο πουλί

Θαλασσοδαρμένο πουλί

Το πιο προσωπικό του. Η ιδέα της πατρίδας που χάθηκε και την κουβάλησε μέσα του, περιπλανώμενος εσαεί. Ό,τι τον γέννησε για τον Φώτη Κόντογλου έγινε σκέψεις, διήγημα, αφήγημα, εικόνες και ζωγραφιές διασφαλίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο μια αιώνια πατρίδα. Εκατό χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, εκατό χρόνια με τον συγγραφέα πια σε μια ευρύτερη πατρίδα.

Φώτης Κόντογλου «Αϊβαλί, η πατρίδα μου», εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 462

«Μυστήριο μεγάλο είναι το πώς έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος. Εμένα το γραφτό μου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της Τύχης, που γυρίζει ολοένα, ξερρίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και μ’ έρριξε στην ξενιτειά, σ’ ανθρώπους που μιλούσανε την ίδια γλώσσα με μένα, πλην όμως που είχανε άλλα συνήθια. Το πουλί το θαλασσοδαρμένο, πώς βρίσκει έναν βράχο μέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι βρίσκουμαι κ’ εγώ σε τούτα τα χώματα».

Επίκαιρος όσο ποτέ, όσο και η Μνήμη από τη Μικρασιατική καταστροφή και οι Αλύτρωτες πατρίδες, ο Φώτη Κόντογλου εξαντλημένος μέχρι προχθές, επανακυκλοφορεί από το Μεταίχμιο σε επιμέλεια Σταύρου Ζουμπουλάκη.

Τρίτο κατά σειρά βιβλίο του, το «Αϊβαλί, η πατρίδα μου».

«Στα κείμενα αυτού του βιβλίου ο Κόντογλου μιλά για τη λατρεμένη του πατρίδα το Αϊβαλί, καταγράφει γεγονότα και ιστορίες από τη μικρή πολιτεία, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια. Μας μιλά νοσταλγικά για τους ανθρώπους της και μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους.»

Σε προηγούμενη έκδοση του βιβλίου, από την Άγκυρα, γράφει για το βιβλίο ο Ηλίας Σιγαλός:

«Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ' Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής.

Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους "αρχαίους ανθρώπους" της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές.

Ως γνήσια ανατολίτικη ψυχή, γίνεται συχνά κήρυκας της απλότητας, της φυσικότητας. Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα μας μεταγγίζει ανεπαίσθητα τη γλυκιά ειρήνη της φύσης. Μας μιλά για μια γαλήνη μυστική, που ο ίδιος βίωσε, επιζητώντας άλλοτε τη μοναξιά μέσα σε όμορφα τοπία της πατρίδας του και άλλοτε παρατηρώντας ακόμα και τις πιο απλές και ασήμαντες παρουσίες της φύσης και ιδιαίτερα της αγαπημένης του θάλασσας.

Συνδυάζει με επιτυχία μέσα του την ανατολίτικη μακαριότητα απέναντι στο φαινόμενο της ζωής με τη δική του στοχαστική ιδιοσυγκρασία, η οποία τον οδηγεί συχνά σε θρησκευτική κατάνυξη, όταν αποκαλύπτεται μπροστά του "η άβυσσος της θεϊκής αρμονίας του κόσμου". Ενυπάρχει έτσι μέσα στο λόγο του και η εκστατική φωνή του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, που αποκαλύπτεται ταπεινά και αβίαστα μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης.»

Βιβλίο με μικρά προσωπικά κείμενα που διαθέτει εκείνο το ιδιότυπο προσωπικό πεζογραφικό του ύφος, «μπολιασμένο» από τη γλώσσα των θαλασσινών, τα συναξάρια των αγίων κι έναν εξωτικό κοσμοπολιτισμό, που επηρέασε γόνιμα τη γραφή μεταγενέστερων πεζογράφων αποτελώντας τον πρόδρομο της γενιάς του 1930.

Το συγγραφικό έργο του Κόντογλου διακρίνεται σύμφωνα με τον Γιώργο Παγάνο, σε: λογοτεχνικό (πρωτότυπα έργα, ταξιδιωτικά, θαλασσινές ιστορίες, λυρικές περιγραφές) ,

διασκευές θαλασσινών ιστοριών από την εποχή των Ανακαλύψεων,

βιογραφίες ιστορικών προσώπων, οσίων και αγίων της Εκκλησίας,

άρθρα ή δοκίμια για την παράδοση και τις αξίες της, τη βυζαντινή τέχνη, πολεμικά κατά του καθολικισμού και των ευρωπαϊκών προτύπων,

και ποικίλα θρησκευτικά κείμενα προς οικοδόμησιν των πιστών.

Το πεζογραφικό του έργο ξεκίνησε το 1918 όταν γράφει στο Παρίσι το ρομάντζο, όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, Pedro Cazas και το τυπώνει στο Αϊβαλί το 1920. Με το δεύτερό του έργο «Βασάντα», που περιέχει και μεταφράσεις και κείμενα για το Άγιο Όρος, αρχίζει να εδραιώνεται ως ένας ιδιότυπος πεζογράφος. Ο τόνος της αφήγησης ρεπορταζικός και περιγραφικός. Τα δύο πρώτα του έργα του κινούνται σε καθαρά λογοτεχνικούς χώρους, όμως στα επόμενα χρόνια και στα επόμενα έργα του ο Κόντογλου θα αρχίσει να αγγίζει άλλα πεδία της πεζογραφίας. Το 1925 στο περιοδικό που εκδίδει δημοσιεύει το διήγημα Το μυαλό μου ταξιδεύει (1925).

Η πρώιμη αυτή πεζογραφία του δεν σχετίζεται με το παρελθόν και το παρόν της σύγχρονής του ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, πλην ενός διηγήματος της συλλογής Βασάντα - κι αυτό εμμέσως.

Το 1934 το περιοδικό «Ο Κύκλος» τον συμπεριλαμβάνει σε μια ανθολογία πεζογράφων-σε αυτούς που θεωρεί ως καλύτερους της εποχής. Περιλαμβάνεται και στην ανθολόγηση του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου (Ανήσυχα χρόνια). Γενικά τη δεκαετία του 30', κι ενώ βγαίνουν τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα των μεσοπολεμικών πεζογράφων, η παρουσία του Κόντογλου είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Αντίθετα η δεκαετία του 40' είναι η πιο δημιουργική στο συγγραφικό του έργο. Έχουμε τότε τους περισσότερους τίτλους βιβλίων ποικίλου περιεχομένου με έμφαση τα θρησκευτικά κείμενα.

Στην Κατοχή με το «Φημισμένοι άντρες και λησμονημένοι» προστρέχει σε πρόσωπα φανταστικά ή υπαρκτά με έντονη τη νοσταλγική του διάθεση. Ένα από τα κεντρικά θέματα της πεζογραφίας του, αν όχι το κεντρικότερο, είναι ο Ελληνισμός πριν απολέσει την επαφή του με τον Τούρκο, ή στο τέλος της Τουρκοκρατίας.

Το πνευματικό δρομολόγιό του, όπως και άλλων εκπροσώπων της Γενιάς του Τριάντα ήταν Τουρκία-Γαλλία-Ελλάδα.

Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας. Μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό Κιβωτός, όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Μια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια.

Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρίσει την δημιουργία του, καθώς «ο ίδιος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς.

Γι΄αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου. Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες.
Θα διεκδικήσει με ανάλογο πείσμα την ελληνική ιθαγένεια και στο πεζογραφικό του έργο, «αγγίζοντας τον βυζαντινό αντιφραγκισμό».

Η ζωή του Φ. Κόντογλου:

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη "δυτική" λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, το 1923.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδου, σ' ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και τον γαμπρό του. Φιλοτέχνησε πολλές φορητές εικόνες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία της βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά, εξέδωσε το βιβλίο "'Εκφρασις της Ορθόδοξης Αγιογραφίας", έργο ιστορικής σημασίας για τη διατήρηση της βυζαντινής αγιογραφίας, ενώ ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες του συγκαταλέγονται η διακόσμηση μιας αίθουσας του Δημαρχείου Αθηνών και οι τοιχογραφίες του σπιτιού του με την τεχνοτροπία του fresco. Κοντά του μαθήτευσαν μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Τσαρούχης και ο Εγγονόπουλος.

Τα έργα του, που έχουν εκτεθεί σε μεγάλες εκθέσεις του εσωτερικού και του εξωτερικού, βρίσκονται σήμερα σε μουσεία, πινακοθήκες και ιδιωτικές συλλογές. Παράλληλα, ο Κόντογλου υπήρξε προικισμένος συγγραφέας, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παράδοσης, λάτρης της ελληνικής φύσης και μέγας Θαλασσογράφος. Αυτά τα θέματα πραγματεύεται στα βιβλία του και σε πάνω από τρεις χιλιάδες άρθρα του, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Με ζέση, γνώση, δυνατό λόγο, μα πάνω απ' όλα με μεγάλη καρδιά. Για το σύνολο της προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα και την τέχνη βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.

Επανεκδίδοντας Κόντογλου:

Το 1922, τη μαύρη χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής, ένας από τους πρόσφυγες που περνάει απέναντι, από το Αϊβαλί στη Μυτιλήνη, είναι ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965). Θα ζήσει πια μόνιμα στην Ελλάδα και θα δημιουργήσει ένα τεράστιο έργο, συγγραφικό και ζωγραφικό. Θα εκδώσει περιοδικά, θα δώσει ιδεολογικές μάχες, θα αποκτήσει μαθητές, θα επηρεάσει καθοριστικά και προς πολλές κατευθύνσεις.
Οι εκδόσεις Μεταίχμιο, με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τον οριστικό ερχομό του στην Ελλάδα, προχωρούν στην έκδοση των εξής πέντε βιβλίων του, εντός της επετειακής χρονιάς: «Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς», «Βασάντα», «Ο Θεός Κόνανος», «Ιστορίες και περιστατικά» και «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου».
Ο Κόντογλου, εκτός όλων των άλλων, είχε και το μεράκι της τυπογραφίας: φρόντιζε ο ίδιος την έκδοση των βιβλίων του και τα στόλιζε με σχέδιά του. Για να αναδειχτεί και αυτή η πλευρά του έργου του τα τέσσερα πρώτα βιβλία θα εκδοθούν αναστατικά, όπως δηλαδή τα είχε εκδώσει ο ίδιος, στην πρώτη έκδοσή τους (το Πέδρο Καζάς, στην 3η και οριστική). Οι τέσσερις αυτές εκδόσεις συνοδεύονται από επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, όπου θα παρουσιάζεται η εκδοτική ιστορία του κάθε βιβλίου. «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου» εκδόθηκε σε νέα μονοτονική έκδοση.

«Ο κουρσάρος Πέδρο Καζάς» (κυκλοφορεί ήδη), γραμμένο το 1920, είναι έργο που συγκεντρώνει μέσα του τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά κινήματα της εποχής του, εξιστορεί τις περιπέτειες αναζήτησης του εαυτού ενός Πορτογάλου ταξιδευτή, ο οποίος καταλήγει σε ένα νησί του Ινδικού ωκεανού παρέα με έναν αλλόκοτο και τερατόμορφο συνοδοιπόρο, με σκοπό να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους μέσα στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη μακριά από τον σύγχρονο αστικό πολιτισμό.
Το «Βασάντα», επίσης κυκλοφορεί, είναι μια συλλογή διηγημάτων, «με ζωγραφιές και με πλουμίδια απ’ το χέρι του συγγραφέα».

«Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», περιλαμβάνει διηγήματα όπου ο συγγραφέας αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ’ Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής. Με τρόπο υπερβατικό και πνευματικό και εκείνο που ξεχωρίζει αυτό το βιβλίο από τα άλλα, τα προσφυγικά, είναι πως έχει μέσα του τον πόνο της Χριστιανοσύνης που ξεριζώθηκε, τον ενθουσιασμό της παλληκαριάς και τη μυρουδιά της θάλασσας, που την έχουνε όλα του τα βιβλία. «Έχω πάρει πολλά απ’ όσα ένιωσα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου κι αυτά μου δώσανε αφορμή για να κάνω ένα έργο που να συγκινήσει κάθε ανθρώπινη καρδιά, προ πάντων ελληνική», γράφει χαρακτηριστικά ο Κόντογλου.

Τα άλλα δύο έργα του, «Ο Θεός Κόνανος» και «Ιστορίες και περιστατικά», θα κυκλοφορήσουν από το Μεταίχμιο το φθινόπωρο του 2022.

Μικρό δείγμα γραφής:

«Aπό δω που κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα κάμπους, π άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε από μοβόρους παλικαράδες και τώρα τους αυλακώνουνε τα ξυλάλετρα. Αντίκρυ απ το παραθύρι που κάθουμαι φαίνουνται μέσα στο θολό πέλαγο τα βουνά της Τουρκιάς. Σε κείνα τα μέρη γεννήθηκα κ εγώ, κι αν ήτανε κανένας παρών τώρα που κοιτάζω κατά κει, θαν έβλεπε πως τα μάτια μου είναι δακρυσμένα…..
Η πολιτεία που λέγω, αναγνώστη πικραμένε, δεν είναι καμιά από κείνες πόχουνε παλιά δόξα κι όνομα ξακουσμένο. Μηδέ Ρώμη είναι, μηδέ Αθήνα, μηδέ Τρωάδα, μηδέ καμιά απ τις άλλες ξακουσμένες πολιτείες….

Αν λάχει να περάσεις με καράβι απ το μπουγάζι της Μυτιλήνης, θα δεις κατά κει που βγαίνει ο ήλιος κάτι χαμηλά βουνά απάνου στη στεριά της Ανατολής. Κατά τον βοριά στέκει το Καζ Νταγ, το μεγάλο βουνό που το λέει Ίδη ο Όμηρος και πως στην κορφή τουτουνού του βουνού καθόντανε τάχα οι Δώδεκα Θεοί και σεργιανίζανε τον πόλεμο της Τρωάδας. Αν σιμώσεις περσότερο στη στεριά, θέλεις απορέσει πως δε φαίνεται πουθενά η πολιτεία γύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο, το Ταλιάνι λεγόμενο και, σαν τραβήξεις παραμέσα, θα δεις ανέλπιστα ν’ απλώνει μπροστά σου ένας μεγάλος κόρφος ίδιος λίμνη, που δεν τον υπόπτευες πίσ’ απ τα βουνά. Μέσα κει θα δεις και την πολιτεία που σου λέγω, σα να ναι φωλιασμένη, κρυμμένη από κάθε μάτι.

Ποιος ξέρει βάσιμα πότε τη χτίσανε! Λένε πως τη χτίσανε κατά το 1600. Και πως κείνοι που τη χτίσανε, πήγανε και τρυπώσανε μέσα σε κείνο το θαλάμι, για να ξεφύγουνε απ τους κουρσάρους, που κάνανε θρήνος όξου στο πέλαγο. Ως τα 1770 αυτοί οι άνθρωποι, όπως ούλοι οι Ρωμιοί της Τουρκιάς, ζούσανε κρυφά απ τον Θεό. Τότες φανερώθηκε ένας παπάς τετραπέρατος και με τόση πιτυχία έβγαλε πέρα το ό,τι καταπιάστηκε, που φαίνεται πως ήταν σταλμένος απ τον Θεό. Τον λέγανε παπά-Γιάννη Οικονόμο….

Παραπάνω είπα πως το Αϊβαλί ξακούστηκε ύστερ’ από το 1770.

Κείνον τον χρόνο πιάστηκε σε μεγάλη ναυμαχία ο Τούρκος με τον Ρούσο μέσ’ στα νερά του Τσεσμέ…

Σαν σκόρπισε κακή-κακώς η τούρκικη αρμάδα, ένας απ τους ναυάρχους, ο Χασάν-πασάς, που του ‘δωσε αργότερα ο σουλτάνος την επωνυμία Γαζής, δηλαδή Νικητής, γλύτωσε απ το Χάρο παρά τρίχα. Τράβηξε τότες να πάει στην Πόλη από στεριά, επειδή η θάλασσα ήτανε πιασμένη απ τον οχτρό, κ έλαχε να κονέψει ένα βράδυ στην πολιτεία του Οικονόμου σε κακό χάλι. Κι ο παπάς τον συμμάζεψε σπίτι του και τον ζωογόνησε, τόσο που, μισεύοντας ο Τούρκος πήρε όρκο πως δε θα ξέχανε ποτές την καλοσύνη που ‘χε δει απ τον Οικονόμο. Έλα-έλα, σαν περάσανε ένα-δυό χρόνια, μαθεύτηκε πως ο Χασάν-πασάς ο Γαζής θέριεψε κ έγινε παντοδύναμος συμβουλάτορας του σουλτάνου και πως κείνος ήτανε το δεσμείν και λύειν στην Πόλη. Σαν έφταξε στ αυτί του Οικονόμου η τέτοια είδηση, σηκώθηκε δίχως να χασομερήσει και πήγε στην Πόλη….

Και πηγαίνοντας στο παλάτι, τον υποδέχτηκε ο Χασάν-πασάς με μεγάλη εγκαρδιότητα και τον ρώτηξε τι χάρη ήθελε απ αυτόν. Τότες ο Οικονόμος ξετύλιξε το χαρτί, για να διαβάσει ο βεζίρης το τι αγαπούσε. Και κείνος, σαν άνθρωπος που κρατά το τάξιμο που βγαίνει από το στόμα του, έκανε ριτζά στο σουλτάνο να μη φύγει μ αδειανά τα χέρια ο παπάς, ξιστορώντας του το πώς τον είχε συμμαζέψει γυμνόν και ξετραχηλισμένον στο σπίτι του. Και, στ’ αλήθεια, η Πόρτα έβγαλε φετβά που διαλάβαινε τα προνόμια που δινόντανε στην πολιτεία του Οικονόμου: Όσοι Τούρκοι έχουνε σπίτι μέσα στην πολιτεία, να φύγουνε παρευθύς μαζί με τις φαμελιές τους στα τουρκοχώρια που ναι ολοτρόγυρα. Και στο εξής κανένας Οθωμανός δεν έχει την άδεια ν’ ανοίξει σπίτι και τζάκι μέσα στη χώρα. Και Τούρκος καβαλάρης να μη ζυγώνει στο έμπα της πολιτείας, παρά όσο ακούγεται πετεινός. Κι αν κανένας επίσημος του στρατού τύχει να μπει καβάλα μέσα στη χώρα, να βγάζει τα πέταλα του χαϊβανιού του.

Η πολιτεία λογαριάζεται στο εξής ανεξάρτητη από τον ντερέμπεη που θα διορίζεται στα πέριξ.

Η κυβέρνηση, η δικαιοσύνη και τα κουμέρκια δίνουνται στους ντόπιους χριστιανούς, οι οποίοι έχουνε χρέος να πληρώνουνε σαρανταοχτώ χιλιάδες γρόσια κάθε χρόνο.

Καϊμακάμης, αγάς για βοεβόντας θα στέλνεται απ την Πόλη, μα θα διορίζεται κείνος που θέλουνε διαλέξει οι χριστιανοί, κι απ τους χριστιανούς θα πληρώνεται και πάλε απ τους χριστιανούς θαν αλλάζεται, όποτε κρίνεται πρέπον.

Καδής θα στέλνεται απ’ την Πόλη ή απ’ αλλού, μα θε να ‘ναι και τούτος μισθωτός των χριστιανών.

Φρούραρχος δεν επιτρέπεται να καθήσει μέσα στη χώρα, μηδέ να περάσει από μέσα.

Η πολιτεία στο εξής δεν θα δίνει δέκατο όπως πριν, αμή ο κάθε νοικοκύρης έχει χρέος να πληρώνει δυο παράδες για κάθε λιόδεντρο…»