Τα «κόκκινα χείλη» του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης
Αρχιτεκτονική

Τα «κόκκινα χείλη» του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης

Θα μπορούσε να λεχθεί ότι κάθε κτίριο έχει τη δική του «ζωή» και ένα σκοπό: να στεγάζει αναμνήσεις. Πόσω μάλλον όταν το εκάστοτε κτίριο αλλάζει ρόλο· το πέρασμα του χρόνου το καθιστά «γηραιό» και ερειπωμένο, μέρος του καταρρέει ή το καταρρέουν, και στην καλύτερη των περιπτώσεων το «φροντίζουν» για να επανέλθει στη «ζωή». Σκέψεις σαν αυτές δημιουργούνται καθώς περνάμε το κατώφλι του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), νιώθοντας ότι βρισκόμαστε υπό τη σκέπη του μόλις πατήσουμε το πρώτο, εξωτερικό σκαλί, καθότι μας καλύπτει η κόκκινη οροφή. Μοιάζει με στόμιο –παραπέμπει στα κόκκινα χείλη μιας γυναίκας– που προστατεύει τον επισκέπτη του Μουσείου από τη βροχή, αλλά και από το νερό που είχε σχεδιαστεί να κινείται σε έναν αέναο κύκλο πάνω από το «στόμιο» του Μουσείου, ώστε η νέα του όψη να αποκαλύπτει ξανά την άλλοτε τοπιογραφία των Αθηνών. Αυτά ανέφερε, μεταξύ άλλων, σε πρόσφατη συζήτηση-περιδιάβαση στο ΕΜΣΤ, η Καλλιόπη Κοντόζογλου, υπεύθυνη αρχιτέκτων του αρχιτεκτονικού μελετητικού σχήματος 3SK-T. Ronalds-I. Μουζάκης που κέρδισε το διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τη μελέτη του κτιρίου ώστε να στεγάσει το ΕΜΣΤ.

Ειδικότερα, η νέα όψη του Μουσείου να υπενθυμίζει τον ποταμό Ιλισσό. Η ιδέα για την πέτρινη όψη επί της οδού Καλλιρόης ήταν η αναπαράσταση γεωλογικής τομής, ώστε να δίνεται η εικόνα των ιζηματοειδών πετρωμάτων όπως έχουν προέλθει από την καθίζηση αιώνων. Επάνω σε αυτή την επιφάνεια θα αναδυόταν μέσω ειδικού μηχανισμού, νερό ως υπόνοια του Ιλισσού, και θα αιωρούνταν σαν γιγάντια «κουρτίνα» που κρύβει μέσα της τους εκθεσιακούς χώρους του μουσείου. Και στο κάτω μέρος της, στο επίπεδο του ισογείου, «ένας τοίχος που ‘‘δακρύζει’’ γλιστράει στο κενό ανάμεσα στον όγκο των εκθέσεων και το έδαφος» όπως σημειώνει η Κοντόζογλου στο βιβλίο της «project FIX. Αναβιώνοντας το μέλλον» (εκδ. «Ποταμός»).

Το σκεπτικό αυτό δεν είναι το μόνο που μας τραβά το ενδιαφέρον. Το Μουσείο έχει σχεδιαστεί με τρόπο τέτοιο ώστε στους εσωτερικούς του χώρους να «μπαίνει» ο δημόσιος χώρος, όπως στο ισόγειο με τη μεγάλη «πλατεία» και το μακρύ διάδρομο που οδηγεί σε αυτή από την άλλη είσοδο του κτιρίου, ή το «φαράγγι» –η διαδρομή από το υπόγειο έως τον τελευταίο όροφο του μουσείου μέσω κυλιόμενων σκαλών, η οποία διαδρομή «φωτίζεται» από διακριτό φως που μπαίνει από την οροφή.

Η πόλη αποκαλύφθηκε σταδιακά καθώς διασχίσαμε τον ανηφορικό διάδρομο από τον τελευταίο όροφο έως την ταράτσα του Μουσείου. «Προσπαθήσαμε να δώσουμε πίσω στην πόλη το χώρο που της πήραμε (σ.σ για την ανέγερση του Μουσείου)», επεσήμανε η Κοντόζογλου και συνέχισε: «σε αυτό το χώρο (σ.σ ταράτσα) είχαμε ονειρευτεί μια γλυπτοθήκη που θα ήταν ανοικτή στο κοινό και θα συνυπήρχε με έναν κήπο αποτελούμενο από θάμνους σε τροχήλατα και ζαρντινιέρες». Μπορεί ο κήπος και η γλυπτοθήκη να μην υλοποιήθηκαν, ομοίως και ο τοίχος που «δακρύζει» στην πέτρινη όψη επί της Καλλιρόης, η αφήγηση όμως του κτιρίου περιλαμβάνει την ιστορία του και ενίοτε συνυπάρχει με εκείνη έργων από τη μόνιμη συλλογή του Μουσείου και τις περιοδικές του εκθέσεις.

Λήψη από την εγκατάσταση «2011.12.15-2011 – 2011.12.18» και «2012.1.14 – 2012.12.18» (2011-2012) του Σενγκ Τσούιν Πακ. Πηγή: ΕΜΣΤ/ emst.gr

Το διαφορετικό χρώμα και το κατά τόπους κυματοειδές σχέδιο στην ευθεία της πίσω, εσωτερικής όψης του κτιρίου, αποτελεί μέρος της σκαλωσιάς από τα αρχιτεκτονικά σχέδια του Τάκη Ζενέτου, ως μία εναπομένουσα πλευρά από την προηγούμενη χρήση του κτιρίου, ως εργοστασίου της ζυθοποιίας Φιξ. Η όψη αυτή παρουσιάζεται με τρόπο τέτοιο ώστε να δίνεται η εντύπωση ενός αρχαιολογικού ευρήματος, ενώ συνυπάρχει με την κειμενική εγκατάσταση του Σενγκ Τσούιν Πακ «2011.12.15-2011.12.18» και «2012.1.14-2012.1.18»· η εγκατάσταση έχει ημερολογιακό χαρακτήρα και αποτελείται από σκέψεις του καλλιτέχνη για την καθημερινότητα – οι σκέψεις-προτάσεις είναι καταγεγραμμένες οριζόντια, κάνοντας τον θεατή να διασχίσει μέρος της πίσω πλευράς του κτιρίου, για να τις διαβάσει.

Ειδική εσοχή δημιουργήθηκε για τη φιλοξενία της εγκατάστασης του Κουτλούνγκ Αταμάν «99 ονόματα», που αποτελείται από πέντε προβολές βίντεο ενός άνδρα που προσεύχεται αναφωνώντας «Αλλάχ». Δημιουργημένη (2004) με σκουριασμένα εργοστασιακά εξαρτήματα τα οποία η Μόνα Χατούμ συνέλεξε από το εγκαταλελειμμένο πρώην εργοστάσιο Φιξ, προτού ξεκινήσουν οι εργασίες ανακατασκευής για την εγκατάσταση του Μουσείου, είναι η in situ εγκατάσταση «Fix it» –μία προσπάθεια διαφύλαξης της μνήμης ενός αστικού βιομηχανικού τοπίου σε παρακμή.

«99 Ονόματα» (2002) του Κουτλούγκ Αταμάν. Πηγή: ΕΜΣΤ/ emst.gr

Τα τρία αυτά έργα εκτίθενται στους ορόφους του ΕΜΣΤ σε σύνολο περίπου 170 έργων που έχουν φιλοτεχνήσει περίπου 80 Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες. Συνθέτουν ένα νέο αφήγημα στο ήδη υπάρχον του κτιρίου –έχει μελετηθεί, σχεδιαστεί και ανακατασκευαστεί έτσι ώστε το παρόν να συνυπάρχει με το παρελθόν του και να προσφέρεται για τα χρόνια που έπονται. Κάνοντάς μας, κάθε φορά, να στοχαζόμαστε το ρόλο του συγκεκριμένου μουσείου στην καθημερινότητά μας. 

*Πηγή κεντρικής φωτογραφίας: Twitter / Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού