Πανέμορφο, ηλιόλουστο πρωινό στη Καβάλα. Γαλάζιο, χρυσό, σβησμένο ροζ, πράσινο, τερακότα, λευκό και άοκνα θαλασσοπούλια.
Όλα τα είχε ο καμβάς της πόλης-σταυροδρόμι πολιτισμών με το αρωματικό χαρμάνι του παρελθόντος. Πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου, λίγο πριν την πρωινή πτήση για Αθήνα πήραμε τον καφέ μας με την Άννα Μισσιριάν, σε ένα από τα σαλόνια του επιβλητικού μνημείου Ιμαρέτ, άλλοτε πολύβουο συγκρότημα, που περιλάμβανε ιεροδιδασκαλεία και διένειμε συσσίτιο σε απόρους, το οποίο η κυρία Μισσιριάν ανάπλασε, μετατρέποντας το σε πολιτιστικό κόμβο, χώρο αθέατης και πολυτελούς φιλοξενίας, γαστρονομικό παράδεισο με τοπικά προϊόντα, σε ένα ησυχαστήριο με απίστευτη εσωτερική ενέργεια.
![]()
Η Άννα Μισσιριάν είναι πρωτοπόρος. Ποτέ δεν αρκέστηκε να ακολουθεί τις τάσεις, τις δημιούργησε. Ανήσυχο, δημιουργικό πνεύμα, που μεταμορφώνει εμπειρίες σε τέχνη, έχει μια μεγάλη αγάπη. Την Καβάλα, την πόλη της. Σε μια εποχή που οι εξελίξεις τρέχουν, ίσως και προς λανθασμένη κατεύθυνση, εκείνη παραμένει μπροστά- με όραμα, τόλμη και μια ανεξάντλητη ικανότητα να φαντάζεται το μέλλον πριν αυτό γίνει πραγματικότητα. Το μεγάλο στοίχημα του Ιμαρέτ, λέει η κυρία Μισσιριάν, είναι να ξεπεράσει τον ήδη όμορφο εαυτό του.
Πριν ερωτευθεί το Ιμαρέτ και γίνει προέκταση του δικού της εαυτού, ασχολήθηκε με το καπνεμπόριο. Μια παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα, καπνεργασία και καπνεμπόριο, υπήρξε στυλοβάτης της Καβάλας και της ορεινής Ξάνθης. Σήμερα, η κυρία Μισσιριάν δεν δηλώνει ούτε ξενοδόχος, ούτε ότι πουλά καπνά, ωστόσο, γνωρίζει πολύ καλά πως να διαχειριστεί με τον πλέον όμορφο τρόπο την ιστορία του προϊόντος.
Το μεγάλο «προϊόν» είναι η Ιστορία της Θράκης. Με την θρακική της καταγωγή, η κοσμοπολίτισσα κυρία που ανάπλασε το Ιμαρέτ φιλοδοξεί να ανέβει ένα ακόμη δύσκολο σκαλοπάτι και να αναβαθμίσει τη φιλοξενία των επισκεπτών σαν πολιτιστική πρόταση. Για την οικοδέσποινα του επιβλητικού για την Καβάλα τοπόσημου, η Θράκη είναι παραμελημένη. Ο μακραίωνος ιστορικός πλούτος και η αρχέγονη ριζωμένη ανθρώπινη παρουσία σχηματίζουν τη μοναδική ταυτότητα της Θράκης, την οποία θα γνωρίζουν με ξεναγήσεις, περιηγήσεις, δραστηριότητες στη φύση, μικρές ομάδες επισκεπτών απολαμβάνοντας απόλυτη ιδιωτικότητα στους ανακαινισμένους χώρους του Ιμαρέτ.
![]()
Το επόμενο βήμα του Ιμαρέτ είναι να στρώσει χαλί υποδοχής, σε ανθρώπους από όλο τον κόσμο που επιθυμούν να βρεθούν σε αυτή την πόλη με την απίστευτη κληρονομιά και την πλούσια ιστορία και να απολαύσουν την προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρεια, εξατομικευμένη φιλοξενία, υψηλής αισθητικής και ποιότητας. Για την κυρία Μισσιριάν αυτό είναι το μέλλον του τουρισμού, είναι η αναγκαία στροφή.
Με το αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος», κοντά στη Χρυσούπολη, όλα είναι εφικτά. Όπως ο σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ έπαιρνε το τζετ του για να απολαύσει το αγαπημένο του τσιζ κέικ στο Μπαλιβόαν της Ιρλανδίας, κάλλιστα όλοι όσοι επιζητούν την ήσυχη πολυτέλεια μπορεί να βρεθούν σε χρόνο ρεκόρ στην Καβάλα και στο καταφύγιο του Ιμαρέτ. Κι από εκεί στα δάση της Ροδόπης, εκεί όπου ο Ορφέας κυνηγούσε την Ευρυδίκη. Ή στο χρυσοφόρο Παγγαίο όρος, που συνδέεται με έναν θησαυρό μύθων, οι οποίοι αφορούν σημαντικές όψεις του αρχαίου κόσμου, τη διονυσιακή θρησκεία και τον Ορφισμό. Ή στον μοναδικό αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων, μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco, μόλις δεκαπέντε χιλιόμετρα από την Καβάλα.
Οκτώ σουίτες σχεδιάστηκαν εκ νέου και ανακαινίσθηκαν εκ βάθρων. Το χαμάμ μαζί με την εσωτερική πισίνα και τους χώρους χαλάρωσης και αναζωογόνησης είναι το βασίλειο του Ινδού Σαρού. Ζεστασιά, φινέτσα και πολλές ανάσες στους καινούριους χώρους που διαμορφώθηκαν. Με μαεστρία η ενορχήστρωση της κυρίας Μισσιριάν. Ο Κελαϊδής Λόγκρος προλαβαίνει κάθε επιθυμία των φιλοξενουμένων, σαν να βρίσκονται στο δικό τους σαλόνι με τον δικό τους άνθρωπο. Ο σεφ Στέλιος Χατζηαβραμίδης ετοιμάζει κάθε βράδυ δείπνο για λίγους. Η κουζίνα του Ιμαρέτ εννοείται ξεπερνά το παρελθόν της. Είναι ένας παράδεισος γαστρονομικός με τοπικά προϊόντα από τα ιδιόκτητα μποστάνια και παραγωγούς σε μια ακτίνα πενήντα χιλιομέτρων. Η σούπα καταπραϋντική, τα κρέατα εκλεκτά, κάποιες φορές από τα ορεινά Πομακοχώρια, τα ψάρια φρέσκα της Θάσου. Και τα μπαχαρικά, αμέτρητα, από όλο τον κόσμο. Καλές ετικέτες τοπικών κρασιών από τις ποικιλίες του Παγγαίου, τα αμπέλια της Θράκης και της Δράμας. Στα πόδια μας, το γενναίο σκυλάκι της Άννας Μισσιριάν, ο Lalique, να συμβιώνει «κρυστάλλινα» με τις αρχόντισσες γάτες του συγκροτήματος. Μια υπέροχη αρμονική συμβίωση ανθρώπων και κατοικίδιων που κινούνται ανεξάρτητα στο χώρο. Ίσως και στο χρόνο. Και αυτό το ταξίδι γίνεται κάθε βράδυ όταν ανάβουν τα κεριά που φωτίζουν τις αυλές. Ένα ταξίδι στο παρελθόν με δέος.
![]()
Από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του Ιμαρέτ, οι τρεις εσωτερικές αυλές, κυρίως η μεγάλη τετράγωνη με την κινστέρνα, ο «κήπος του νερού», και οι θολοσκεπείς στοές με τις ρυθμικά επαναλαμβανόμενες καμάρες και τα πολυάριθμα ανοίγματα, τα οποία συνδέουν τους κλειστούς με τους ανοικτούς χώρους. Η κλειστή και εσωστρεφής διάταξη του μνημείου δεν επιτρέπουν στον επισκέπτη της παλιάς πόλης να έχει πλήρη επαφή με την πολυμορφία του. Το εσωτερικό δεν είναι ορατό εξαιτίας της έντονης κλίσης του εδάφους και του υπερυψωμένου τοίχου που το περιβάλλει. Περισσότερο αντιληπτό γίνεται το σύνολο του Ιμαρέτ από την πλευρά της σύγχρονης προκυμαίας και ψηλά από την ακρόπολη. Ξεχωρίζουν οι υπερυψωμένοι θόλοι, περισσότεροι από 100, επενδυμένοι με φύλλα μολύβδου και οι πολυάριθμες καμινάδες.
Το Ιμαρέτ, αριστούργημα της ύστερης οθωμανικής αρχιτεκτονικής, είχε αναγνωριστεί το 1954 από την Ελληνική Κυβέρνηση ως αιγυπτιακό βακούφι (wakf), δηλαδή θρησκευτική περιουσία. Το 2001, μετά από επταετείς διαπραγματεύσεις, η επιχειρηματίας Άννα Μισσιριάν κατάφερε να νοικιάσει το Ιμαρέτ, για πενήντα χρόνια, από την αιγυπτιακή κυβέρνηση. Για την αποκατάστασή του δόθηκε προσωπικός αγώνας και επενδύθηκαν χρόνος, κόπος, αφοσίωση και εκατομμύρια ευρώ. Τη λειτουργία του Ιμαρέτ, πλαισιώνει το ερευνητικό κέντρο MOHA, που στεγάζεται στο Σπίτι -Μουσείο του Μοχάμεντ Άλι. Αποτελεί το μοναδικό ερευνητικό κέντρο που έχει αναγνωριστεί από το ελληνικό κράτος ως ειδικευμένο στην κοσμική ισλαμική κουλτούρα και πολιτισμό, και συγκαταλέγεται μεταξύ των ελάχιστων αντίστοιχων φορέων στην Ευρώπη. Στόχος του να δημιουργήσει θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία μέσα από τη δημιουργικότητα, τη συμμετοχή και την ενδυνάμωση, σε συνεργασία με ακαδημαϊκούς, θεσμούς, επιστήμονες, ερευνητές και καλλιτέχνες. Οι δράσεις του αφιερώνονται στον εντοπισμό αναγκών και στην πρόταση μακροπρόθεσμων, βιώσιμων και συμπεριληπτικών λύσεων, βασισμένων στον πλούτο των πολιτισμών και στον σεβασμό της διαπολιτισμικότητας. Στην επιστημονική επιτροπή του συμμετέχουν κορυφαία πανεπιστήμια, όπως το Πρίνστον και η Οξφόρδη.
Το 2004, το Ιμαρέτ λειτούργησε, για πρώτη φορά, ως πολυτελές retreat έχοντας διαφυλάξει την μνημειακή του ταυτότητα. Εικοσιένα χρόνια μετά, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο. Μια νέα εποχή ξεκινά.
Μια βουτιά στην ιστορία του Ιμαρέτ και το ιμαρέτ «soup kitchen»
Στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Παναγίας , κατά μήκος της σημερινής οδού «Θ.Πουλίδου», βρίσκεται το külliye της Καβάλας, γνωστό ως Ιμαρέτ. Πρόκειται για ένα μνημείο μοναδικό στον ελλαδικό χώρο. Σπάνιο δείγμα των μεγάλων ιδρυμάτων της τελευταίας οθωμανικής περιόδου, από τα τελευταία που χτίστηκαν και το μόνο που σώθηκε σχεδόν ακέραιο. Το Ιμαρέτ χτίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του, από το 1817 έως το1821 και πήρε την οριστική του μορφή στα τέλη του 19ου αιώνα. Είναι έργο του Μοχάμεντ Άλι (Μεχμέτ Αλή), βαλή της Αιγύπτου, ο οποίος για συναισθηματικούς λόγους, θέλησε να ευεργετήσει τη γενέτειρά του, Καβάλα, με αυτό το θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό ίδρυμα.
Τα έξοδα για τη συντήρηση του Ιμαρέτ καλύπτονταν από τις προσόδους της Θάσου. Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ είχε παραχωρήσει τη Θάσο στον Μοχάμεντ Άλι για να τον ανταμείψει καθώς στις αρχές της δεκαετίας του 1810 βοήθησε τον σουλτάνο να καταστείλει την εξέγερση των Βαχαβιτών και να επανακτήσει την Χετζάτζη. Ο Μοχάμεντ Άλι ως ημιανεξάρτητος ηγεμόνας έθεσε τα θεμέλια για την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό της Αιγύπτου με βάση ευρωπαϊκά πρότυπα. Η δυναστεία του τερματίστηκε το 1953, όταν ο Φαρούκ ανατράπηκε από τον Νάσερ.
Το Ιμαρέτ καλύπτει έκταση τεσσάρων στρεμμάτων και αποτελείται, στην τελική του μορφή, από δύο μεντρεσέδες, δύο ντερσανέ-μεστζιτ, ένα μεκτέμπ (σχολείο βασικής εκπαίδευσης ), ένα ιμαρέτ (κουζίνα) και τα γραφεία της διεύθυνσης. Οι σπουδαστές (σοφτάδες) των δύο μεντρεσέδων (ιεροδιδασκαλεία) έρχονταν από διάφορα μέρη της οθωμανικής επικράτειας σε ηλικία 14 και 15 ετών και φοιτούσαν για μερικά χρόνια ή ακόμα και για μερικές δεκαετίες. Τα μαθήματα γίνονταν στις δύο μεγάλες αίθουσες διδασκαλίας (ντερσανέ) που λειτουργούσαν και ως χώροι προσευχής (μεστζίτ). Έμεναν στα κελιά των μεντρεσέδων ανά τέσσερις ή πέντε και ο αριθμός τους έφτανε και τους 600. Μετά την αποφοίτηση τους τοποθετούνταν σε ηγετικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού.
Το ιμαρέτ, «κουζίνα», παρείχε δωρεάν φαγητό στους σοφτάδες αλλά και στους άπορους της πόλης, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Ήταν αυτό που λέμε σήμερα «soup kitchen». Στα θολωτά μαγειρεία του κόχλαζαν μεγάλα καζάνια για να χορτάσουν τους πεινασμένους, καθημερινά με σούπα και πιλάφι και τη φόντλα, είδος λεπτής πίτας, μία ή δυο φορές την εβδομάδα και με κρέας, ενώ τις Παρασκευές και τις γιορτές και με ζερντέ, ρύζι με μέλι, χρωματισμένο με σαφράν. Η διανομή του φαγητού για τους ξένους επισκέπτες ήταν θέαμα εντυπωσιακό. Από το πρωί στην είσοδο της κουζίνας, ιμαρέτ, συνωστίζονταν οι φτωχοί της πόλης, με πιάτα, δίσκους κατσαρόλες και ό,τι άλλο διαθέσιμο για να τιμήσουν τη φιλανθρωπία του βαλή της Αιγύπτου.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα η χρησιμότητα του Ιμαρέτ άρχισε να αμφισβητείται και πολλοί ζητούσαν την κατάργηση του. Οι επισκέπτες της πόλης το περιέγραφαν ως συνώνυμο του σκοταδισμού, της οπισθοδρόμησης και της ανατολίτικης ραθυμίας. Οι κάτοικοι της Θάσου με διαβήματα προς τους χεδίβηδες της Αιγύπτου ζητούσαν ένα μέρος των εσόδων του Ιμαρέτ για να καλύψουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες του νησιού. Οι χριστιανοί της Καβάλας το θεωρούσαν πηγή μισαλλοδοξίας και φανατισμού και κέντρο κάθε ανθελληνικής ενέργειας.
Μια πτυχή του «κακόφημου Ιμαρέτ» συλλαμβάνει ο Εγγλέζος Abbot. To 1900 επισκέφτηκε τις τεράστιες κουζίνες και μπήκε στα δωμάτια των σοφτάδων. Εκεί, μέσα σε ένα σύννεφο καπνού, διέκρινε τέσσερα γενειοφόρα άτομα στο πάτωμα κι ένα πέμπτο στο πατάρι, που έπιναν καφέ, κάπνιζαν τα τσιμπούκια τους και ομφαλοσκοπούσαν. Το πολυσέλιδο κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Tembel-haneh», δηλαδή τεμπελχανείο.
Από τα τέλη του 1922 οι χώροι του Ιμαρέτ χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Οι πρόσφυγες έμειναν στο Ιμαρέτ για δεκαετίες με τους τελευταίους να αποχωρούν στις αρχές του 1970.
Άλλαξε χρήσεις, στην πορεία «λεηλατήθηκε», εγκαταλείφθηκε , οδηγήθηκε στην παρακμή και -σχεδόν-στην κατάρρευση. Έως τη διάσωση του. Η ιστορία του Ιμαρέτ είχε αίσιο τέλος και την ίδια ώρα μια καινούρια αρχή.
