Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα: Η Ποίηση του Βίου στον Διονύση Σαββόπουλο
Το βλέμμα στο ράφι

Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα: Η Ποίηση του Βίου στον Διονύση Σαββόπουλο

Ο Διονύσης Σαββόπουλος για πολλούς υπήρξε ο ποιητής που αποφάσισε να τραγουδήσει τα ποιήματά του, ο τροβαδούρος που έβαλε ρεύμα στη ραχοκοκαλιά της ελληνικής παράδοσης. Ο Σαββόπουλος υπήρξε ταυτόχρονα ποιητής και τραγουδοποιός, θεατρίνος και παραμυθάς, διανοούμενος και ερμηνευτής του εαυτού του.

Ο πιο σπουδαίος, ίσως, καλλιτέχνης της μεταπολεμικής Ελλάδας που μιλούσε τα ελληνικά σαν να τα ανέπνεε, κάθε του λέξη έβγαινε σαν φυσική προέκταση της φωνής του. Ο Σαββόπουλος έγραφε ποιητικά επειδή ο τρόπος που υπήρχε ήταν ποιητικός. Όλα πάνω του, οι χειρονομίες, οι παύσεις, ο ρυθμός του λόγου, ακόμη και η ειρωνεία του, έμοιαζαν φτιαγμένα από την ύλη της ποίησης. Οι στίχοι του ένωσαν τον λόγο με τη μουσική, τη φιλοσοφία με το γλέντι, το υπαρξιακό ερώτημα με τον ήχο της κιθάρας.

Η γλώσσα υπήρξε το φυσικό του στοιχείο, την κατοικούσε. Μιλούσε ελληνικά με εκείνη την αίσθηση ελευθερίας που έχουν όσοι τα κατέχουν από μέσα, όσοι δεν τα σπουδάζουν αλλά τα κουβαλούν στο σώμα τους. Ήξερε να κάνει τη λέξη ήχο, τον ήχο σκέψη, και τη σκέψη τραγούδι. Μέσα του, η γλώσσα λειτουργούσε σαν ένα όργανο που παλλόταν. «Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις», είχε πει στην ομιλία του στο ΑΠΘ. Οι λέξεις του κουβαλούσαν μουσική πριν ακόμη βρουν μελωδία. Ίσως γι’ αυτό και οι στίχοι του στέκονται μόνοι τους σαν ποιήματα και δεν χρειάζονται συνοδεία, γιατί έχουν ήδη ρυθμό, ανάσα και μέτρο.

Η τέχνη του βασίστηκε στο βίωμα. Είχε την ικανότητα να μετατρέπει την εμπειρία σε στίχο χωρίς να τη νοθεύει. Από τη νεανική «Συννεφούλα» ως το ώριμο «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», το προσωπικό και το συλλογικό συμπλέκονται σ’ ένα αδιάκοπο αφήγημα για την Ελλάδα, τον χρόνο και τον άνθρωπο. Η ποίησή του μιλά για τρόπους ζωής, για μεταμορφώσεις.

Κάθε του τραγούδι είναι μια θεατρική σκηνή. Ο Σαββόπουλος τραγουδά, υποδύεται, αφηγείται, ερμηνεύει. Είναι ο μόνος τραγουδοποιός που μπορούσε να ανέβει στη σκηνή και να μιλήσει στο κοινό του με τον τρόπο ενός αφηγητή παραμυθιού ή ενός ρήτορα της αγοράς. Οι παύσεις του, οι αναπνοές του, οι αυτοσχεδιασμοί του, έδιναν στην ερμηνεία του κάτι ζωντανό, σχεδόν αρχαϊκό. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τραγούδια του συχνά θυμίζουν ραψωδίες, γιατί ο ίδιος ήταν ένας σύγχρονος ραψωδός.

Η ποίηση του Σαββόπουλου δεν είναι στατική, είναι μια συνεχής ροή, όπως το ποτάμι της γλώσσας του. Ένα παιχνίδι ανάμεσα στο ιερό και το καθημερινό, στο σοβαρό και το σαρκαστικό, στο βαθύ και το ανάλαφρο. Η ίδια η ζωή τον απασχολούσε ως τέχνη, και η τέχνη του υπήρξε μορφή ζωής.

Ίσως γι’ αυτό και τα τραγούδια του δεν γερνούν. Γιατί μέσα τους υπάρχει κάτι οργανικό, μια εσωτερική ανάσα που δεν γνωρίζει εποχή. Κι όσο κι αν αλλάζουν οι καιροί, ο Σαββόπουλος παραμένει εκεί, να μας θυμίζει πως η ποίηση δεν είναι λογοτεχνικό είδος, αλλά τρόπος ύπαρξης.


* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας