Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα
Το βλέμμα στο ράφι

Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Οι δύο όψεις της ευφυΐας: Ηρακλής Πουαρό και Μις Μαρπλ

Ο κόσμος του εγκλήματος είναι ένας καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής, και η Αγκάθα Κρίστι υπήρξε μια τις πιο συνεπείς «αναγνώστριές» του. Στο έργο της συναντιούνται δύο μορφές που, όσο διαφορετικές κι αν μοιάζουν, εκφράζουν τις δύο όψεις της ίδιας εμμονής: την αναζήτηση της αλήθειας μέσα στο χάος. Ο Ηρακλής Πουαρό και η Μις Μαρπλ είναι οι δύο διάσημοι ντετέκτιβ της και ταυτόχρονα δύο τρόποι να βλέπεις τον κόσμο.

 

Ο Πουαρό είναι η λογική στην πιο αυστηρή της εκδοχή. Βέλγος, μεθοδικός, λάτρης της συμμετρίας και της τάξης, φανατικός υπερασπιστής της «ψυχρής» νοημοσύνης. Κάθε του υπόθεση είναι ένα μαθηματικό πρόβλημα που λύνεται μέσα από την άσκηση των «μικρών φαιών κυττάρων», μια φράση-σήμα κατατεθέν που συνοψίζει όλο το πνεύμα του 20ού αιώνα: την πίστη πως ο νους μπορεί να νικήσει το κακό, αρκεί να σκεφτεί καθαρά.

Η Μις Μαρπλ, αντίθετα, δεν εμπιστεύεται τον νου αλλά τη διαίσθηση. Κατοικεί στο ήσυχο Σεντ Μέρι Μιντ, ανάμεσα σε κήπους και κουτσομπολιά, και βλέπει στον μικρόκοσμο του χωριού το απόσταγμα όλης της ανθρώπινης φύσης. «Ειλικρινά, δεν έχω κανένα χάρισμα, με μόνη, ίσως, εξαίρεση μια κάποια γνώση της ανθρώπινης φύσης», λέει με την αθωότητα ενός ανθρώπου που γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα λέει. Εκεί όπου ο Πουαρό ανατέμνει το λογικό σχήμα του εγκλήματος, η Μαρπλ ανιχνεύει το ηθικό του μοτίβο.

Δύο κόσμοι, μία συγγραφέας

Ο Πουαρό ανήκει στο διεθνές τοπίο του Μεσοπολέμου: τρένα, ξενοδοχεία, αποικιακές γωνιές του κόσμου, μια εποχή κοσμοπολίτικη και ταυτόχρονα εύθραυστη. Η Μαρπλ έρχεται αργότερα, στον μεταπολεμικό κόσμο της επαρχίας και της μοναξιάς, όπου το κακό δεν φορά πια στολή στα πεδία των μαχών, αλλά τα ρούχα της καθημερινότητας. Ο πρώτος λειτουργεί με την ψυχρή πειθαρχία του επιστήμονα, η δεύτερη με τη ζεστή διορατικότητα της γιαγιάς που έχει δει πολλά και δεν εκπλήσσεται πια από τίποτα.

Και οι δύο όμως είναι δημιουργήματα της ίδιας ανάγκης: να υπάρξει ένας φορέας ηθικής και καθαρότητας σε έναν κόσμο που αποσυντίθεται. Ο Πουαρό επιβάλλει τη δικαιοσύνη με λογικά επιχειρήματα, η Μαρπλ την αποκαθιστά μέσα από την κατανόηση της ανθρώπινης αδυναμίας. Εκείνος μιλά με στόμφο («είμαι ο σπουδαιότερος ντετέκτιβ στον κόσμο!»), ενώ εκείνη αρκείται στο να μιλά σχεδόν ψιθυριστά. Μα στο τέλος, και οι δύο φτάνουν στο ίδιο σημείο: στη βαθύτερη γνώση του ανθρώπου.

Η Αγκάθα Κρίστι μέσα από τους ήρωές της

Οι δύο πρόσφατες εκδόσεις των Εκδόσεων Ψυχογιός -«Μικρά φαιά κύτταρα ,Ο Ηρακλής Πουαρό με τα δικά του λόγια» (2025, σελ. 160) και «Είναι φόνος είπε, Η Μις Μαρπλ με τα δικά της λόγια» (2025, σελ. 160)- αποκαλύπτουν το εργαστήριο της Κρίστι εκ των έσω. Μέσα από επιλεγμένα αποσπάσματα, αποφθέγματα και ανέκδοτα άρθρα της συγγραφέως, ο αναγνώστης εισχωρεί στην ψυχολογία των ηρώων της και, κατ’ επέκταση, στη δική της.
Στην πρώτη έκδοση, η συγγραφέας μιλά για τη σχέση αγάπης-μίσους με τον Πουαρό, τον άνδρα που την έκανε διάσημη, αλλά και που κάποτε την καταπίεσε με τη δημοτικότητά του. Στη δεύτερη, αναγνωρίζει στη Μαρπλ μια μυστική αυτοπροσωπογραφία: τη γυναικεία ευφυΐα που εκφράζεται αθόρυβα, με υπομονή, σχεδόν με ευγένεια.

Οι τόμοι λειτουργούν ως δίπτυχο: ο ένας φανερώνει τον ορθολογισμό που κινεί τον εγκέφαλο, ο άλλος τη διαίσθηση που φωτίζει την ψυχή. Και οι δύο, ωστόσο, δείχνουν το ίδιο πρόσωπο πίσω από τα πρόσωπα - αυτό της γυναίκας που ήξερε να παίζει με τις μάσκες της λογικής και του συναισθήματος, μετατρέποντας τη λογοτεχνία του μυστηρίου σε καθρέφτη της ανθρώπινης κατάστασης.

Και στο φόντο, το απόλυτο έγκλημα

Στην καλαίσθητη νέα έκδοση του κλασικού «Και δεν έμεινε κανένας» (Ψυχογιός, 2025, σελ. 274), η Κρίστι φτάνει στο πιο σκοτεινό άκρο της τέχνης της. Δέκα άνθρωποι σε ένα νησί, ένας δολοφόνος ανάμεσά τους, καμία διαφυγή. Εδώ δεν υπάρχει Πουαρό ούτε Μαρπλ, παρά μόνο η ανθρώπινη φύση, γυμνή μπροστά στο ίδιο της το έγκλημα. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που το βιβλίο θεωρείται το πιο ευπώλητο αστυνομικό μυθιστόρημα όλων των εποχών: επειδή απογυμνώνει τη φόρμουλα και αφήνει μόνη της τη διαχρονική ερώτηση: ποιος είμαι όταν δεν με βλέπει κανείς;


* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας