Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα
Το βλέμμα στο ράφι

Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Η Κατοχή και το μαύρο της μελάνι.

Στη διάρκεια της Κατοχής (1941–1944), η Ελλάδα, ρημαγμένη από την πείνα, την καταπίεση και την απελπισία, βρήκε μέσα στις λέξεις της το μόνο χώρο ελευθερίας που της απέμεινε. Από τα υπόγεια των εφημερίδων και τις παράνομες εκδόσεις, από τα σημειωματάρια των στρατοπέδων και τις εξορίες, ως τα ημερολόγια των συγγραφέων που έγραφαν «με κεριά και με αίμα», η ελληνική λογοτεχνία της Κατοχής υπήρξε η μαρτυρία της μνήμης. Δεν ήταν όλα έργα για την Κατοχή, ωστόσο, επηρεάστηκαν από την περίοδο αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και στα σκοτεινά εκείνα χρόνια, η λογοτεχνία συνέχιζε σε πείσμα του πόλεμου.

Η λογοτεχνία ως άμυνα της ψυχής

Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1941, σήμανε τη βίαιη διακοπή μιας ολόκληρης πολιτισμικής συνέχειας. Κι όμως, μέσα στο σκοτάδι, η πνευματική ζωή δεν σταμάτησε. Οι συγγραφείς που είχαν διαμορφώσει το ελληνικό μυθιστόρημα του Μεσοπολέμου βρέθηκαν μπροστά σ’ έναν νέο κόσμο που είχε μετατραπεί σε εφιάλτη της πείνας, των εκτελέσεων αλλά και της καθημερινής ηρωικής επιμονής για επιβίωση και ελευθερία.

Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Γιάννης Μπεράτης, ο Λουκής Ακρίτας, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Μυριβήλης, η Μέλπω Αξιώτη, ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης και ο Παντελής Πρεβελάκης. Αυτοί οι συγγραφείς αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή της λογοτεχνικής δημιουργίας της Κατοχής, ο καθένας με τη δική του γλώσσα, αλλά όλοι με κοινή την αγωνία για την ανθρώπινη κατάσταση.

Οι αφηγητές του πολέμου

Το 1943, ο Γιάννης Μπεράτης γράφει Το Πλατύ Ποτάμι, ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά πεζογραφήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με ημερολογιακή αφήγηση, σπαρακτική ειλικρίνεια και βαθιά ανθρωπιά, περιγράφει την πορεία του ελληνικού στρατού στην Αλβανία. Από την αφήγησή του απουσιάζει ο ρητορικός πατριωτισμός ενώ αναδύεται η κόπωση και η σεμνότητα μιας γενιάς που αντιμετώπισε την φρίκη του πόλεμου με σπάνια ευγένεια και υπερηφάνεια .

Στο ίδιο πνεύμα, ο Λουκής Ακρίτας στο έργο του Αρματωμένοι (1947) που θεωρείται ένα από τα καλύτερα του είδους, φωτίζει την ψυχολογία των ημερών της Κατοχής, τον τρόμο και την ανθρωπιά που συνυπάρχουν.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς, με τα Ημερολόγια της Κατοχής, καταγράφει με στοχαστική οξυδέρκεια την εσωτερική διάβρωση του ανθρώπου σε εποχές κατοχής – την κρίση πίστης, την πνευματική εξάντληση, αλλά και τη θαυμαστή ικανότητα του Έλληνα να επιβιώνει.

Ο Ηλίας Βενέζης, που είχε γνωρίσει ήδη την αιχμαλωσία στη Μικρασιατική Καταστροφή, ξαναβρίσκει το ίδιο μοτίβο της δοκιμασίας στα έργα του Ωκεανός και Αιολική Γη. Η Κατοχή τον επαναφέρει ξανά στο σκηνικό μιας πνευματικής ερήμου όπου η ελπίδα είναι μια μορφή καθήκοντος.

Η Μέλπω Αξιώτη είναι από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές της ελληνικής λογοτεχνίας της Κατοχής και ταυτόχρονα, από τις πιο ιδιαίτερες. Με το βιβλίο της «Δύσκολες Νύχτες» (1945), δημιούργησε ένα από τα εμβληματικότερα έργα για την εμπειρία της Κατοχής στην Αθήνα, όπου η πολιτική και η ψυχική συνθήκη του πολέμου συμπλέκονται σε ένα εντελώς πρωτότυπο αφηγηματικό ύφος.

Ο Στρατής Μυριβήλης, με το Η Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια, δεν γράφει άμεσα για την Κατοχή, αλλά το πνεύμα της διαπερνά το έργο του: η σύγκρουση του έρωτα με το χρέος, η φθορά της αθωότητας, η επιστροφή του ανθρώπου στα στοιχειώδη.

Και ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης θα αποδώσει, μέσα από ιστορικά μυθιστορήματα, την έννοια της «εθνικής συνείδησης».

Οι ποιητές της φωτιάς και της στάχτης

Την ίδια εποχή, η ποίηση αναλαμβάνει να πει όσα το πεζό δεν μπορεί. Ο Άγγελος Σικελιανός γράφει ύμνους για την Ελευθερία, αναζητώντας στη γλώσσα μια νέα ιερότητα. Ο Γιάννης Ρίτσος, με την Εαρινή Συμφωνία και τα πρώτα του πολιτικά ποιήματα, προσφέρει την ποίηση ως συλλογικό πένθος και ελπίδα.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, με το Μπολιβάρ (1944), κατορθώνει κάτι πρωτοφανές: συνδέει τον υπερρεαλισμό με τον πατριωτισμό, μετατρέποντας τον ήρωα της Λατινικής Αμερικής σε σύμβολο της ελληνικής αντίστασης. Το ποίημα γράφεται μέσα στη φωτιά της Κατοχής, αλλά ανασαίνει τον αέρα της ελευθερίας. Ο υπερρεαλισμός, αντί να λειτουργήσει ως απόδραση, γίνεται πράξη αντίστασης.

Ο Σεφέρης, ο Γκάτσος και ο Ελύτης

Στο εξωτερικό, ο Γιώργος Σεφέρης γράφει το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ (1944), μια συγκλονιστική ποιητική μαρτυρία για τον πόλεμο και την εξορία. Στη Μέση Ανατολή, βλέπει τον κόσμο να χάνεται και προσπαθεί να σώσει την ουσία του ελληνικού φωτός μέσα από την ποίηση: «Όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει». Ο Σεφέρης εκφράζει την εσωτερική ήττα του ελληνισμού, τη νοσταλγία του τόπου και τη διάψευση των οραμάτων, αλλά χωρίς να χάνει τη νηφαλιότητα του στοχαστή.

Το 1943, μέσα στην πιο σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, ο Νίκος Γκάτσος κυκλοφορεί χειρόγραφα την Αμοργό. Ένα ποίημα μοναδικό, που συνδυάζει τον υπερρεαλιστικό με τον προφορικό λόγο, τον ελληνικό μύθο με τη λαϊκή μνήμη. Η Αμοργός μοιάζει με μαγική ψαλμωδία μέσα στην καταστροφή, σαν κάποιος να τραγουδά μέσα στα ερείπια για να μη χαθεί η φωνή.

Και λίγο αργότερα, το 1945, ο Οδυσσέας Ελύτης παρουσιάζει το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ένα ποίημα όπου η μουσική και ο θρήνος ενώνονται, όπως και το μνημόσυνο με την ευχαριστία. Ο νεκρός αξιωματικός γίνεται σύμβολο μιας νεότητας που θυσιάστηκε, αλλά δεν χάθηκε. «Είχες το φως, το χαμόγελο και το σπαθί των Ελλήνων», γράφει ο Ελύτης, κι έτσι η ποίηση σφραγίζει τον πόλεμο με φως.

Από τη σιωπή στην εξομολόγηση

Η μεταπολεμική λογοτεχνία θα συνεχίσει να κουβαλά το τραύμα της Κατοχής για δεκαετίες. Στον Τσίρκα, στον Βασιλικό, στον Κοτζιά, στον Φραγκιά, η Κατοχή επιστρέφει ως υπόγεια μνήμη, ως ανοιχτός λογαριασμός με την Ιστορία. Η γενιά που έζησε το 1941–1944 έμαθε πως η ελευθερία δεν είναι κατάσταση αλλά διαρκής πράξη γραφής.

Η αισθητική της επιβίωσης

Η λογοτεχνία της Κατοχής δεν συγκροτεί ενιαία σχολή. Είναι περισσότερο ένα δίκτυο φωνών που ενώνονται μέσα από την ανάγκη να σωθεί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η λιτότητα, η σεμνότητα, η απουσία ρητορικής. Ακόμα και οι πιο έντονα πατριωτικές φωνές δεν ανήκουν στο είδος της «προπαγάνδας», αλλά στο είδος της μαρτυρίας.

Μέσα απ’ αυτά τα έργα, η Ελλάδα της Κατοχής αποκτά μια δεύτερη ζωή. Μια ζωή που δεν μιλά για τα γεγονότα μόνο, αλλά για το βλέμμα του ανθρώπου απέναντί τους. Η λογοτεχνία εκείνων των χρόνων έμαθε στους Έλληνες ότι η ελευθερία μπορεί να κατοικεί μέσα σε μια φράση, ακόμη κι όταν όλα γύρω είναι σιωπή και τυραννία.

Κληρονομιά μιας εποχής

Σήμερα, όταν διαβάζουμε Το Πλατύ Ποτάμι, το Μπολιβάρ, την Αμοργό ή το Άσμα ηρωικό και πένθιμο, δεν αναζητούμε απλώς την ιστορική μαρτυρία. Αναζητούμε τη στιγμή που ο λόγος έγινε φως μέσα στο σκοτάδι. Η Κατοχή άφησε πίσω της ερείπια, αλλά η λογοτεχνία της άφησε φτερά.

Και ίσως αυτό να είναι το πιο συγκλονιστικό της κληρονομιάς εκείνης της περιόδου: ότι η γραφή δεν υπήρξε πολυτέλεια, αλλά ο τρόπος να παραμείνει ο άνθρωπος όρθιος.


*Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας