Η είδηση της βράβευσης του Ούγγρου συγγραφέα László Krasznahorkai με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2025 έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στα εγχώρια μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως από εκείνους που, φυσικά, τον διάβαζαν «εδώ και χρόνια», τον είχαν ανακαλύψει «πριν γίνει μόδα» και, αν κρίνουμε από τις αναρτήσεις, φαίνεται να έχουν διαβάσει ολόκληρο το Sátántangó σε μια νύχτα, μεταξύ Netflix και του Πώς θα βελτιώσεις τις σκέψεις σου. Ήταν, θα έλεγες, μια ωραία στιγμή συλλογικού πολιτισμικού καθαρμού με τη σοβαρότητα που αρμόζει σ’ έναν λαό που έχει πάντα «τον Κρασναχορκάι στο κομοδίνο του» και στους καθημερινούς του προβληματισμούς...
Κι όμως, πίσω από τον χαριτωμένο αυτόν θόρυβο υπάρχει μια αληθινή χαρά: η αναγνώριση ενός συγγραφέα που αφιέρωσε τη ζωή του σε μια λογοτεχνία χωρίς παραχωρήσεις. Ο Κρασναχορκάι είναι ένας συγγραφέας που γράφει για τη φθορά και την ελπίδα με τον ρυθμό μιας τελετουργικής προσευχής.
Γεννημένος το 1954 στην πόλη Γκιούλα της Ουγγαρίας, ο Κρασναχορκάι ανήκει στη μεγάλη παράδοση των κεντροευρωπαίων συγγραφέων που αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως αίνιγμα. Από τον Κάφκα και τον Μούζιλ έως τον Μπέρνχαρντ, αυτή η γραμμή της λογοτεχνίας αποδομεί την πραγματικότητα μέχρι να φανεί το κενό της.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, το Sátántangó (1985), είναι μια σκοτεινή αλληγορία για την αποσύνθεση της πίστης και της κοινότητας. Ένα χωριό χαμένο στη λάσπη, ένας ψευδοπροφήτης που υπόσχεται σωτηρία, και μια αφήγηση που κυλά σαν ποταμός. Η κινηματογραφική μεταφορά του από τον Μπέλα Ταρ, διάρκειας επτάμισι ωρών, καθιέρωσε και τους δύο ως ιερείς μιας αισθητικής νωχέλειας που θα μπορούσε να την εκλάβει κανείς και ως άσκηση στην υπομονή
Έκτοτε, στα βιβλία του ο Κρασναχορκάι γράφει σαν να αναπαριστά την τελευταία εποχή του κόσμου. Οι ήρωές του είναι μοναχικοί περιπλανώμενοι, εσωτερικά εξόριστοι που κινούνται σε έναν πλανήτη που έχει πάψει να ελπίζει.
Το ύφος του είναι αναγνωρίσιμο καθώς οι προτάσεις είναι χωρίς τέλος, και δίχως μουσικότητα σε μια λογική που συγκροτείται από αντιφάσεις. Η γραφή του λειτουργεί όπως η προσευχή: επαναλαμβάνει για να θυμάται, και θυμάται για να μην χαθεί.
Όλο το έργο του Κρασναχορκάι μοιάζει να κινείται γύρω από την κεντρική αποδοχή ότι η αποσύνθεση δεν είναι τραγωδία, παρά μόνο μια φυσική διαδικασία, όπως το σάπισμα του φρούτου ή η φθορά μιας πέτρας. Οι άνθρωποί του ζουν μέσα σ’ αυτήν τη φθορά χωρίς να την πολεμούν. Την παρατηρούν, την υφίστανται, την κουβαλούν. Για κείνον, η σωτηρία είναι απλώς μια άλλη μορφή εγκλωβισμού, ένα ακόμη σενάριο που επινοεί ο άνθρωπος για να αντέξει την αλήθεια.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το σχεδόν μεταφυσικό σκοτάδι, υπάρχει μια λεπτή φλέβα αντίστασης που κτυπά, χαρίζει παλμό στην φράση, φορτίζει τη λέξη, αναζωογονεί τη σύνταξη έτσι που όλα λειτουργούν σαν πράξεις ελευθερίας απέναντι στην αταξία του κόσμου. Η γλώσσα είναι το τελευταίο οχυρό, το μόνο πεδίο όπου μπορεί κανείς να πει «όχι» χωρίς να φωνάξει.
Στο War and War, ο αρχειονόμος που επιχειρεί να σώσει ένα αρχαίο χειρόγραφο ανεβάζοντάς το στο διαδίκτυο γίνεται ο ιδανικός του ήρωας: ένας άνθρωπος που προσπαθεί να νικήσει τον χρόνο με ένα αρχείο, να χαρίσει διάρκεια σε ό,τι προορίζεται να χαθεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανθρώπινο -και πιο μάταιο...- από αυτήν την πράξη.
Ίσως γι’ αυτό, η Σούζαν Σόνταγκ τον είχε ονομάσει «άρχοντα της Αποκαλυψης». Γιατί στα βιβλία του υπάρχει, μόνο ένα αργό, υπνωτιστικό φως που φωτίζει τα ερείπια. Και μέσα σ’ αυτά τα ερείπια, ο Κρασναχορκάι εξακολουθεί να ψάχνει κάτι ζωντανό, ίσως μια σπίθα που να αποδεικνύει ότι ακόμη κι η φθορά έχει ψυχή.
Στην Ελλάδα, ο Κρασναχορκάι χαίρει λατρείας μικρής κλίμακας... Οι αναγνώστες του είναι λίγοι αλλά φανατικοί, γιατί το έργο του απαιτεί επιμονή. Η μετάφρασή του υποθέτω ότι θα είναι άσκηση αντοχής: οι φράσεις του ξετυλίγονται σαν λαβύρινθος, οι σκέψεις του λειτουργούν σαν εσωτερικός ψίθυρος. Για έναν Έλληνα μεταφραστή, η απόδοσή του υποθέτω εκ νέου θα είναι σχεδόν σωματική εμπειρία, σαν μια ανάσα που πρέπει να κρατηθεί ως το τέλος της πρότασης.
Ο συγγραφέας της βραδύτητας
Η βράβευσή του με το Νόμπελ είναι μια υπενθύμιση, ότι η λογοτεχνία δεν οφείλει να απλά να διαβάζεται αλλά να βασανίζει. Ο Κρασναχορκάι γράφει για εκείνους που διαβάζουν αργά, που δεν ψάχνουν πλοκή αλλά ρυθμό, που ξέρουν πως η φράση μπορεί να μετασχηματιστεί σε ...μετα-νόημα.
Σε μιαν εποχή που τα πάντα συμβαίνουν σε πραγματικό χρόνο, εκείνος μας προσφέρει τον χρόνο της σκέψης. Και ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο δώρο της τέχνης του: ότι μέσα στην επιτάχυνση του κόσμου, μας θυμίζει πως υπάρχει ακόμη η βραδύτητα, κι αυτή είναι η τελευταία μορφή ελευθερίας.
Ο László Krasznahorkai είναι συγγραφέας που θα γεμίσει το χρόνο σας καθώς το μυστικό είναι να διαβάζεται αργά. Και αν κάτι αξίζει να θυμόμαστε από τη βράβευσή του είναι πως η λογοτεχνία μπορεί ακόμα να στέκεται απέναντι στον χρόνο με μια πρόταση που συνεχίζεται....
Στα ελληνικά κυκλοφορούν ήδη τα έργα του:
- Η Μελαγχολία της Αντίστασης, –μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, Εκδόσεις Καστανιώτη.
- War and War, μτφρ. Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Εκδόσεις Αντίποδες.