Jean Genet , Ο καβγατζής της Βρέστης, μτφρ. Ρίτα Κολαϊτη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 254
Πνευματικός παρείσακτος, ποιητής των περιθωρίων και των βέβηλων, μα με μια πυκνότητα ύφους που τον καθιστά μοναδικό ο Ζενέ μοιάζει σα να ήρθε να δείξει ότι το απόλυτο φως δεν γεννιέται στα ύψη, αλλά μέσα από τα απόλυτα σκότη. Και το πέτυχε δημιουργώντας μια λογοτεχνική γλώσσα που χορεύει με το βλάσφημο και το ιερό ταυτόχρονα.
Θυμάμαι ακόμη έντονα την πρώτη φορά που κράτησα στα χέρια μου τον «Καβγατζή της Βρέστης». Ήταν η έκδοση του Εξάντα 91982), με τη σφραγίδα της Μάγδας Κοτζιά και του Θέμη Μπανούση, που μας χάρισαν τότε πολλά εκλεκτά έργα της γαλλικής και ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Ένα βιβλίο που με εντυπωσίασε βαθιά και από τα πρώτα σοβαρά αναγνώσματά μου που μου αποκάλυψαν τη λογοτεχνία ως σκοτεινή τελετουργία. Και τώρα, κοντά πενήντα χρόνια μετά, καθώς έπεσε στα χέρια μου η σημερινή επανέκδοση από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, δεν μπόρεσα να μην συγκινηθώ.
Δεν ξέρω αν ήταν το εξώφυλλο, οι σελίδες, το ίδιο το όνομα του Ζενέ που έλαμψε μπροστά μου, ή αν ήταν οι μνήμες που ήρθαν βίαια στην επιφάνεια, εκείνες οι πρώτες φορές που ο αναγνώστης μέσα μου άρχιζε να αποκτά πρόσωπο.
Ίσως πρόκειται για μια μικρή εξομολόγηση, δεν μπορώ να το κρύψω: το βιβλίο με παρέσυρε πίσω, σε εκείνα τα χρόνια όπου άρχιζα να μαθαίνω πώς η λογοτεχνία δεν είναι ένα σύνολο από λέξεις, αλλά μια αργή διαμόρφωση της συνείδησης.
«Ο Καβγατζής της Βρέστης» είναι ίσως το πιο θεατρικό και ταυτόχρονα το πιο «εκρηκτικό» από τα πεζά έργα του Ζενέ. Γραμμένο το 1947 μέσα στη φυλακή, σε ένα περιβάλλον εγκλεισμού όπου η γραφή μετουσιώνονταν σε πράξη επιβίωσης, εξιλέωσης και ύβρεως μαζί, το βιβλίο ακροβατεί ανάμεσα στο μυθιστόρημα, το όνειρο και την εξομολόγηση, σαν ένα ερωτικό σόλο της απόγνωσης.
Δεν διαθέτει πλοκή με την παραδοσιακή έννοια, ωστόσο δημιουργεί ένα δικό του μυθολογικό σύμπαν όπου στην θέση των θεών βρίσκονται οι καταραμένοι άνθρωποι που δεν έλκονται από την ψευδαίσθηση της Αθανασίας αλλά από την έξαρση των παθών.
Είναι η μυθολογία των αποβαθρών, των τεκέδων, των κακόφημων λιμανιών, όλων εκείνων των γεμάτων αρρενωπή ένταση σκοτεινών τόπων της νύχτας. Είναι η μυθολογία των φόνων που διαπράττονται από έρωτα και των ερώτων που οδηγούν στην προδοσία, η μυθολογία της σάρκας που υποτάσσει και της επιθυμίας που εξουσιάζει, μαζί και της ακραίας, απροσδόκητης, σχεδόν ενοχλητικής ομορφιάς που αναδύεται από τα βάθη του χυδαίου.
Ο Ζενέ δεν γράφει για να αφηγηθεί. Γράφει για να δημιουργήσει έναν χώρο ποιητικής θεογονίας, έναν κόσμο παράλληλο, στον οποίο το έγκλημα είναι τελετουργία, ο πόθος γίνεται δόγμα, και η ατιμία εξυψώνεται σε ηθική.
Μέσα σε αυτό το σύμπαν, κυκλοφορούν οι ναύτες, οι δολοφόνοι, οι εραστές, οι χαφιέδες, οι λιποτάκτες, ακόμα και οι μάρτυρες του έρωτα ή του θανάτου. Ήρωες μιας αρχαίας τραγωδίας που έχει μεταφερθεί στα βρώμικα πατώματα μιας κάμαρας, στην υγρασία μιας φυλακής, στο αλμυρό σκοτάδι ενός καταστρώματος. Το σανίδι τους δεν είναι η θεατρική σκηνή, αλλά το πλακόστρωτο λιμανιού, γεμάτο ιδρώτα, αίμα, μίσος και την αμετάκλητη μοίρα όσων τόλμησαν να ζήσουν έξω από τα μέτρα.
Η γλώσσα του Ζενέ εδώ είναι καθαρτήρια, εικονοπλαστική και ταυτόχρονα βλάσφημη. Μιλάει για την ασχήμια με τα υλικά της ομορφιάς, και για την ομορφιά με τους όρους της καταστροφής. Το ψυχολογικό βάθος των ιστοριών του Ζενέ δεν αποβλέπει στην κατανόηση. Αντίθετα, σε στρέφει σε μια ψυχολογική άβυσσο όπου η επιθυμία συναντά τον θάνατο, και η προδοσία γίνεται όχημα αποκάλυψης καθώς συνομιλεί με τις πιο βαθιές, σχεδόν προϊστορικές εντάσεις του ανθρώπου την ανάγκη να δει τον εαυτό του εκεί όπου δεν αντέχει να κοιτάξει.
Στον Καβγατζή, όλα είναι υπερβολικά χωρίς τίποτα να είναι υπερβολικό. Η γλώσσα ανατέμνει κάθε συναίσθημα, μετατρέπει τη βία σε θρησκευτική εμπειρία, τον πόθο σε λατρεία και το έγκλημα σε τέχνη. Ο Ζενέ περιγράφει την ανθρώπινη πτώση ως τελετουργία έκστασης δίχως σωτηρία.
Η γραφή του Ζενέ δεν επιδέχεται εύκολες εξηγήσεις. Κινείται σε σπασμούς, σε σπειροειδείς αναπτύξεις εικόνων, σε αποθεωτικές περιγραφές που φλερτάρουν διαρκώς με την υπερβολή και όμως, ποτέ δεν διολισθαίνει στην καρικατούρα. Αντίθετα συνθέτει έναν ύμνο στην ακραία ομορφιά ενός σκοτεινούς κόσμου που οι λέξεις μετατρέπονται σε πράξεις, και οι πράξεις σε αποκαλυπτικές μεταμορφώσεις.
Ο Ζενέ γράφει για να δημιουργήσει έναν νέο, απόλυτο χώρο, έναν τόπο εσωτερικής λατρείας όπου η συνείδηση του αναγνώστη δεν βγαίνει ποτέ ίδια. Ο Καβγατζής της Βρέστης εινα έργο που δεν φοβάται να είναι ιερόσυλο, γιατί έχει μέσα του μιαν άλλη ιερότητα εκείνη που πηγάζει από την αυθεντική κατάβαση στην ανθρώπινη σκοτεινιά.
Δεν είναι τυχαίο που «Ο Καβγατζής της Βρέστης» ενέπνευσε και τον σπουδαίο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο οποίος το μετέφερε στον κινηματογράφο το 1982, λίγο πριν τον θάνατό του, σε μια ταινία εξίσου τολμηρή, θεατρική και εικαστικά φορτισμένη. Ο Φασμπίντερ έμεινε πιστός στο πνεύμα του Ζενέ, αναδεικνύοντας την αισθησιακή βιαιότητα του κόσμου του και δίνοντας στον ήρωα έναν σχεδόν μεταφυσικό διάκοσμο, σαν να είχε επιστρέψει ο Καραβάτζιο στην κινηματογραφική φόρμα. Η ταινία έμεινε στην ιστορία όχι μόνο ως μεταφορά, αλλά ως αυτόνομο έργο τέχνης σκληρό, μαγνητικό, λυρικό και ωμά ερωτικό.
Ο συγγραφέας έζησε μια ζωή που δεν αντέχεται εύκολα, μια ζωή στραμμένη προς την κόλαση και μας την διηγήθηκε έτσι ακριβώς. «Ο Καβγατζής της Βρέστης» είναι ένα από τα κορυφαία δείγματα αυτής της τρομακτικής, απρόβλεπτης ιδιοφυΐας. Η νέα του ελληνική έκδοση μάς θυμίζει πως υπάρχει λογοτεχνία που δεν διαβάζεται για να περάσει η ώρα, αλλά για να φέρει ανατροπή, αποκάλυψη και συγκλονισμό. Μια τέτοια λογοτεχνία όσο κι αν μας τρομάζει, αξίζει να διαβάζεται ξανά. Και ξανά.
* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας