Ο Αρτώ, ο Βαν Γκογκ και η κοινωνία
Θέατρο

Ο Αρτώ, ο Βαν Γκογκ και η κοινωνία

Τα πρόσωπα κινούνται επί της θεατρικής σκηνής και αντιπαρέρχονται ανάμεσα στο φώς και το σκοτάδι. Κοιτούν τους θεατές, εκφέρουν λόγια αιχμηρά για την κοινωνία, με νότες ευαισθησίας και πόνου για όσα αισθάνονται, μεταφέροντάς μας, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να επικοινωνηθεί ότι η ανθρώπινη ψυχή πονά, χρειάζεται φροντίδα και όχι τιμωρία, ούτε κριτική από την κοινωνία και τους επιστήμονές της. Η κοινωνία με τις πρακτικές της επηρεάζει τον βίο καθενός, μπορεί ακόμη και να οδηγήσει έκαστο να βάλει τέλος στη ζωή του. Πρόκειται για την κοινωνία εκείνη που εξουσιάζει. Ώσπου ο ανθρώπινος πόνος συσσωρεύεται, από βουβός αποκτά φωνή και ο άνθρωπος φωνασκεί: «εγώ απλώς θέλω να μην πονάω».

Τα ανωτέρω είναι ορισμένα από όσα μας αποτυπώθηκαν κατά την παρακολούθηση του πρότζεκτ «The Artaud Trilogy» [Αρτώ/Βαν Γκογκ, Οικογένεια Τσέντσι, Κόκκαλο] στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη. Τα έργα γράφτηκαν από την ίδια και τον Άρη Ασπρούλη, με αφορμή τον σπουδαιότερο και επιδραστικότερο διανοητή και καλλιτέχνη του θεάτρου του 20ου αιώνα, Αντονέν Αρτώ (1896-1948). Όσο για το θεατρικό πρότζεκτ, ξεκινά με το έργο «Αρτώ/Βαν Γκογκ», γραμμένο και ανεβασμένο για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2015, συνεχίζεται με την «Οικογένεια Τσέντσι», γραμμένη και ανεβασμένη για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2015, και ολοκληρώνεται με το «Κόκκαλο».

Ο Gene Gillette ως Αντονέν Αρτώ στην παράσταση «Αρτώ/ Βαν Γκογκ». Πηγή: Θεατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»

Όπως ο ζωγράφος Βίνσεντ Βαν Γκογκ, έτσι και ο Αρτώ παρέμειναν για κάποιο διάστημα υπό ψυχιατρικό εγκλεισμό. Ο Αρτώ αναφέρεται στον Βαν Γκογκ στο πρώτο μέρος της τριλογίας -τον θεωρητικό του θεάτρου υποδύεται ο ηθοποιός του Μπρόντγουέϊ, Gene Gillette, και η υπόθεση εκτυλίσσεται το 1947 σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο του Παρισιού. Κατά τη διάλεξή του, επισημαίνει ότι η αυτοκτονία του Βίνσεντ Βαν Γκογκ είχε τους ενόχους της. «Αυτοκτονήθηκε από την κοινωνία» λέει ο Gene Gillette, «ήταν ξεχωριστός», σημειώνει, θέλοντας να τονίσει την αδικία του κόσμου και ό,τι μεσολαβεί ώσπου να καταλήξει κάποιος να κοιμάται αγκαλιά με ένα γεμάτο πιστόλι. Πόσω μάλλον όταν αυτό το πρόσωπο ποιεί, σε κάθε του δημιουργία τοποθετεί στον καμβά λίγη από την καρδιά του και αιμορραγεί περισσότερο –σαν να τον εγχειρούν δίχως νάρκωση– όταν κάποιος/οι άλλος/οι (μέλη της κοινωνίας) αποδοκιμάζουν τα της τέχνης του, της ζωής του, του τέλους του. 

Ο Gene Gillette ως Αντονέν Αρτώ στην παράσταση «Αρτώ/ Βαν Γκογκ». Πηγή: Θεατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»

Η παράσταση βασίζεται στο δοκίμιο του Αντονέν Αρτώ «Βαν Γκογκ: ο αυτόχειρας της κοινωνίας», που δημοσιεύτηκε το 1947, ένα χρόνο πριν από το θάνατο του συγγραφέα· «η κοινωνία που νοσεί […] εφηύρε την ψυχιατρική, η οποία είναι μια συμμορία από γορίλες», ακούμε τον Gene Gillette. 

Η κοινωνία επίσης νοσεί όταν οι μη υγιείς πράξεις της ελίτ της μπορούν και καλύπτονται με τη συναίνεση άλλης εξουσίας και με στόχο το χρήμα. Όπως ξετυλίγεται μέσα από την παράσταση «Οικογένεια Τσέντσι» με την υπόθεση να εκτυλίσσεται στη Ρώμη, το 1599. Στον πλουσιότερο άνδρα της εποχής, τον Κόμη Τσέντσι (Μιλτιάδης Φιορέντζης), προτείνεται (από τον διαπραγματευτή του Πάπα) να πληρώσει με χρυσό ώστε να μείνουν στην αφάνεια τα μέχρι τώρα εγκλήματά του. Όρια δεν υπάρχουν, ο Κόμης σκοτώνει τους δυο του γιους και βιάζει την ανήλικη κόρη του, Βεατρίκη (Ιφιγένεια Καραμήτρου) -το συμβάν μαθαίνει και η μητέρα της (Ελεάνα Καυκαλά). Η δικαιοσύνη είναι άφαντη, η ντροπή ζητά εκδίκηση, ο Κόμης βρίσκεται δολοφονημένος με ένα στιλέτο στο μάτι έχοντας πρώτα δολοφονήσει την ψυχή της κόρης του. 

Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης ως Κόμης Τσέντσι στην παράσταση «Οικογένεια Τσέντσι». Πηγή: Θεατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»

Η πεντάπρακτη αυτή τραγωδία (σ.σ «Οι Τσέντσι») του Αρτώ γράφτηκε (1935) την περίοδο που επινόησε μια εντελώς νέα θεατρική φόρμα, το «Θέατρο της Σκληρότητας». Η παράσταση δεν είχε την επιθυμητή αποδοχή, τρία χρόνια μετά (1938) ο Αρτώ χαρακτηρίστηκε επισήμως «παράφρων» και οδηγήθηκε δια της βίας στο ψυχιατρείο, στο οποίο παρέμεινε έγκλειστος για εννέα χρόνια. Την τελευταία μόνο χρονιά υποβλήθηκε σε περισσότερα από 51 ηλεκτροσόκ. Το 1946 και λίγο πριν από τον θάνατό του, απέκτησε ξανά ελευθερία κινήσεων, έχοντας όμως υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες από τις επίσημες θεραπευτικές μεθόδους.

Οι «Φίλοι του Αντονέν Αρτώ» οργάνωσαν μια ειδική βραδιά αφιερωμένη στο έργο του αλλά η είσοδος στον ίδιο απαγορεύθηκε, λόγω του φόβου που προκαλούσε η εξασθενημένη του φιγούρα και η πιθανότητα ενός ακόμη θηριώδους ξεσπάσματος, όπως αυτά που συνήθιζε ενώπιον ακροατηρίου και από τα οποία ηρεμούσε μόνο εάν τον φιλούσε ένας φίλος του στο μέτωπο. 

Η τρίτη παράσταση, το «Κόκκαλο» ξεκινά με την φανταστική υπόθεση ότι μετά το παραπάνω περιστατικό ο απογοητευμένος Αρτώ (Γεράσιμος Γεννατάς) επιστρέφει οικειοθελώς στο κελί του και δίνει μία τελευταία σόλο παράσταση μπροστά σε ένα κοινό που πλάθει με το μυαλό του, ένα κοινό που τον δέχεται και τον αγαπά.

Ο Γεράσιμος Γεννατάς ως Αντονέν Αρτώ στην παράσταση «Κόκκαλο». Πηγή: Θεατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»

Εισέρχεται στη σκηνή από το πλάι, μας κοιτά και αναφωνεί «Καλή χρονιά! Ευτυχισμένο το 1946!», έπειτα σκύβει, σχεδιάζει με λευκή κιμωλία το περίγραμμα ανθρωπίνων μορφών, και τους μιλά. Σχολιάζει τον σύγχρονο καθωσπρεπισμό και την κοινωνική υποκρισία, ανακαλεί διαλόγους όπως: «- Μήπως είστε τρελός κ. Αρτώ; - Όχι, ηθοποιός. - Μα αυτό είναι αυτοκτονία. - Δεν υπάρχουν αυτοκτονίες, όλα είναι δολοφονίες». «Η κοινωνία διατηρείται σε μια σφαίρα υποκρισίας, ασέλγειας, περιφρόνησης» τονίζει, επαναλαμβάνοντας την επιθυμία του: «προσπαθώ να δω πώς είναι να μην πονάς. Θέλω απλώς να μην πονώ. Θα ξαναγίνω 4 χρονών και δεν θα πονώ».

Η παράσταση ολοκληρώνεται με τη φωτογραφία ενός μικρού παιδιού ως φόντο πίσω από τον Γεννατά. Τα συναισθήματα αλλάζουν καθώς το παιδί μεγαλώνει, γίνεται μέλος της κοινωνίας της οποίας τα μέλη ενίοτε του προσάπτουν χαρακτηρισμούς. Θα μπορούσε να ειδωθεί και ως πράξη βίας, στην περίπτωση που οι δέκτες είναι δημιουργοί, σαν να λησμονείται η συμβολή τους στο πολιτιστικό απόθεμα της ανθρωπότητας, όπως και ότι η ευαισθησία τους μπορεί να γίνει βοή, να υψωθεί και να διεκδικήσει. Με το αίτημα να απευθύνεται σε όσους μπορούν να κατανοήσουν -σε αυτούς στους οποίους μπορεί να ανοιχτεί (βλ. «Κόκκαλο»). Σαν η κοινωνία να αδυνατεί να αγκαλιάσει -δίχως να τραυματίσει- άτομα με υψηλό δείκτη ευαισθησίας, σαν να λησμονεί ότι συναισθάνονται -κάτι που επίσης θα λέγαμε ότι προκύπτει από τις παραστάσεις.

Το θεατρικό πρότζεκτ παρουσιάζεται δύο ακόμη φορές, στις 21 και 22 Νοεμβρίου, με προσκεκλημένους διακεκριμένους διεθνείς ομιλητές τον Βρετανό καθηγητή Θεάτρου και Performance στο University of Roehampton, Joe Kelleher (21 Νοεμβρίου) και την Αμερικανίδα καθηγήτρια Θεάτρου στο Brooklyn College CUNY και σκηνοθέτιδα Laura Tesman (22 Νοεμβρίου).

Ο Gene Gillette ως Αντονέν Αρτώ στην παράσταση «Αρτώ/ Βαν Γκογκ». Πηγή: Θεατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»

Στις παραστάσεις «Αρτώ / Βαν Γκογκ» και «Οικογένεια Τσέντσι» τα σκηνικά-κοστούμια είναι της Δήμητρας Λιάκουρα, η μουσική της Ερατώς Κρεμμύδα, τους φωτισμούς σχεδίασε (όπως και στο «Κόκκαλο») ο Σάκης Μπιρμπίλης. Στο «Κόκκαλο», τα σκηνικά είναι της Δήμητρας Λιάκουρα, τα κοστούμια του Κωνσταντίνου Κασπίρη, η πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Παλαμιώτη ο οποίος ερμηνεύει ζωντανά επί σκηνής, και οι κατασκευές του Γιάννη Νίτσου. 

*Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» (Υπόγειο, Πεσμαζόγλου 5, 210 3222760)

«The Artaud Trilogy» 

Αρτώ/Βαν Γκογκ: 19.00 (στα αγγλικά με ελληνικούς υπέρτιτλους)

Οικογένεια Τσέντσι: 20.00

Κόκκαλο: 21.30

Συμπαραγωγή: ΡΕΟΝ | Υποστήριξη: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης

Τα κείμενα των παραστάσεων κυκλοφορούν σε μεμονωμένη έκδοση, αλλά και σε τριπλή συλλεκτική κασετίνα με τίτλο «THE ARTAUD TRILOGY» από την Κάπα Εκδοτική. Το «Αρτώ/Βαν Γκογκ» κυκλοφορεί σε δίγλωσση εκδοχή (ελληνικά και αγγλικά), ενώ η «Οικογένεια Τσέντσι» κυκλοφορεί και στα ελληνικά και στα ιταλικά.