Το «The New Yorker» συμπλήρωσε φέτος έναν αιώνα ζωής, επιβεβαιώνοντας τη θέση του ως ένα από τα πιο εμβληματικά περιοδικά παγκοσμίως, πρότυπο δημοσιογραφικής ακεραιότητας, αφοσίωσης στη συντακτική λεπτομέρεια και διαχρονικής, εκλεπτυσμένης αισθητικής.
«Το 1925, ο Χάρολντ Ρος, ο ιδρυτής του «The New Yorker», οραματίστηκε ένα περιοδικό ευφυΐας, ρεπορτάζ, λογοτεχνίας, τέχνης και κριτικής – έναν καθρέφτη, σε λέξεις και εικόνες, της μητροπολιτικής ζωής. Έναν αιώνα αργότερα, το «The New Yorker» παραμένει γνωστό για την ικανότητά του να εκπλήσσει, να γοητεύει και να ενημερώνει με ακρίβεια και βάθος. Σας προσκαλούμε να γιορτάσετε μαζί μας τα εκατό χρόνια του περιοδικού και να απολαύσετε ειδικά επετειακά τεύχη, επιμελημένες αρχειακές συλλογές, εκθέσεις και εκδηλώσεις – και πολλά ακόμη». Γράφει ο Ντέιβιντ Ρέμνικ, ο οποίος καθορίζει την πορεία του περιοδικού τα τελευταία 28 χρόνια, από όταν ανέλαβε επικεφαλής το 1998.
Πριν από εκατό χρόνια, ο Ρος και η σύζυγος του, Τζέιν Γκραντ, συνέλαβαν την ιδέα ενός πρωτοποριακού, χιουμοριστικού περιοδικού που θα απευθυνόταν στην εκλεπτυσμένη κοινωνία του Μανχάταν και «όχι στην ηλικιωμένη κυρία από το Ντιμπιούκ» παρότι ο ίδιος δεν είχε βγάλει το λύκειο και καταγόταν από μια κωμόπολη ανθρακωρύχων του Κολοράντο. Ξεκίνησε να δημοσιογραφεί από την εφηβική του ηλικία και στα 25 του δούλευε, ταυτόχρονα, σε επτά εφημερίδες. Προφανώς ήταν ικανός και χαρισματικός και στην επιλογή των συνεργατών του, όπως αποδείχθηκε. Απροκάλυπτα βωμολόχος και μανιώδης πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα, σε ηλικία 59 ετών.
Επί των ημερών του συνελήφθη η ιδέα της μασκότ του «The New Yorker» του επιτηδευμένου δανδή, Γιούστας Τίλι, ο οποίος φιγουράρει στο εξώφυλλο του επετειακού, εκατονταετούς τεύχους.
Ο εκδότης Ντέιβιντ Ρέμνικ, ο οποίος έκλεισε τα 67 τον Οκτώβριο, φυλλομετρώντας την ιστορία του περιοδικού λέει πως «όλες οι σπουδαίες ιστορίες εδώ και 100 χρόνια ξεκινούν με μια υπέροχη ιδέα». Πολλές υπέροχες ιδέες που δεν χρειάστηκε ποτέ να «υποστηριχθούν» από φωτογραφίες στα εξώφυλλα, μπικίνι και σταρ του σινεμά. Και το περιοδικό τα κατάφερε. Ο Ρέμνικ τονίζει πως η διαδικασία παραγωγής του περιοδικού είναι απαιτητική, είναι σαν κολονοσκόπηση, συμπεριλαμβανομένης της αυστηρής υπηρεσίας επαλήθευσης γεγονότων, το fact checking. Το περιοδικό, που ανήκει στο εκδοτικό κολοσσό Condé Nast, γοήτευσε και συνάρπασε και γενιές δημοσιογράφων με την υπέροχη αισθητική και κυρίως με τις «σεντονιάδες», τα απίστευτα μακροσκελή αφιερώματα, όταν ένα ρεπορτάζ ή μια ιστορία έπρεπε να χωρέσει σε πεντακόσιες λέξεις. Όσο για τα εξώφυλλα του περιοδικού είναι από μόνα τους διαχρονικά έργα τέχνης και φετίχ.
Στον έναν αιώνα ζωής του θρυλικού περιοδικού είναι αφιερωμένο το ντοκιμαντέρ του Netflix « THE NEW YORKER: 100 ΧΡΟΝΙΑ» . Παραγωγός ο Τζαντ Απατόου, σκηνοθέτης ο Μάρσαλ Κάρι και αφηγήτρια η βραβευμένη με Όσκαρ, Τζούλιαν Μουρ.
Στο ντοκιμαντέρ δηλώνουν την αγάπη τους και την αφοσίωση τους στο περιοδικό και αστέρια του Χόλιγουντ όπως ο Τζον Χαμ, ο Τζέσι Έιζενμπεργκ , η Μόλι Ρικγουολντ και η συγγραφέας Τζιμαμάντα Νγκόζι Αντίτσι, οι οποίοι μιλούν με ενθουσιασμό για το εκλεκτικό κύρος που συνοδεύει την ιδιότητά τους ως συνεργατών του «The New Yorker».Και φυσικά η Νεοϋορκέζα Σάρα Τζέσικα Πάρκερ- που ως Κάρι Μπράντσο είχε πάντα μαζί της το περιοδικό- η οποία λέει χαριτολογώντας για το αιωνόβιο «The New Yorker»: «Είναι μόνο 100 και δείτε τι έχει καταφέρει».
Ο σκηνοθέτης Μάρσαλ Κάρι και το συνεργείο του επί ένα χρόνο ήταν μέσα στα πόδια του Ρέμνικ, των συντακτών και του υπόλοιπου προσωπικού. Το εγχείρημα να αποδοθεί νόημα σε περίπου πέντε χιλιάδες τεύχη -μαζί με αμέτρητα διαδικτυακά άρθρα, χιλιάδες επεισόδια podcast και εκατοντάδες μικρού μήκους ταινίες-ενός εντύπου που ορίζεται από μια διαρκώς περιπλανώμενη περιέργεια, δεν ήταν καθόλου ζηλευτό. Η ταινία υιοθετεί μια διττή δομή: από τη μία παρακολουθεί πώς διαμορφώθηκε το επετειακό τεύχος των εκατό χρόνων, ακολουθώντας ρεπόρτερ, επιμελητές, σκιτσογράφους, υπεύθυνους εξωφύλλων και fact-checkers την ώρα της δουλειάς τους, από την άλλη, χαρτογραφεί τα καθοριστικά θέματα καθεμιάς από τις δέκα δεκαετίες της ιστορίας του περιοδικού. Το αποτέλεσμα είναι ένα πορτρέτο του «The New Yorker» ταυτόχρονα σύγχρονο και ιστορικό. Τι σήμαινε το «Hiroshima» του Τζον Χέρσεϊ για τους αναγνώστες του το 1946; (Μετά από αυτό το περιοδικό αναδείχθηκε σε σοβαρό δημοσιογραφικό παίκτη στην παγκόσμια σκηνή). Πώς γεννήθηκε το εμβληματικό άρθρο της Ρέιτσελ Κάρσον «Silent Spring» και πώς επηρέασε το πνεύμα της δεκαετίας του ’60; Με ποιους τρόπους οι πέντε αρχισυντάκτες-εκδότες του «The New Yorker» στα εκατό αυτά χρόνια διαμόρφωσαν και εκσυγχρόνισαν ένα περιοδικό που παραμένει εντυπωσιακά πιστό στο αρχικό του ιδεώδες, αλλά ταυτόχρονα ριζικά διαφορετικό από αυτό;
«Αυτό ήταν σίγουρα μία από τις μεγάλες προκλήσεις της ταινίας» λέει σε συνέντευξη του στο περιοδικό ο σκηνοθέτης Μάρσαλ Κάρι «Έχεις απέναντί σου αυτό το απίστευτο έντυπο, ακόμη και το να συμπεριλάβεις ένα απειροελάχιστο μέρος των σημερινών συνεργατών του ήταν αδύνατο. Και αυτό επί εκατό χρόνια ιστορίας. Ήταν, με κάποιον τρόπο, ένα σχεδόν ακατόρθωτο εγχείρημα. Λίγο πριν ξεκινήσω, ο συντάκτης του «The New Yorker» Νικ Παουμγκάρτεν μού είπε: «Το να προσπαθείς να φτιάξεις μια ταινία ενενήντα λεπτών για το «The New Yorker» είναι σαν να προσπαθείς να φτιάξεις μια ταινία ενενήντα λεπτών για την Αμερική».
Ο παραγωγός του φιλμ Τζαντ Απατόου συλλαμβάνει και μια σημαντική πτυχή. Για εκείνον το μεγαλύτερο προτέρημα του ντοκιμαντέρ είναι ότι αφηγείται την ιστορία των ανθρώπων που εργάζονται στο περιοδικό. Ο κόσμος είναι συχνά υπερβολικός με την δημοσιογραφία, λέει ο Απατόου.
«Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω αυτή τη συλλογική οργή απέναντι στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, στο επίπεδο που τη βλέπουμε σήμερα. Όταν όμως παρακολουθείς κάτι σαν αυτό, διαπιστώνεις πόσο αφοσιωμένοι, έντιμοι και πραγματικά εντυπωσιακοί είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Και θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να κυκλοφορούν στον κόσμο έργα που το δείχνουν αυτό».
Μπορεί άραγε το περιοδικό να αντέξει για άλλα εκατό χρόνια;
«Έχουν ακόμη 1,25 εκατομμύρια συνδρομητές και είμαι βέβαιος ότι θα ήθελαν να αυξηθεί αυτός ο αριθμός», λέει ο Μάρσαλ Κάρι στον Guardian. «Όμως δεν προσπαθούν να γίνουν McDonald’s και να πουλήσουν δισεκατομμύρια χάμπουργκερ σε όλο τον κόσμο. Φτιάχνουν χειροποίητο, εξαιρετικά επιμελημένο σούσι, για δύο βάρδιες τη βραδιά, σε ένα μικρό εστιατόριο, για ανθρώπους που αγαπούν και εκτιμούν το τέλεια φτιαγμένο σούσι».
Όπως λέει ο εκδότης Ντέιβιντ Ρέμνικ στο φιλμ του Netflix, ο κόσμος θέλει πιο πολλά από γελοία tweets, θέλει να μάθει τι συμβαίνει, θέλει δικαιοσύνη, έλεγχο των γεγονότων και μια αίσθηση ευπρέπειας. Ο ίδιος επικεντρώνεται σε αυτό που λέγεται ανθρωπιά. Την δική του ιδιοσυγκρασία διαμόρφωσαν οι ασθένειες των γονιών του. Ο πατέρας του, οδοντίατρος στο επάγγελμα, εμφάνισε πάρκινσον στα 50 του και η μητέρα του σκλήρυνση κατά πλάκας. Άρα, «είχα δύο γονείς ανάπηρους από νεαρή ηλικία και η μια μου κόρη πάσχει από βαριά μορφή αυτισμού». Αυτά τον καθόρισαν. Η ζωή του εκτός γραφείου είναι απλή. Κάνει διάδρομο « γυμνάζομαι για να μην πεθάνω» και αποφορτίζεται με διαδικτυακά μαθήματα κιθάρας τα Σαββατοκύριακα. Δεν είναι καλός, αλλά του αρέσει αυτό που κάνει.
Η αντίληψή του αποτυπώνεται στα θέλω του για το μέλλον του θρυλικού περιοδικού.
«Θέλω το The New Yorker να είναι δύο πράγματα. Θέλω να είναι σπουδαίο. Θέλω να είναι ανθρώπινο.
Και πιστεύει ότι θα επιβιώσει όχι για ακόμα έναν αιώνα, αλλά για τρεις!
