«Kι αν δεν καεί η ψυχούλα μας πουλιά δεν βγαίνουν. Βγαίνουν;»

«Kι αν δεν καεί η ψυχούλα μας πουλιά δεν βγαίνουν. Βγαίνουν;»

Το τρίτο μέρος της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» αποκωδικοποιήθηκε. Και η Ζυράννα Ζατέλη ως Λεύκα αποφάσισε να μας χαρίσει τα μυστικά της. Την περίληψη του Κόσμου της φανερή και αφανέρωτη, τη σαγήνη της αβύσσου προτού γράψει, τον τρόπο που της χαρίζεται η ζωή και της αποκαλύπτεται το αφανέρωτο στα όνειρα και στις ιστορίες της. Επαναλαμβάνοντας με το σαγηνευτικό ιδιαίτερο ύφος της «Να ρουφήξουμε με τις γλώσσες μας την άβυσσο, τίποτα λιγότερο απ’ την άβυσσο»…

Ζυράννα Ζατέλη «Ορατή σαν αόρατη», εκδ. Καστανιώτη

«Υπήρχε διαφορά: άλλο να γράφεις μια ιστορία κι άλλο να καταγράφεις τη βάσανο μέχρι ν’ αρχίσεις να τη γράφεις, άλλο το ίδιο το υλικό και άλλο τα αναθήματα γύρω απ’ αυτό, τα πέρα –δώθε και τα στροβιλίσματα- α, πόσο δύσκολο το παιχνίδι πριν απ’ το παιχνίδι»

«Μια κόλαση σαν να λέμε, ένας παραδαρμός».

«Κι εκεί ήταν το ζήτημα: οι φοβερότερες στιγμές και σκέψεις, οι πιο ανείπωτες, δύνανται να γραφτούν σ’ ένα χαρτί ή μήτε στον αιώνα τον άπαντα; Δύναται να “κρυφτεί” η ίδια μέσα σ’ αυτά που έγραφε ή μόνο να κρυφτεί απ’ αυτά; Κι αν δεν υπήρχε διαφορά;»

Θα μπορούσε κανείς να πει «η αποκαλυπτικότερη Ζυράννα Ζατέλη». Αφάνταστα γενναιόδωρη κι έκθαμβη από τον τρόπο που η γραφή, οι ιστορίες σε καταδέχονται ή δε σε καταδέχονται, αφού μας έχει χαρίσει ένα ολόκληρο σαγηνευτικό σύμπαν, το σύμπαν της, η συγγραφέας ζει, έχει ζήσει, τις ιστορίες που μας περιγράφει, στο τρίτο βιβλίο της τριλογίας της «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» μας ανοίγει το εργαστήρι της.

Αποφασίζει να μας κάνει κοινωνούς όχι μονάχα στον τόπο αλλά και στον τρόπο της. Με τα καλά, τα πρόχειρα ή τα βελζεβουλικά της γράμματα, με τα δακτυλογραφημένα χειρόγραφα από τη γαλάζια ή την κόκκινη γραφομηχανή της, βαδίζοντας σαν σκιά στο πλάι μας στα στοιχειωμένα, στους χωματόδρομους και στα αυλιδάκια που πέρασε τη ζωή της. Κι αφού μας μάγεψε μια φορά, πολλές φορές ήρθε και μας ξαναμάγεψε, ορατή σαν αόρατη, επιτρέποντάς μας να δούμε το σύμπαν της με τα πράσινα γυαλιά της.

Το σπίτι της κουκουβάγιας, το σόι της μάνας της, τον Αναστάση που σκάλιζε τις κουκουβάγιες στο ξύλο, τον θείο Σέρκα που της έμαθε την ποίηση, τον παππού Νάφο που διάβαζε τα σημάδια και τη φύση, τη γιαγιά Ελένη που ήταν Αναστασία, συγγραφέας άνευ συγγραφικής τέχνης, συγγραφέας γεννιέσαι κι ας είσαι της τετάρτης δημοτικού, τη Ζίνα που την πήρε ο άνεμος, την «πολύ χήρα» που έγραφε ποιήματα ενώ δεν ήξερε να γράφει και έγινε η βοηθός της, τα σπίτια που υπήρξαν τα-πρώτα- σπίτια-της-μάγισσας, την αλχημεία της γραφής, τις ιστορίες που ήρθαν κάπως ουρανοκατέβατες αλλά κι εκείνη την ανείπωτη που όσο και να ματαιοπονεί κανένας αρνείται να ειπωθεί, να γραφτεί και να υπάρξει…

«Να ρουφήξουμε με τις γλώσσες μας την άβυσσο, τίποτα λιγότερο απ’ την άβυσσο»… Πώς γίνεται τόσο καλά να γνωρίζεις το έργο ενός ανθρώπου, να μην αλλάζει εκείνος επιμένοντας εμμονικά, κι από βιβλίο σε βιβλίο, από σελίδα σε σελίδα, από συνάντηση σε συνάντηση να σε ξαφνιάζει τόσο; Γίνεται σήμερα συγγραφέας να γράφει και να ζει στο σύμπαν που δημιούργησε;
Εάν δεν βιάζεται… σκέφτεσαι.
Εάν ακόμα γράφοντας επιμένει να μαγεύεται.
Εάν γράφει και «γράφεται» σαν την ηρωίδα της τη Λεύκα, και σημαδεύεται καθημερινά από τις ίδιες της τις ιστορίες που επινοεί ή θυμάται;
Αναζητώντας την από βιβλίο σε βιβλίο και από επτάχρονη σε επτάχρονη «καθημερινή αιωνιότητα» επιτέλους το κατάλαβες. Ταυτιζόσουν και δενόσουν μαζί τους, καμία Ζίνα όσο αξιολάτρευτη και αξιοθαύμαστη δεν σ’ έκανε να ξεχάσεις την Ιουλία που πήγε με τους λύκους. Εξάλλου η Λεύκα για μια ακόμα φορά σε δικαίωσε. Κοντά τριάντα χρόνια μετά και σχεδόν τίποτε δεν άλλαξε. Ή μάλλον άλλαξε. Γειτονιά η Ζυράννα, φυσικά, και σπίτι.

Δίπλα από την Ακρόπολη σε μια πολυκατοικία παλιά που ουδείς μαντεύει ότι στον μόνο κατοικημένο όροφο έχει εγκατασταθεί μια συγγραφική καθημερινή αιωνιότητα. Με όλες τις πορσελάνινες και μη γάτες, διότι η Σέρκα δεν αφήνει κανένα λανθασμένο περιθώριο, με όλους τους λύκους, τις λάμπες, το μαγικό ημίφως και εκείνη τη πράσινη φωτεινή βιβλιοθήκη που σε απορροφά. Καλειδοσκοπικά μπαίνεις και ξαφνικά ανήκεις κι εσύ, εμπεριέχεσαι! Επτά χρόνια μετά από το πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» και το βιβλίο «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος», η Ζυράννα Ζατέλη, ωσεί παρόντες, όλοι οι οικείοι του σύμπαντος, νεκροί αλλά ωστόσο τόσο πολύ ζωντανοί. Για να τους φωνάξει στο δεύτερό της βιβλίο της τριλογίας «Το πάθος χιλιάδες φορές», για μια νύχτα Πρωτοχρονιάς, δηλαδή για πάντα, εφόσον έγιναν ήρωες πια- όλους τους άσωτους και τους άσαρκους, όλους τους πεθαμένους, έχοντας βρει το αντίδοτο του θανάτου από παιδί, δηλαδή τη γραφή. Σε ένα δείπνο που παραθέτει η μυστηριώδης Λεύκα αλλά και Λύκα Ταυ και Ραμάνθις Ερέβους, σε ζώντες και κεκοιμημένους. Ένα βράδυ χιονισμένης Πρωτοχρονιάς κατά το οποίο καταλύονται τα σύνορα.

Τα αινίγματα τίθενται επί τάπητος και ψάχνονται όλοι κρατώντας το κλειδάκι του έκαστος, το πρωί.
Διότι μετά απ’ εκείνο το ανεκλάλητο γεύμα, την άλλη μέρα έχουν να ιστορούν και να αναλύουν οι ζώντες:
Η Λεύκα «αλλιώτικη απ’ τις άλλες, τι να κάνουμε», που καίγεται από πάθος για το πάθος και γράφει ανάποδα για να διαβάσει τα ανείπωτα του κόσμου. Ο παππούς ο Τριαντάφυλλος και Ντάφκος που καθαρίζει τα παπούτσια του για να πάει πέρα στους τάφους, κρατώντας το τσεκούρι σαν ομπρέλα, και οι άλλοι της οικογένειας που βρέθηκαν αρχικά στην ξενητειά….
Κι ανάμεσά τους, όλο το Ζατέλειο Σύμπαν, επειδή το «θηρίο», η μικρή Λεύκα, κρατά τεφτέρια λεπτομερή.

Στο τρίτο βιβλίο «Ορατή σαν αόρατη» η συγγραφέας ανοίγει σχεδόν μπροστά τα μάτια μας αυτά τα τεφτέρια, όντας σίγουρη πως «δεν μπορείς να πεθάνεις αν δεν γράψεις αυτήν την ιστορία!»

Αλλά και πάλι, θα είναι μαζί μας τόσο ειλικρινής!

«Τελικά ήταν ικανή η Λεύκα να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο- το υλικό αφθονούσε, το ταλέντο δεν υστερούσε- για το πώς δεν γινόταν να γράψει αυτήν την ιστορία. ‘Όχι ακόμα έως ουδέποτε, με μόνη παρηγοριά μέσα της- πικρή βεβαίως οξύμωρη- πως τα καλύτερα είναι αυτά που δεν γράφονται και το πιο σημαντικό ποτέ δεν το λέμε».

Εξάλλου δεν υπάρχει και τίποτα πια φοβηθεί, έχει συναντηθεί με έναν πεθαμένο σχεδόν από παιδί:

«…τον ίδιο τον Αναστάση δεν τον πρόλαβε, πέθανε τότε κοντά που γεννήθηκε του λόγου της, σαράντισαν μαζί, διασταυρώθηκαν, εκείνος με τα σάβανα, αυτή με τις φασκιές, ήταν η εποχή με τα πρώτα κεράσια».

Έχει ήδη μάθει πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα και «Την δριμύτητα όμως του χειμώνος διακόπτει ο τοκετός της Αλκυόνος», έχει συνηθίσει ακόμα και σε εκείνο που της έχει πει ο παππούς: «Εσένα η γαλήνη σου είναι η ταραχή σου’ να το θυμάσαι αυτό, παιδί μου, να κάνεις τα κουμάντα σου».

Και τώρα ήρθε η ώρα «Πώς να της μάθω να εμπιστεύεται τις ώρες της σιωπής αντί να τις φοβάται;» Ακόμα κι εκείνο το αλλόκοτο «Αυτή η ιστορία δεν θέλει να γραφτεί, τι ματαιοπονείτε;»

Να αναρωτηθεί μαζί μας και φωναχτά τα πώς και τα γιατί της γραφής: «Έγραφε για να διαβάσει τι είχε ζήσει; Διηγόταν τον εαυτό της να διηγείται ιστορίες; Μήπως γνώριζε από την κοιλιά της μάνας της πως, όπως χρειάζεται να έχεις “υπάρξει” πολύ καιρό πριν γεννηθείς, έτσι χρειάζεται να γράψει κανείς πολύ μέχρι να ξεκινήσει να γράφει;... Η Λεύκα, οιωνεί ταγμένη (ο φίλος την έλεγε “κεκρουσμένη”) έγραφε από πολύ παλιά και συνέχιζε να το κάνει, ίσως για να μπορέσει να καταλάβει μια μέρα- πράγμα αμφίβολο – όχι τόσο “τι ήθελε να πει” με αυτά που έγραφε, αλλά ποια ανεξήγητη μοίρα, ποιο άρρητο κι άδηλο της ζωής γινάτι την ήθελε με μολύβι και χαρτί ή καρφωμένη μπροστά στη γραφομηχανή επί δεκαετίες».

Γνωρίζοντας καλά εκείνη η Gost writer πως:

«κι αν δεν καεί η ψυχούλα μας πουλιά δεν βγαίνουν. Βγαίνουν;»

«Δεν είναι τόση η δυστυχία μας όσο η ματαιοδοξία μας» κι ακόμα ότι «Αυτό που φοβάσαι έχει ήδη συμβεί, πάρε όσο χρόνο θες για να το καταλάβεις- τα πράγματα καμιά φορά αργούν, μα έρχονται στην ώρα τους».

Στο τελευταίο βιβλίο της τριλογίας η Ζυράννα Ζατέλη προσπαθεί και μέσα από τα αόρατα της να μας γίνει επιτέλους ορατή. Προσφέροντας μας την περίληψη του μαγικού της σύμπαντος. Τη ματιά της για όσο κρατά η ανάγνωση και για όσο εμείς είμαστε ικανοί.