Κατά τον Μεσαίωνα, τα μπαχάρια και οι γεύσεις της Ανατολής γνώρισαν την Δύση. Από την στιγμή που η Δύση δοκίμασε αυτές τις νέες γαστρονομικές αφίξεις, «εθίστηκε» τόσο πολύ σε αυτές, που τελικά δεν τις αποχωρίστηκε ποτέ.
Τα άλλοτε σχεδόν άνοστα μεσαιωνικά πιάτα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, αναμείχθηκαν με αυτά της Ανατολής. Κάθε κουζίνα προσαρμόστηκε αλλιώς στα νέα δεδομένα και δημιούργησε συνδυασμούς που ενθουσίασαν τον τότε κόσμο της Γηραιάς ηπείρου.
Μία από τις καινούργιες προσθήκες στην διατροφή των Ευρωπαίων τότε, ήταν η ζάχαρη. Γνωστή στην Ασία για χιλιάδες χρόνια, η ζάχαρη όταν εμφανίστηκε στην Μεσόγειο ήταν ένα προϊόν πολυτελείας. Καταναλωνόταν σε φαγητά μόνο από τους εύρωστους οικονομικά και ως φάρμακο από τους περισσότερους. Η ζήτησή της, όμως, ήταν μεγάλη.
Γι’ αυτό έπρεπε με κάποιο τρόπο η μεταφορά της να διευκολυνθεί. Η ζάχαρη προερχόταν από τα δάση των ζαχαροκάλαμων της Ανατολής. Έτσι, το φυτό μεταφέρθηκε από εκεί σε περιοχές της Ευρώπης. Ανάμεσα στις περιοχές όπου αναπτύχθηκαν οι καλλιέργειες των γλυκών καλαμιών, ήταν το νησί της Κύπρου.
Συγκεκριμένα, τον 10ο αιώνα μ.Χ., ζαχαροκάλαμα από την Αίγυπτο μεταφέρθηκαν στην Κύπρο. Από αυτά ξεκίνησαν οι μεγάλες καλλιέργειες του νησιού, οι οποίες στην αρχή δεν φαινόταν σε τι επίπεδο εμπορικής αξίας θα έφταναν τους επόμενους αιώνες.
Αρχικά, μέχρι και τον 11ο αιώνα, τα ζαχαροκάλαμα δεν είχαν μεγάλη απήχηση στην γεωργούς του νησιού, αλλά ούτε και στις αγορές της Μεσογείου. Μικρές καλλιέργειες και μικρές ποσότητες της νεοφερμένης ζάχαρης υπήρχαν στο νησί. Ο τρόπος καλλιέργειας, αλλά και της μετέπειτα επεξεργασίας των καλαμιών για να παραχθεί η ζάχαρη, ήταν κάτι καινούργιο για τους κατοίκους του και χρειαζόταν χρόνος για να το μάθουν.
Το 1192 μ.Χ., με την Γ’ Σταυροφορία, η Κύπρος έπαψε να είναι μέρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και περιήλθε στα χέρια των Σταυροφόρων. Εκείνοι, περισσότερο εξοικειωμένοι από τους κατοίκους του νησιού με τις συνήθειες και τις ιδιαιτερότητες της Ανατολής, ήταν αυτοί που επένδυσαν στην ανάπτυξη της καλλιέργειας του ζαχαροκάλαμου.
Από εκείνη την εποχή και μετά, το νησί «γλύκανε» απ’ άκρη σ’ άκρη. Οι καλλιέργειες μοιράστηκαν σε πολλές περιοχές της Κύπρου. Δημιουργήθηκαν φυτείες στο Κολόσσι, στην Επισκοπή, στα Κουκλιά, στην Αχέλια, στην Χρυσοχού, στην Λάπηθο και σε πολλές άλλες, σε διάφορα σημεία της.
Χτίστηκαν ζαχαρόμυλοι, οι οποίοι στέκουν μάρτυρες της μεσαιωνικής απήχησης της κυπριακής ζάχαρης στον μεσογειακό κόσμο. Ο ζαχαρόμυλος της Επισκοπής, ήταν εντός της μεγάλης αγροτικής έπαυλης της γνωστής σε όλο το νησί οικογένειας Κορνάρο, από την Βενετία. Μάλιστα, από αυτήν την οικογένεια καταγόταν και η ίδια η βασίλισσα της Κύπρου, Αικατερίνη Κορνάρο. Ο ζαχαρόμυλος του Κολοσσίου, είχε χτιστεί ανατολικά του τοπικού κάστρου, από τα μέλη του στρατιωτικού Τάγματος του Αγίου Ιωάννη Ιεροσολύμων, τους Ιωαννίτες ιππότες.
Από τον 12ο αιώνα και μετά, λοιπόν, οι Βενετοί εκτόξευσαν την παραγωγή ζάχαρης στο νησί στα ύψη. Μέχρι τον 14ο αιώνα μ.Χ., αλλά και τον 16ο, η ζάχαρη εξελίχθηκε σε ένα από τα βασικότερα προϊόντα εξαγωγών της Κύπρου. Έγινε γνωστή στις μεσαιωνικές αγορές της Δύσης και βοήθησε το νησί να ανέλθει οικονομικά.
Από αυτές τις γλυκές αλχημείες, η Κύπρος πλούτισε. Από το εμπόριο της ζάχαρης, απέκτησε φήμη και ευμάρεια. Έφτασε να παράγει τόσο μεγάλες ποσότητες ζάχαρης, που ένας Βενετός ιστοριογράφος της εποχής ανέφερε στα γραπτά του, ότι μπορούσε μόνη της να καλύψει τις ανάγκες όλου του τότε χριστιανικού κόσμου, χωρίς να χρειάζεται να την αγοράζουν πια από τους Σαρακηνούς (όπως έλεγαν τότε τους Άραβες). Έτσι, από το πενιχρό ξεκίνημα των καλλιεργειών ζαχαροκάλαμων, η Κύπρος τελικά «λίγωσε» την μεσαιωνική Ευρώπη.
Βιβλιογραφία:
