Ο Νίκος Αλεξίου έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 2011 στα 51 του χρόνια. Στον σύντομο βίο πρόλαβε να ξεχωρίσει το έργο του από τη γενιά του με αποκορύφωμα την εκπροσώπηση τη χώρας στην Μπιενάλε της Βενετίας («The End» 2007), μια μνημειακή εγκατάσταση εμπνευσμένη από το ψηφιδωτό δάπεδο του Καθολικού της μονής Ιβήρων. Λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, δώρισε ο ίδιος στο μουσείο Mπενάκη την πλούσια συλλογή νεότερης τέχνης που συνέλεγε.
Πρόκειται για ένα ιδιότυπο σύνολο σύγχρονης τέχνης Ελλήνων μα και ξένων καλλιτεχνών –236 έργα από ογδόντα τέσσερις υπογραφές– που αντιλαμβανόταν ως ένα «έργο ανοιχτό». Για πρώτη φορά, παρουσιάζεται στο σύνολό του στην Αθήνα, στο Μπενάκη της Πειραιώς, σε επιμέλεια Πολύνας Κοσμαδάκη και Γιώργου Τζιρτζιλάκη (ξεκινά 14/3). Για το εγχείρημα και τον χαρακτήρα που λαμβάνει σήμερα, μιλούν, εκτός από τον επιμελητή, δύο από τους συμμετέχοντες εικαστικούς: οι Μανώλης Ζαχαριουδάκης (ΜΣΑΖ) και Μανώλης Χάρος, που συμπορεύτηκαν με τον Αλεξίου και στην τέχνη και στη ζωή.
Ο Ζαχαριουδάκης βάζει με σαφήνεια το πλαίσιο για τη συγκρότηση της συλλογής: «Λέγαμε με τον Νίκο πως ο καλλιτέχνης είναι ένας συλλέκτης που φτιάχνει τα έργα που θέλει και δεν μπορεί να τα αγοράσει. Ο Ν.Α. μπορούσε και να αγοράσει. Αγόραζε ως συλλέκτης, αλλά και για να αποτελέσει παράδειγμα για το ποια έργα έπρεπε να είναι σε μια συλλογή, πόσο πιο ευρύ πρέπει να είναι το μάτι του συλλέκτη. Ήθελε να αναδείξει τους καλλιτέχνες που εκτιμούσε αλλά και τους φίλους του, όπως εγώ. Πίστευε ακόμα πως οι καλλιτέχνες πρέπει και με αγορές, όχι μόνο με επαίνους, να βοηθούν τους νέους καλλιτέχνες.
» Τη συλλογή του θεωρούσε έργο του. Με αυτήν την αντίληψη την παρουσίασε στον Πύργο Μπαζαίου στη Νάξο (καλοκαίρι 2009). Όταν πλησίαζε ο θάνατός του, θέλησε να δωρίσει τη συλλογή σε μουσείο ώστε να διατηρηθεί. Το ΕΜΣΤ ήθελε να επιλέξει έργα και να «σπάσει» τη συλλογή, ενώ το Μουσείο Μπενάκη την αποδέχθηκε ως είχε, ως ενιαίο σύνολο».
Ο έτερος των τριών φίλων, Μανώλης Χάρος, μας τοποθετεί στο ξεκίνημα της συλλεκτικής δραστηριότητας κι εξηγεί γλαφυρά τον χαρακτήρα που έλαβε σε συνάφεια με το έργο του Αλεξίου. «Χωρίς να είμαι απολύτως σίγουρος, έχουν περάσει και τόσα χρόνια, νομίζω πως ο Νίκος άρχισε να σκέφτεται τη ''συλλογή'' έργων άλλων ζωγράφων τον καιρό που ήταν στην Αμερική. Και να το έχει στο νου του σαν ένα, (κι άλλο ένα), τεράστιο ψηφιδωτό που γίνεται με την παράθεση εικόνων και ιδεών άλλων εικαστικών δημιουργών. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό της πράξης του, πως τα συνέλεγε σαν ψηφίδες ενός έργου που κατασκευαζόταν συνεχώς, τόσο από την έμπνευση και την πράξη του ψηφιδοθέτη, όσο και από την ενέργεια που έφεραν μέσα τους τα έργα-ψηφίδες».
Έχει νόημα να επισημάνουμε πώς λειτουργούσε το χτίσιμο της συλλογής στη συνείδηση των τριών φίλων καλλιτεχνών, διότι σήμερα προσλαμβάνει μια παράδοξη επικαιρότητα. Παράλληλα με την έκθεση στο Μπενάκη, ο Χάρος παρουσιάζει τις μέρες αυτές την τελευταία του δουλειά στην γκαλερί Ζουμπουλάκη (έως 23/3). Θυμίζουμε πως οι τρεις – Αλεξίου, Ζαχαριουδάκης, Χάρος – είχαν συνεκθέσει για τελευταία φορά, λίγο μετά τον θάνατο του Αλεξίου (παρόλο που ήταν άρρωστος, εργαζόταν για την έκθεση στην γκαλερί Ζουμπουλάκη και είχε εγκρίνει το αποτέλεσμα - μια χωρίς τέλος παράσταση με τρίγωνα. Παλιότερα είχαν εκθέσει μαζί άλλες τέσσερις φορές: 1987, 1993, 1998, 2004).
Στη φωτογραφία οι τρεις καλλιτέχνες στην Μπιενάλε της Βαρκελώνης, τέλη της δεκαετίας του 1980 Δημοσιεύθηκε το 1987 στη Liberation με τίτλο Μπιενάλε Νέων Δημιουργών
«Τα έργα τόσο τα δικά μου όσο και του ΜΣΑΖ ήταν, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αλλά και εκτός» εξηγεί ο Χάρος. «Η σχέση μας έκανε ιδιαίτερη αυτή τη κίνηση του συλλέγειν. Ήταν κάπως αλλιώς από τα υπόλοιπα, για τον απλό λόγο πως η παρέα που κάναμε του επέτρεπε να βλέπει, σχεδόν να μετέχει, στη δημιουργία των έργων, και οι πολλές κοινές εκθέσεις μας, έδιναν - δημιουργούσαν μια απολύτως διαφορετική πρόσβαση.
Αποκορύφωμα ήταν πως κάποια στιγμή που είχαμε και ο Νίκος και ο Μανώλης και εγώ, ατομικές εκθέσεις σε διαφορετικές γκαλερί ταυτόχρονα, αποφασίσαμε να εκθέσει ο καθένας μας από ένα έργο των άλλων δύο στο χώρο που γινόταν η ατομική του καθενός. Ήταν σαν τη θύρα σύνδεσης που έχουν οι υπολογιστές και που συνδέουν και συνδέονται, ανταλλάσσοντας δεδομένα. Νομίζω το έργο που εκτίθεται σήμερα στην παρουσίαση της συλλογής στο Μουσείο Μπενάκη, είναι αυτό το έργο, αφού τότε τα έργα των άλλων, τα κρατήσαμε ο καθένας από εμάς».
@αρχείο MSAZ
Στο σήμερα και την έκθεση που στήθηκε στο Μπενάκη της Πειραιώς μας μπάζει ο ένας εκ των δύο επιμελητών, Καθηγητής Αρχιτεκτονικής Γιώργος Τζιρτζιλάκης. Ερώτημα είναι κατά πόσο «υπάρχει» ο Αλεξίου μέσα στα έργα της έκθεσης γι’ αυτό και του ζητάμε να μοιραστεί ιστορίες από τα έργα της συλλογής. Τι θυμάται από τον καλλιτέχνη;
«Μια ξέφρενη διαλογικότητα. Ο Νίκος βρισκόταν σε ένα διαρκή διάλογο με κάτι άλλο, ένα άλλο άτομο ή ένα άλλο έργο, ακόμη –ή μάλλον προπάντων– όταν αυτό δεν είχε κερδίσει ιδιαίτερη εκτίμηση. Μ’ ένα λόγο, όταν βρισκόταν στη σκιά και ήταν περιφρονημένο. Του άρεσαν αυτές οι αντιστροφές. Μέσα από αυτές παρακολουθούσε καλύτερα την ποικιλία και την αλληλεπίδραση του κόσμου. Χάρη στη συνεχή διαλογικότητα, όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και η ίδια η ζωή αποκτούσαν νόημα και αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε "αίσθημα πληρότητας, δηλαδή έρωτας".
»Συνέδεε πάντα τη δική του δημιουργικότητα με κάτι άλλο: "Έγινα ζωγράφος", έλεγε, "επειδή ο πατέρας μου έπρεπε να είναι". Και αυτό νομίζω ότι πρέπει να το θεωρήσουμε το πρώτο μείζον έργο της Συλλογής του, το οποίο φυσικά δεν μπορεί να δωρηθεί. "Με τον Ζαχαριουδάκη γίναμε ζωγράφοι", συνέχιζε, "γιατί, κατά βάθος, θέλαμε να είμαστε συλλέκτες. Και επειδή δεν είχαμε λεφτά, αρχίσαμε να φτιάχνουμε τα έργα μόνοι μας." Υπάρχει πάντα μια τέτοια μετατόπιση, ένα συνεχές γλίστρημα στον Άλλο ή στο Άλλο. Όλη η Συλλογή του είναι ένα τέτοιο παράδειγμα: Ένα οικοσύστημα όπου όλοι οι επιμέρους οργανισμοί βρίσκονται σε ισορροπία αλλά και συνεχή κίνηση, σε αντιμεταχώρηση. Αυτή ήταν η εμπειρία που μοιράστηκα με τη Συλλογή του, ξεκινώντας από τις συζητήσεις σπίτι του, με σταθμό την έκθεση "Tower-Tower" στον Πύργο Μπαζαίου στη Νάξο το 2009 και βέβαια τώρα με την έκθεση που συνεπιμελούμαστε με την Πολύνα Κοσμαδάκη».
Από τη συμμετοχή στη Μπιενάλε Βαρκελώνης: Μανώλης Χάρος, Μανώλης Ζαχαριουδάκης, Νίκος Αλεξίου
Είχες γράψει στον κατάλογο της Νάξου – και το επισημαίνει κι ο Ζαχαριουδάκης - πως ο Νίκος αντιλαμβανόταν τη συλλογή ως «ένα έργο». Αυτή τη λογική έχει η έκθεση στο Μπενάκη; Κι ακόμη, ποιοι βασικοί άξονες διατρέχουν τo στήσιμο;
«Όταν λέμε "ένα έργο", το λέμε με τους όρους του οικοσυστήματος. Προτιμώ την έννοια του οικοσυστήματος από τη μουσειακή παράθεση. Και αυτό είναι κάτι που θα απασχολήσει όλο και περισσότερους τα επόμενα χρόνια. Ο Νίκος διέθετε ένα είδος συνεχούς συλλεκτικής ενόρμησης, μια συλλεκτική βουλιμία του απειροελάχιστου, ας την πούμε, την οποία διακρίνει κανείς εύκολα στο ίδιο το έργο του. Δεν εξαντλούσε μονομιάς κανένα θέμα και συχνά επανερχόταν σε αυτό, καθιστώντας το ένα ''έργο εν προόδω''.
Υπήρξε ο κατεξοχήν θησαυριστής ενός ανεξάντλητου υλικού μορφών, εικόνων, μνημονικών εντυπώσεων που πάνε μαζί με τα αισθήματα και τις εμπειρίες που τα συνοδεύουν. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την καλλιτεχνική πρακτική του. Από εδώ, λοιπόν, αντλεί η λογική του "ενός ενιαίου έργου" που ακριβώς για το λόγο αυτό διαθέτει πολλαπλότητα και πάνω απ’ όλα αλληλεπίδραση».
»Πως μπορούμε να εντοπίσουμε και να επεξεργαστούμε την υλική υπόσταση, το υλικό ίχνος της εμπειρίας; Το ερώτημα αυτό που απασχόλησε συγγραφείς, όπως ο Ν. Γ. Πεντζίκης αλλά και άλλους δημιουργούς, μοιάζει να απασχολεί με τον δικό του τρόπο και τον Αλεξίου. Με επιμονή, χειροποίηση, εξωφρενική λεπτότητα και μια ασκητική πειθαρχία που άγγιζε ένα είδος έκστασης. Οι εκθέσεις του Νίκου είχαν πάντα κάτι απροσδόκητο, απρόβλεπτο και γι' αυτό δεν μπορούν να επαναληφθούν.
Για παράδειγμα η οριζόντια επιδαπέδια τοποθέτηση ορισμένων έργων της Συλλογής του στον Πύργο Μπαζαίου το 2009, ή το "The End" στη Βενετία το 2007. Κατά συνέπεια είναι δύσκολο να οριοθετήσουμε συνεκτικούς άξονες χρονολογικούς ακόμη και θεματικούς. Γιατί το έργο του βασίζεται σε αναχρονισμούς. Κάποιες ενότητες, κάποιοι "τύποι πάθους" ας πούμε καλύτερα, υπάρχουν στην έκθεση στο Μπενάκη, αλλά τοποθετούνται στη συνεχή ροή μιας εκθεσιακής μηχανής, μιας λωρίδας που ξεδιπλώνεται σε πτυχώσεις και αναπτυχώσεις και προέκυψε από την έξοχη συνεργασία με τους φίλους αρχιτέκτονες του Γραφείου AREA: τη Στέλλα Δαούτη, τον Γιώργο Μητρούλια και τον Μιχάλη Ραυτόπουλο. Είναι η δεύτερη απανωτή συνεργασία που κάνουμε μαζί τους, μετά την έκθεση του "Hic sunt dracones (Εδώ υπάρχουν δράκοντες)" στο ίδιο Μουσείο».
Τι θα ήθελε ο Αλεξίου να πάρει ο επισκέπτης φεύγοντας από την Πειραιώς;
Νίκος Αλεξίου @ Τάσσος Βρεττός
«Μοιάζει δύσκολο να απαντήσω σ’ ένα τέτοιο ερώτημα. Ο ίδιος έλεγε ότι η Συλλογή του είναι ''ένα προσωπικό ημερολόγιο που καταγράφει μια βόλτα σε μια πόλη, που είναι συγχρόνως η ζωή μας, οι φίλοι μας, ο κόσμος μας''». Για να το τραβήξω, όμως, θα προσέθετα: να συναντήσουμε ''τον χρόνο που ξαναβρέθηκε'', τον ''ξανακερδισμένο χρόνο''. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη καταγραφή της σύγχρονης τέχνης στο πέρασμα του 21ου αιώνα, που συμπεριλαμβάνει έργα ογδόντα τεσσάρων καλλιτεχνών. Την επιτομή ενός ιδιόρρυθμου αρχειοθέτη της σύγχρονης τέχνης. Ιδού λοιπόν κάποια ελάχιστα ''ζείδωρα νάματα'' της συμβολής του».
Αξίζει να επισκεφθείτε την έκθεση, να γνωρίσετε τη ματιά του του Νίκου Αλεξίου μέσα από το έργο των συναδέλφων του. Εκεί όπου υψώνεται το φανταστικό του μουσείο μέσα στο οποίο κατοικεί το άχρονο της τέχνης. Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς 138, διάρκεια έως 26/5.
Κεντρική φωτ.: Ο Νίκος Αλεξίου με τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη κατά την προετοιμασία της συμμετοχής στην 52η Biennale της Βενετίας, το 2007 στα Καλύβια Αττικής. Μαζί τους από αριστερά, η Μαρίνα Βρανοπούλου (Συντονισμός), η εκπρόσωπος του ΥΠΠΟ, η Νάντια Αργυροπούλου (Βοηθός επιμελητής) και ο Γαβρίλος Μιχάλης (Κατασκευές). Φωτογραφία: Τάσος Βρεττός.