Θέλει κανείς τον διάλογο στη Νέα Δημοκρατία;

Θέλει κανείς τον διάλογο στη Νέα Δημοκρατία;

Του Απόστολου Χονδρόπουλου

Θέλει τελικά κανείς τον δημόσιο διάλογο στη ΝΔ ή ροκανίζεται απλά ο χρόνος μέχρι τα περιθώρια να είναι ούτως ή άλλως τόσο στενά που και να συμφωνούσαν μεταξύ τους οι υποψήφιοι δεν θα μπορούσε πλέον, για πρακτικούς λόγους, να γίνει ούτε μία συνδιάσκεψη; Παρακολουθώντας κανείς από το ξεκίνημα την τακτική των τεσσάρων διεκδικητών διαπιστώνει με κάθε βεβαιότητα ότι εκείνοι που εξαρχής επέμειναν στην ανάγκη κοινών εμφανίσεων ώστε να δοθεί στους πολίτες η δυνατότητα να συγκρίνουν απευθείας επιχειρήματα, απόψεις και σχέδια του καθενός, ήταν οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Άδωνις Γεωργιάδης.

Επί μακρόν επικέντρωσαν την επιχειρηματολογία τους στην ανάγκη διεξαγωγής τηλεοπτικού διαλόγου, πιστεύοντας ότι μία τέτοια συζήτηση θα τόνωνε και το ενδιαφέρον της κοινωνίας για τα τεκταινόμενα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο μέχρι σήμερα έχει απασχολήσει την επικαιρότητα κυρίως για ζητήματα που κανείς, φανταζόμαστε, δεν θα ήθελε να είναι στην πρώτη γραμμή: Τα «γαλλικά» Μεϊμαράκη στην αρχή, τα… «ισπανικά» Τζιτζικώστα και Γεωργιάδη στη συνέχεια και τα, εν πολλοίς… «κινέζικα» για το ευρύ κοινό, μπλεξίματα της ΝΔ στα δικά της διαδικαστικά γρανάζια σε μία συγκυρία τόσο επιβαρυμένη πολιτικά και οικονομικά που θα έπρεπε να απορροφά το σύνολο της ενεργητικότητας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Oι λόγοι της σταθερής άρνησης του Βαγγέλη Μεϊμαράκη να προσέλθει σε debate συμπυκνώνονται σε αυτό που είπε στους ΟΝΝΕΔίτες: «Τα εν οίκω μη εν δήμω». Η δική του απουσία συμπαρασύρει και τον Απόστολο Τζιτζικώστα που λέει ναι στον δημόσιο διάλογο, αλλά μόνο παρουσία και του μεταβατικού προέδρου σε ότι αφορά την εκδοχή της τηλεμαχίας.

Και εάν τηλεοπτική εκπομπή υλοποιήσει την προαναγγελία της και διοργανώσει την ερχόμενη Τρίτη συζήτηση με τέσσερις καρέκλες να αναμένουν ισάριθμους υποψηφίους Προέδρους, το πιθανότερο είναι να δούμε τις δύο εξ αυτών να παραμένουν άδειες. Είναι όμως τόσο σημαντικό θέμα η διεξαγωγή debate, ώστε να γίνεται τόση συζήτηση και αντιπαράθεση και να επισκιάζει σχεδόν οτιδήποτε άλλο σε αυτή την εσωκομματική διαδικασία;

Από άποψη δημοσιοποίησης των θέσεων των υποψηφίων, ίσως όχι. Είναι όλοι περιζήτητοι στα Μέσα Ενημέρωσης που τους προσφέρουν αφειδώς βήμα προβολής των απόψεών τους και οι ίδιοι το αξιοποιούν στο έπακρον. Με εξαίρεση τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη που ο ίδιος έχει επιλέξει να μην εμφανίζεται στα Μέσα Ενημέρωσης αντιμετωπίζοντας αυτή τη διαδικασία με «νεοδημοκρατικά κριτήρια και όχι με όρους εθνικών εκλογών», όπως λέει.

Άπαντες εκμεταλλεύονται και τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο για να επικοινωνούν σχέδια και ιδέες, άρα σε τι θα συνέβαλλε μία τηλεμαχία; Θα έδινε, λένε πολλοί, τη δυνατότητα άμεσης σύγκρισης των υποψηφίων. Θεωρητικά ναι! Αλλά πότε και ποιος έγινε, ας πούμε, σοφότερος παρακολουθώντας τηλεμαχίες να εξελίσσονται μέσα σε ασφυκτικό πλαίσιο κανόνων που αντικειμενικά καθιστούν δύσκολο για τον κάθε υποψήφιο να φθάσει βαθιά στην ουσία των επιχειρημάτων του;

Εκείνο που θα είχε σίγουρα μεγάλο ενδιαφέρον θα ήταν μία ζωντανή τηλεοπτική συζήτηση με απευθείας διάλογο και με ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ των υποψηφίων. Ενέχει μεγαλύτερο ρίσκο, αλλά θα μπορούσε να αποδειχθεί και ευκαιρία. Όχι για κάθε υποψήφιο ξεχωριστά, αλλά και για την ίδια τη ΝΔ συνολικά.

Μία υψηλού επιπέδου συζήτηση μεταξύ τεσσάρων υποψηφίων Προέδρων που μπορεί να διαφωνούν σε διάφορα (σ.σ: το αντίθετο θα έπρεπε να προβληματίζει), αλλά ξέρουν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους επιχειρήματα εμπεριστατωμένα και επί της πολιτικής ουσίας, είναι σίγουρο ότι θα κέντριζε το ενδιαφέρον του κόσμου.

Και ανεξάρτητα ποιος εκ των τεσσάρων μπορεί να κέρδιζε τις εντυπώσεις ως καλύτερος μεταξύ καλών υποψηφίων, το σίγουρο είναι ότι από αυτή την εικόνα κερδισμένη στην κοινωνία θα έβγαινε σαν κόμμα η ΝΔ. Αν η συζήτηση εκτροχιαζόταν σε προσωπικές αντιπαραθέσεις και… ξέφευγε και μία κουβέντα παραπάνω, όπως ανησυχεί ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, τότε όποιος εκ των τεσσάρων και αν κέρδιζε πόντους στα μάτια ενός περιορισμένου αριθμού κομματικών, χαμένη θα έβγαινε συνολικά η ΝΔ.

Μία τέτοια εικόνα θα την έπληττε σαν κόμμα. Εκεί έγκειται και το μεγαλύτερο ρίσκο που λέγαμε, αλλά φανταζόμαστε ότι οι τέσσερις διεκδικητές της ηγεσίας της κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορούσαν και θα άξιζε τον κόπο να τολμήσουν να το αναλάβουν.

Οποιαδήποτε άλλη μορφή δημόσιου διαλόγου υιοθετήσουν, όπως η συνδιάσκεψη για την οποία γίνεται λόγος, το πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε παράλληλους μονολόγους που δεν θα προσθέσουν τίποτε άλλο, πέρα από μία μόνο εικόνα, που για να είμαστε ειλικρινείς έχει λείψει πάντως και αυτή από την εν εξελίξει εσωκομματική κούρσα: Οι διεκδικητές της ηγεσίας της ΝΔ να είναι και οι τέσσερις μαζί!